Κατ’ αρχήν, να συγχαρώ τους συμπαροίκους μας που τιμήθηκαν από το Εμπορικό μας Επιμελητήριο (HACCI) στη χοροεσπερίδα του της περασμένης Παρασκευής.

Το Επιμελητήριο ακολουθεί την ωραία παράδοση που ο γνωστός τότε παροικιακός μας οργανισμός, Χελλένικ, είχε ξεκινήσει το 1982 και διατήρησε με επιτυχία, σε ετήσια βάση, επί μία εικοσαετία, γι΄ αυτό και είναι φυσικό να προκαλούνται κάποιες συγκρίσεις μεταξύ των δύο αυτών οργανισμών για τον τρόπο διοργάνωσής τους των δύο θεσμών, της παρουσίασης της εκδήλωσης της απονομής τους και, το πιο σημαντικό, του τρόπου επιλογής όσων τιμούνται.

Στις εκδηλώσεις απονομής των Διακρίσεων Χελλένικ, παρουσιάστηκαν τόσες εντυπωσιακές πρωτοτυπίες που δεν είναι παράλογο ότι χαρακτηρίσθηκαν από πολλούς επώνυμους συμπάροικους ως οι πιο καλά οργανωμένες και πιο σοβαρές κινήσεις στην παροικία μας.

Κάθε χρόνο τιμούνταν άτομα για την ιδιαίτερη απόδοσή τους στην Εκπαίδευση, τις Επιστήμες, τον Αθλητισμό, τις Τέχνες και τα Γράμματα, τις Επιχειρήσεις, την Κοινωνική Πρόνοια και την Παροικιακή Δραστηριότητα ενώ μια άλλη Διάκριση απονεμόταν σε άτομο μη ελληνικής καταγωγής για τις υπηρεσίες του προς την ελληνική παροικία. Μη Έλληνες τιμηθέντες με την τελευταία αυτή Διάκριση, συχνά διοργάνωναν ξέχωρη εκδήλωση στους δικούς τους κύκλους για να γνωστοποιήσουν την τιμή που τους έγινε.

Ξέχωρη κριτική επιτροπή εργάζονταν Για κάθε Διάκριση εργαζόταν ξεχωριστή Κριτική Επιτροπή. Τα μέλη αυτών Επιτροπών καλούνταν στην πρώτη τους συνεδρίαση χωρίς να γνωρίζουν σε ποια επιτροπή θα ανήκουν και ποια είναι τα άλλα μέλη της.

Στην πρώτη επαφή μεταξύ τους τα μέλη της Επιτροπής υπέγραφαν ένα «Πρωτόκολλο Τιμής», με το οποίο δεσμεύονταν να κρίνουν ανεξάρτητα από κάθε προσωπικό και επαγγελματικό συμφέρον.

Είναι σημαντικό ότι στα είκοσι χρόνια του θεσμού, μέσα σε εννέα κριτικές επιτροπές κάθε χρόνο, αποτελούμενες από πέντε-έξι ή και περισσότερα μέλη η κάθε μία, υπήρξε μόνο μία περίπτωση άρνησης συμμετοχής και, συγκεκριμένα, την πρώτη χρονιά, 1982, κάτι που οπωσδήποτε μιλάει από μόνο του.

Η κρίση γινόταν με βάση την επίδραση στην ομογένεια των επιτευγμάτων των υποψηφίων. Λαμβανόταν, δηλαδή, υπόψη μόνο το πόσο οι επιτυχίες τους τίμησαν την παροικία. Οι επιτροπές δεν έκριναν την ποιότητα κάθε επιτυχίας ή κάθε δημιουργίας. Δεν ήταν δυνατόν, τουλάχιστον για τα δεδομένα της παροικίας, τα μέλη τους να κρίνουν την απόδοση, ας πούμε, ενός ηθοποιού ως καλλιτέχνη ή ενός ιατρικού ερευνητή ως επιστήμονα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν η τεράστια εταιρία ΒΗΡ διοργάνωσε τις παναυστραλιανές βραβεύσεις εξαίρετης απόδοσης, με τη γενική ονομασία «In Pursuit of Excellence», ζήτησε από τον Σύνδεσμο Χελλένικ υποδείξεις για πρακτικό έλεγχο των κριτικών της επιτροπών και ακολούθησε όσα το Χελλένικ εφάρμοζε.

Αλλά κι οι εκδηλώσεις της απονομής των Διακρίσεων ήταν, κατά γενική ομολογία, οι πιο εντυπωσιακές ποτέ με τις πάμπολλες πρωτοποριακές τους συμμετοχές, με φιλαρμονικές, συμφωνικές ορχήστρες με δεκάδες όργανα, πασίγνωστα χορωδιακά συγκροτήματα άλλων εθνικοτήτων, χορευτικών ομάδων από κλασσικά μπαλέτα έως μοντέρνα ball room, μαντολινάτες και πολλά άλλα. Κι όλα αυτά ήταν πάντα με ελληνικό χρώμα, είτε με συμμετοχή αξιόλογων Ελλήνων είτε με ελληνικό θέμα στην παρουσία τους.

Από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα των τελετών απονομής των Διακρίσεων Χελλένικ ήταν πάντα η επιβλητικότατη διακόσμηση, η μεγάλη συμμετοχή εξωπαροικιακών παραγόντων και πολύ μεγάλων προσωπικοτήτων της ευρύτερης αυστραλιανής κοινωνίας.

Το 1991 ήλθε στη Μελβούρνη ο Γενικός Γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών, ειδικά για να προβεί στην απονομή των Διακρίσεων και ενεχείρισε στον πρόεδρο του Χελλένικ την απόφαση της Συγκλήτου της Ακαδημίας που επαινούσε ολόκληρη την Ομογένεια για το ότι διατηρούμε την ελληνικότητα και τη γλώσσα μας.

Ανάλογη ήταν και η επίδραση του θεσμού σε μη ομογενειακές καταστάσεις. Όταν, για παράδειγμα, μεταξύ των χορηγών (σπόνσορ) της εκδήλωσης της απονομής των Διακρίσεων ήταν και μία μεγάλη εταιρία πετρελαίων με παγκόσμια επιχειρηματική δραστηριότητα, που εξέδιδε από τα κεντρικά της γραφεία στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα περιοδικό με ύλη που περιορίζονταν στις μεγάλες δράσεις της, εκείνη τη χρονιά είχε αφιερώσει κολακευτικότατα σχόλια για τη διασύνδεση της εταιρίας με το ξεκίνημα της συμφωνικής ορχήστρας στη Σιγκαπούρη και με το θεσμό των απονομών του Συνδέσμου Χελλένικ στη Μελβούρνη.

Οι Διακρίσεις απονέμονταν σε Μελβουρνιώτες συμπάροικους προς αναγνώριση της δραστηριότητάς τους μόνο την προηγούμενη χρονιά. Είχαν καθιερωθεί στην παροικία επειδή είχε γίνει αποδεκτός από όλους ο σοβαρός τρόπος που επιτελούνταν η επιλογή των υποψηφίων και επειδή η κάθε οργανωτική τους λεπτομέρεια ξεχώριζε με τον σχολαστικό της προγραμματισμό.

Τις είχαν μιμηθεί άλλες εθνικές παροικίες και είχαν ασχοληθεί με αυτές ανώτατοι παράγοντες της Τέχνης και κυβερνητικών φορέων τόσο στην Ελλάδα όσο και την Αυστραλία.

Την Παρασκευή δόθηκε σε μεγάλο ξενοδοχείο της Μελβούρνης η μεγάλη χοροεσπερίδα του Ελληνικού Επιμελητηρίου, τους παρευρισκόμενους της οποίας ψυχαγώγησε η εμφάνιση ενός γνωστού κωμικού.

Οι απονομές έγιναν με βάση μιας Κριτικής Επιτροπής αποτελούμενη από πέντε άτομα, δύο από το Διοικητικό Συμβούλιο του Επιμελητηρίου και τρεις εξωτερικούς παράγοντες και που ξέφυγαν από τον περιορισμό να είναι κάτοικοι Βικτωρίας και να έχουν διακριθεί με τις επιτεύξεις τους κυρίως την προηγούμενη χρονιά.

Μεταξύ των τιμηθέντων ήταν και άτομα που έπαυσαν από πολλά χρόνια να είναι παραγωγικά στελέχη της ευρύτερης κοινωνίας αλλά κι άτομα που παρουσιάσθηκαν ως «εκ Σίδνεϊ». Δεν σχολιάζω την αξία και το βάθος της προσωπικότητάς τους ούτε και αμφισβητώ ότι άξιζαν την τιμητική τους διάκριση, σε κάθε όμως τέτοια περίπτωση πρέπει να υπάρχουν ξεκάθαροι περιορισμοί και όρια.

Ας μου επιτραπεί όμως να εκφράσω τη γνώμη ότι, σε περίπτωση που κάποιος πολύ επιτυχημένος και πολύ καθιερωμένος θεσμός, ακολουθείται μετά τη διακοπή του από άλλον, αυτός ο δεύτερος έχει υποχρέωση τουλάχιστον να συνεχίσει την όμορφη προηγούμενη παράδοση με την ίδια σοβαρότητα και την ίδια προσοχή στις βασικές λεπτομέρειες.

Το Επιμελητήριο έχει και στελέχη αλλά και τις υποδομές να επιτύχει, φτάνει να επιδείξει τη σοβαρότητα και την προσοχή που ταιριάζουν σε ένα τόσο σημαντικό θέμα. Δυστυχώς, ο τρόπος που τώρα οργανώνονται και παρουσιάζονται οι απονομές των «Αριστείων» αφήνει κάποια ερωτηματικά.