«Σκέπτομαι να φύγω. Έμεινα μόνος από τότε που έφυγε η γυναίκα μου νωρίς και βρίσκομαι μόνος, ολομόναχος, σε τούτη δω τη χώρα που αγάπησα, σεβάστηκα και τίμησα, μα δεν την λάτρεψα όσο τον τόπο μου, το χωριό μου.

Και να σκεφτείς ότι έζησα λιγότερο στο χωριό απ’ ό,τι εδώ. Έχω την κόρη μου και τον εγγονό μου και τον γαμπρό μου, που δεν με πήγε και δεν τον πήγα ούτε με σφαίρες, που βρίσκονται στην Αγγλία. Πέντε χρόνια λείπουν και τους επισκέφθηκα στο Λονδίνο τρεις φορές. Η κόρη μου ήλθε στην κηδεία της μάνας της, μόνη της.
Θα φύγω. Θα πάω στο χωρίο μου, σπίτι έχω, θα το μαζέψω λίγο και θα ζήσω, θα ξαναζήσω. Δεν θέλω να θαφτώ εδώ. Το νεκροταφείο του χωριού είναι στην πλαγιά του τόπου και οι πεθαμένοι… βλέπουν το δάσος δεξιά και τη θάλασσα αριστερά.

Θυμάσαι το ποίημα του Δροσίνη “Το χώμα που στα ξένα έχεις θαφτή”; Το ξέρω απ’ έξω. Άκουσέ το “Το χώμα που στα ξένα έχεις θαφτή / με τι η πατρίδα σου να το στολίσει;/ Το άνθος, ώσπου να έρθει , θα ξεφυλλίσει/ ξερό το φύλλο, σκόνη θα τριφτή/ Καρποί στο δρόμο σέπονται κι’ αυτοί,/ και μόνο απ’ αθηνιώτικο μελίσσι /στην πλάκα που νωρίς σ’ έχει σφαλίσει/ σταλμένο ένα κεράκι θ’ αναφτεί /Μες στο κεράκι εκείνο θα σου στείλει/ σμιχτά, σταλαματιά-σταλαματιά,/ και φύλλα και καρπούς κι’ άνθη η πατρίδα,/ και στοργικά, στην άκρη απ’ το φυτίλι,/ θα κρυφοδέσει του ήλιου της μια αχτίδα/ για να έχεις λίγο φως στην ξενιτιά”.

Θα φύγω Κώστα. Δεν θα περιμένω να δέσει κρυφά, η πατρίδα, μια ηλιαχτίδα για να μου στείλει. Θα πάω να τις συναντήσω μόνος μου, στον τόπο μου. Θα σου γράφω, θα σου τηλεφωνώ, θα σε περιμένω».

Αυτά είπε ο φίλος ο Βαγγέλης μ’ ένα πρόσωπο που άλλοτε θύμιζε πολεμιστή που ετοιμαζόταν να επιτεθεί και να νικήσει, κι άλλοτε μια αρχαία μάσκα τραγωδίας , έτοιμος να κλάψει γοερά. Τηλεφωνούσε σχεδόν κάθε μέρα και το βράδυ ηλεκτρονικά σημειώματα για να μου πει της προηγούμενης τα… κατορθώματα: «Εχτές έβαψα τον μαντρότοιχο. Ένα… τσαλακωμένο πεζοδρόμιο το έβαψα με ασβέστη, όπως έκανε η μάνα Κυριακές, γιορτές και σχόλες. Το καφενείο της πλατείας, τρία τετράγωνα από το σπίτι μου, φτιάχνει ωραίο μεζέ για ούζο. Εχθές τηγάνισε συκωτάκι μοσχαρίσιο και μια σαλάτα λάχανο και σιγά-σιγά, κατέβασα ένα βουνίσιο… καραφάκι. Το λέω βουνίσιο γιατί είναι το διπλό απ’ ό,τι αυτό που πίνουμε στα παραλιακά θέρετρα πολυτελείας και είναι του… βουνού. Θα εξετάσω στην πράξη πώς είναι τα καραφάκια του… κάμπου και θα σε ενημερώσω δεόντως για να το χρησιμοποιήσεις στη σχετική… διατριβή σου.

Διάβασα. Διαβάζω αρκετά τα βράδια, δίπλα στο τζάκι. Έχω μια βολική πολυθρόνα και ξαπλώνω και διαβάζω. Κάποια ώρα κουτουλάω, κοιμάμαι καθιστός και ξυπνάω γιατί έσβησε το τζάκι και κρυώνω. Σέρνομαι στο κρεβάτι μισοκοιμισμένος και ονειρεύομαι επαναστάσεις και… ταξίδια.

Σου έλεγα τις άλλες για έναν ποιητή που δεν είχα διαβάσει ούτε και ακούσει, τον Γεώργιο Αθάνα. Διάβασα ένα τετράστιχο ποίημά του “Η ζωή μας” και θα στο διαβάσω, άκουσέ το: “Η ζωή μας τ’ είναι; Να:/ Λίγες ώρες που διαβαίνουν./ Μόνο η πρώτη μας γεννά/ κι’ όλες οι άλλες μας πεθαίνουν./ “. Ξέρω θα το πεις πεσιμιστικό. Αληθινό όμως. Οι μέρες μου, Κωστή, είναι σχεδόν σαν τα κεριά του Καβάφη. Οι περασμένες, κεριά σβηστά που τα τελευταία, σβηστά και μισό σβηστά, καπνίζει ακόμη το φυτίλι τους. Οι αυριανές, κεριά φωτισμένα, αναμμένα, δεν μετράω πόσα και τα διαβαίνω αργά.

Το πρωί μια φέτα ζυμωτό ψωμί με λίγο μέλι κι έναν διπλό καφέ. Περπατάω κι από το σπίτι, με βήμα σχετικά γοργό, από το μονοπάτι δίπλα στο όμορφο δάσος, φτάνω στη θάλασσα σε σαράντα λεπτά. Με περιμένει, το βλέπω, το νοιώθω. Το ίδιο αργό κύμα, κάθε μέρα, σαν να μου λέει την καλημέρα και περιμένει να χαμογελάσω και να ανταποδώσω την καλημέρα της. Κάθομαι για λίγο στον… καναπέ, το βράχο μου, που λες και φτιάχτηκε για να ξεκουράζει παιδιά και οδοιπόρους κι ύστερα από κάποιο μισάωρο σχετικής ανάπαυσης και ηρεμίας, αρχίζει η άνοδος για την επιστροφή. Λίγο πιο δύσκολη η άνοδος πάντα, το ξέρεις, το έζησες, το ζήσαμε ο καθένας στον δικό του ανήφορο.

Γυρίζω σπίτι. Φρεσκάρομαι ολίγον τι και αν είναι η ημέρα που… μαγειρεύω, αναλαμβάνω εργασία, μόλις ανακάμψω, τελείως, από την πεζοπορία. Τις περισσότερες ημέρες τρώω κάτι της ώρας. Άλλες φορές τρώω στην …. “Ακρόπολη”, το όνομα του καφενείου της πλατείας μας. Και να σκεφτείς ότι ούτε ο ιδιοκτήτης γνωρίζει γιατί ο μακαρίτης ο πατέρας του το βάφτισε έτσι.

Πολλές φορές τρώω το ένα τέταρτο της ημέρας διαβάζοντας τον… ημερήσιο Τύπο, ο οποίος, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αναμασά τα χθεσινά και επαναλαμβάνει τα γνωστά προχθεσινά.

Δεν βάφω τα μαλλιά μου πια. Τα έκοψα με την χοντρή μηχανή και τώρα όλα είναι όλα λευκά. Παλιότερα έκανα το χατίρι της συμβίας για να φαίνεται ότι είχε παντρευτεί… νέο άνδρα. Και τώρα που μίλησα για άσπρα μαλλιά που συνεπάγεται παππού, ηλικιωμένο κύριο ή γέροντα, θα κλείσω το κατατοπιστικό άμα δε και μελοδραματικό ηλεκτρονικό σημείωμά μου, με μερικούς από τους στίχους του ποιήματος του Καβάφη με τίτλο “Ένας Γέρος”: “Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος/ σκυμμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος/ με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά/ Και μες στων αθλίων γηρατειών την καταφρόνια/ σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια./ που είχε και δύναμη και λόγο κι εμορφιά./ Ξέρει, που γέρασε πολύ. Το νιώθει, το κοιτάζει./ Κι εν τούτοις ο καιρός, που ήταν νέος, μοιάζει σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, Τι διάστημα μικρό…”

Το άλλο μισό θα στο γράψω αύριο. Το τζάκι χώνεψε… κρυώνω. Τα λέμε. Καληνύχτα».