Οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία είναι οι πραγματικοί ήρωες της ξενιτιάς…

Χρήστος Ιωάννου: «Οφείλουμε να τιμήσουμε τους πρώτους ομογενείς γιατί αυτοί άνοιξαν το δρόμο προς την Αυστραλία»


Νεαροί, αλλά συνάμα ώριμοι, φοβισμένοι, αλλά και γενναίοι, δυνατοί και αξιοπρεπείς, οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες, ήρθαν κατά χιλιάδες στην ξένη ήπειρο για να κυνηγήσουν το «αυστραλιανό όνειρο» και να βρουν διέξοδο στην ξενιτιά. Η ανεργία, η κοινωνική ανασφάλεια και η οικονομική ανέχεια στις αρχές του 1900 μάστιζαν τους πάντες στην Ελλάδα και, κυρίως, τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού, ειδικά σε απομακρυσμένα χωριά, νησιά και μικρές κωμοπόλεις.

Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, κατά την άφιξή τους στη «Γη της επαγγελίας» οι νεαροί Έλληνες βρέθηκαν τότε -προς μεγάλη τους έκπληξη- από τον παράδεισο του χωριού τους σε μια χώρα άγονη, ξένη και αφιλόξενη. Τότε ήρθαν και για πρώτη φορά αντιμέτωποι με την ξενοφοβία και τον ρατσισμό, που είχε ως αποδέκτες τους ίδιους, τους συγχωριανούς τους και την κουλτούρα τους. Στοιβάζονταν σε κέντρα υποδοχής μεταναστών χωρίς να μιλούν καν την Αγγλική και προσπαθούσαν να «συμπαθήσουν» μια χώρα που δεν καταλάβαινε και η ίδια τι θα πει «ξένος» και ήδη βίωνε τη δική της αντιμεταναστευτική υστερία.

«Οφείλουμε, επιτέλους, να μιλήσουμε για όλα όσα έγιναν τότε και να τιμήσουμε τους ανθρώπους αυτούς που άνοιξαν σε όλους εμάς το δρόμο προς την ξενιτιά» λέει στον «Νέο Κόσμο» ο Χρήστος Ιωάννου, πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Port Adelaide, μια από τις παλαιότερες ελληνικές Kοινότητες στην Νότια Αυστραλία.

Παρά τις δυσμενείς συνθήκες, οι μετανάστες της πρώτης γενιάς, με το κεφάλι ψηλά, κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες για να αποδείξουν την αξία τους και να αφομοιωθούν. Την ίδια στιγμή, όμως, έμειναν ενωμένοι, αενάως πρόθυμοι να προσφέρουν μια χείρα βοηθείας στον συγχωριανό τους, τον «πατριώτη» τους και παρ’ ότι δεν γνώριζαν καν τη γλώσσα, κατόρθωσαν όχι μόνο να βγάλουν «το μεροκάματο» αλλά να διαπρέψουν, να πετύχουν ο καθένας στον τομέα του και, τελικά, να κερδίσουν με το σπαθί τους τον σεβασμό όλων, χαράζοντας έτσι το δρόμο και ανοίγοντας τις πόρτες για όλους εκείνους που ακολούθησαν στα επόμενα κύματα μετανάστευσης.

Οι Έλληνες εκείνης της γενιάς έζησαν στοιβαγμένοι σε σκηνές ή μικρά δωμάτια, δούλεψαν σκληρά σε απάνθρωπες -πολλές φορές- συνθήκες, σε εργοστάσια, λατομεία, ορυχεία και κτήματα, μόνο και μόνο για να εξοικονομήσουν λίγα χρήματα τα οποία –όπως όφειλε να κάνει κάθε μετανάστης εκείνη την εποχή- έστελναν ως επί τω πλείστον στις οικογένειές τους. Ήρθαν αντιμέτωποι με τις προκλήσεις ολόκληρης σχεδόν της αυστραλιανής κοινωνίας που, πολλές φορές, όχι απλώς δεν τους αποδεχόταν, αλλά τους κοιτούσε με καχυποψία ως «ύποπτους και επικίνδυνους ξένους» που… ενδέχετο να απειλούσαν σε κάποιες περιπτώσεις τον «νόμο και την τάξη» στους κόλπους της κοινότητας στην οποία εγκαθίστανται, απλώς και μόνο επειδή ήταν ξένοι.

«Μέσα σε όλα αυτά που καλούνταν να αντιμετωπίσουν οι μετανάστες εκείνης της εποχής δεν ξέχασαν ποτέ την πατρίδα. Αυτοί ήταν οι πρωτεργάτες των πάντων. Αυτοί έφεραν την Ελλάδα στην Αυστραλία, δημιουργώντας ελληνικούς συλλόγους, πολιτιστικά κέντρα, ελληνικά εκπαιδευτήρια και εκκλησίες και έπειτα από δικές τους πρωτοβουλίες έδωσαν την ώθηση στον ελληνισμό να νιώθει ότι βρίσκεται μέσα στη χώρα του παρά τη χιλιομετρική και πολιτιστική απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα και την Αυστραλία.

«Όμως, αναρωτιέμαι, πόσοι από εμάς τελικά έχουν σκεφτεί και εκτιμήσει το έργο και την συνεισφορά τους» λέει ο κ. Ιωάννου, ο οποίος διετέλεσε και πρόεδρος της Κυπριακής Κοινότητας Ν.Α.

Παρ’ ότι στα χρόνια που ακολούθησαν τα παιδιά αυτών των πρώτων μεταναστών αντιμετώπισαν δυσκολίες, έχοντας βρεθεί αίφνης ανάμεσα σε δύο πατρίδες και πολιτισμούς, μη γνωρίζοντας επαρκώς καμία από τις δύο γλώσσες, αυτή η δεύτερη γενιά, σίγουρα αντιμετώπισε δυσκολίες και ρατσιστικές συμπεριφορές, όμως σίγουρα ήταν λιγότερο έντονες από εκείνες με τις οποίες ήρθαν αντιμέτωποι οι προηγούμενοι γενναίοι Έλληνες μετανάστες.

«Προσωπικά τρέφω απεριόριστο σεβασμό και θαυμασμό απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι έστρωσαν το δρόμο σε όλες τις γενιές Ελληνοαυστραλών που ακολούθησαν και μέσα σε όλες τις δυσκολίες κατάφεραν και προώθησαν τις ελληνικές αξίες και έθιμα» λέει στον «Νέο Κόσμο» ο επιχειρηματίας, Γιώργος Παπαδόπουλος, ο οποίος για δεκαετίες διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αυστραλιανής τηλεόρασης και είναι παιδί μεταναστών από την Κατερίνη.

«Όταν ακούω τις ιστορίες τους συνειδητοποιώ πως αυτοί ήταν οι πραγματικοί ήρωες της μετανάστευσης και συνάμα αναρωτιέμαι, εμείς τι δικαίωμα έχουμε να παραπονιόμαστε;»

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΗ Η ΞΕΝΙΤΙΑ… 

«Όταν πρωτοήρθα δεν μου άρεσε καθόλου η Αυστραλία και, μάλιστα, θυμάμαι κάθε Χριστούγεννα υποσχόμουν στον εαυτό μου ότι τον επόμενο χρόνο θα επέστρεφα στην πατρίδα. Είμαι πλέον εδώ πάνω από μισό αιώνα και σήμερα μπορώ να πω με σιγουριά, ότι την Αυστραλία όχι μόνο την αγάπησα αλλά και ότι αν γυρνούσα το χρόνο πίσω, θα έκανα και πάλι αυτό το ταξίδι γιατί ενώ ήμουν μακριά, στους κόλπους της παροικίας μας ένιωθα πάντα κοντά στην Ελλάδα και την Κύπρο» λέει ο κ. Ιωάννου, ο οποίος σήμερα είναι πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Κυπριακής Κοινότητας Νότιας Αυστραλίας.

Ακόμα και σήμερα, παρά την πολιτική ορθότητα και την παγκοσμιοποίηση, κανείς δεν φαίνεται να έχει λησμονήσει τις μελανές εκείνες σελίδες της ιστορίας των ελληνικών μεταναστευτικών ρευμάτων που συνεχίστηκε και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν η Ελλάδα βίωσε άλλη μια τραγική περίοδο της ιστορίας της. Καθώς φαίνεται, όμως, η ελληνική διασπορά της Αυστραλίας τείνει να λησμονήσει εκείνους τους πρώτους ήρωες της μετανάστευσης.

«Ευχή μου είναι να βρούμε όλοι μαζί έναν τρόπο ώστε οι Έλληνες της διασποράς σε ολόκληρη την Αυστραλία να δημιουργήσουν ένα δικό τους κέντρο όπου όλοι μαζί, μικροί και μεγάλοι, να έχουν την ευκαιρία, να βρίσκονται, να συζητούν και να ανταλλάσσουν απόψεις, να μαθαίνουν για το παρελθόν και την πατρίδα τους, να δημιουργούν μαζί, και χέρι-χέρι χωρίς διχόνοιες και εγωισμούς να φτάσει ο ελληνισμός της διασποράς ακόμα πιο ψηλά. Ως τότε, όμως, αν μη τι άλλο αυτό που καθένας από εμάς οφείλει να κάνει, είναι να μην ξεχνά το παρελθόν, να κρατά ζωντανές τις μνήμες εκείνης της εποχής και να τιμά τους ανθρώπους εκείνους που με την γενναιότητά τους διαμόρφωσαν και έγραψαν τις πρώτες σελίδες της μεταναστευτικής ιστορίας των Ελλήνων στην Αυστραλία» καταλήγει ο κ. Ιωάννου.