Μια καλοστημένη υπόθεση απάτης με ακίνητα σε βάρος δύο ομογενών από την Αυστραλία, μονοπώλησε το ενδιαφέρον της συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου.
Ο «Νέος Κόσμος» έγραψε και παλαιότερα για την υπόθεση αυτή και έδωσε έμφαση όχι μόνο στη σοβαρότητά της, αλλά και στο ότι δεν είναι η πρώτη.
Συχνά-πυκνά, φθάνουν στην εφημερίδα μας καταγγελίες για απόπειρα κάποιων «αετονύχηδων» στην Ελλάδα να «φάνε» τις περιουσίες τους.
Η εφημερίδα καλεί και άλλους ομογενείς που έχουν πέσει θύματα να μας κάνουν γνωστές τις περιπτώσεις τους.
Δυστυχώς, για τους ομογενείς η αγωγή που έκαναν και κατά της Alpha Bank απορρίφθηκε.
Οι τελευταίες εξελίξεις για το θέμα αυτό, σύμφωνα με την τοπική εφημερίδα «Δημοκρατική» έχουν ως εξής:
«Με δύο αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου απορρίφθηκαν ισάριθμες αγωγές που άσκησαν κατά της Alpha Bank, ως καθολικής διαδόχου της Εμπορικής Τράπεζας δύο ομογενείς από την Αυστραλία, που έπεσαν θύματα μιας απίθανης σε σύλληψη και εκτέλεση απάτης με ακίνητα στη νότια Ρόδο.
Η υπόθεση στο ποινικό της σκέλος έχει εξεταστεί από το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων, ο πέλεκυς του οποίου, έπεσε βαρύς στους 6 κατηγορούμενους.
Το δικαστήριο επέβαλε συγκεκριμένα ποινή κάθειρξης 10 ετών στον καταζητούμενο Ροδίτη Μ. Μ. του Ι., που διαμένει πλέον μόνιμα στις ΗΠΑ και ποινή κάθειρξης 7 ετών στους συγκατηγορούμενους του Α. Μ. του Γ., κάτοικο Αθηνών και Π. Μ. του Β., κάτοικο ομοίως, που δικάστηκαν ερήμην, ενώ ποινή φυλάκισης 4 ετών μετατρέψιμη προς 5 ευρώ ημερησίως, με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα, επιβλήθηκε στους Δ. Π. του Χ., κάτοικο Αθηνών, Ε. Ψ. του Χ., κάτοικο Ρόδου και Θ. Π. του Δ., κάτοικο Αθηνών.
Τα θύματα στράφηκαν και κατά της τράπεζας με τις δύο αγωγές τους, αλλά το δικαστήριο έκρινε ότι οι υπάλληλοι της τράπεζας δεν φέρουν καμία ευθύνη για τη βλάβη που υπέστησαν.
Στην πρώτη υπόθεση οι ενάγουσες ήταν συγκύριες λόγω γονικής παροχής ενός αγρού 7.720 τετρ. μέτρων στην Λαχανιά. Σύμφωνα με την αγωγή που κατέθεσαν, επειδή δεν ήταν δυνατόν ως μόνιμες κάτοικοι Αυστραλίας να διαχειριστούν το ως άνω ακίνητο, ανέθεσαν την διαδικασία πώλησης του στον εξάδελφό τους. Τον Νοέμβριο του 2006 ενημερώθηκαν τηλεφωνικά από τον ίδιο ότι εκδήλωσε ενδιαφέρον για την αγορά του ένας συγχωριανός τους, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό δύο υποψήφιων αγοραστών.

Μάλιστα, ισχυρίζονται ότι προκειμένου να εξακριβώσουν την αξιοπιστία αυτών των δύο αγοραστών, ο ίδιος παρέπεμψε τον εξάδελφό τους να επικοινωνήσει με το αρμόδιο τμήμα του κεντρικού υποκαταστήματος της Εμπορικής Τράπεζας Ρόδου, ώστε να λάβει διαβεβαιώσεις περί της ύπαρξης προέγκρισης δανείου μέχρι του ποσού των 200.000 ευρώ στο όνομά τους, όπως και τελικά έγινε. Με αυτόν τον τρόπο, οι ενάγουσες πείστηκαν για τη φερεγγυότητα των υποψήφιων αγοραστών και έτσι το έτος 2007 υπεγράφη το συμβόλαιο αγοραπωλησίας στο οποίο οι ενάγουσες εκπροσωπήθηκαν ως πωλήτριες από τον εξάδελφό τους, με αναγραφόμενο τίμημα ποσό 38.158,19 ευρώ, ίσο με την αντικειμενική αξία του ακινήτου, αν και το υποκρυπτόμενο και πραγματικό τίμημα είχε συμφωνηθεί στο ποσό των 200.000 ευρώ, αναφορικά με την καταβολή του οποίου είχε διαβεβαιώσει η ως άνω Τράπεζα, καθολική διάδοχος της οποίας είναι η εναγομένη, τις ενάγουσες και τον εξάδελφό τους ότι οι αγοραστές θα ελάμβαναν το δάνειο ποσού 200.000 ευρώ, ώστε ισοδυναμούσε με διαβεβαίωση της φερεγγυότητας και καλόπιστης συμβατικής συμπεριφοράς των αγοραστών.

Μάλιστα, το ως άνω συμβόλαιο μεταγράφηκε νομότυπα στο Κτηματολόγιο Ρόδου, ενώ συμφωνήθηκε ότι καταληκτική ημερομηνία για την καταβολή του τιμήματος θα ήταν δύο μήνες αργότερα από την υπογραφή του εντούτοις το ως άνω τίμημα, τόσο το αναγραφόμενο όσο και το πραγματικό, ουδέποτε καταβλήθηκε στις ίδιες. Περί τα τέλη Ιουλίου 2008 οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου διαπίστωσαν ότι το ακίνητο είχε μεταβιβαστεί περαιτέρω, και ότι είχε εγγράφει σε αυτό και προσημείωση υποθήκης για το ποσό των 278.000 ευρώ, της Τράπεζας Κύπρου, επ’ ονόματι των τελευταίων αγοραστών. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι διαπράχθηκε σε βάρος τους το αδίκημα της απάτης με υπαίτιους τους αρχικούς αγοραστές και τον μεσολαβητή αυτών αλλά με τη συμμετοχή- συνεργεία και των αρμοδίων για τη χορήγηση σε αυτούς του δανείου για την αγορά του επίδικου ακινήτου υπαλλήλους της Εμπορικής Τράπεζας, δηλαδή μέσω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς τους πρόκληση ζημίας σε αυτές, στηριζόμενη τόσο σε ενέργειες τους όσο και σε παραλείψεις τους. Εξάλλου, διατείνονται ότι χωρίς τη συμμετοχή των ως άνω υπαλλήλων δεν θα ήταν δυνατή η εξαπάτηση τους και ότι η υπαιτιότητα τους διαπιστώθηκε ήδη από τον πειθαρχικό έλεγχο που διενεργήθηκε σε βάρος τους από την ίδια την Τράπεζα, η οποία τους επέβαλε πειθαρχικές ποινές. Μάλιστα οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι η Εμπορική Τράπεζα, την οποία διαδέχθηκε η εναγόμενη, ευθύνεται με αντικειμενική ευθύνη για την αποζημίωσή τους ως προστήσασα τους υπαίτιους υπαλλήλους για τη ζημία, αποθετική και θετική, αλλά και για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν λόγω της μεγάλης ψυχικής ταλαιπωρίας από την εμπλοκή τους σε διαρκείς δικαστικούς αγώνες και τη στενοχώρια τους.

Στη δεύτερη αγωγή η ενάγουσα (ασκήθηκε μόνο από την μια ομογενή) ισχυρίζεται ότι ήταν κύρια ενός αγρού 8.560 τ.μ., στην κτηματική περιφέρεια Λαχανιάς. Ομοίως, τον Νοέμβριο του 2006 ενημερώθηκε τηλεφωνικά από τον συγγενή της ότι εκδήλωσε ενδιαφέρον για την αγορά του ένας συγχωριανός τους, ο οποίος ασχολούνταν με επιχειρήσεις επενδύσεων σε ακίνητα και ενεργούσε για λογαριασμό των δύο υποψήφιων αγοραστών.
Μάλιστα, ο μεσολαβητής παρέπεμψε τον εξάδελφο της ενάγουσας, να επικοινωνήσει με το αρμόδιο τμήμα του κεντρικού υποκαταστήματος της Εμπορικής Τράπεζας Ρόδου, ώστε να λάβει διαβεβαιώσεις περί της ύπαρξης προέγκρισης δανείου μέχρι του ποσού των 90.000 ευρώ στο όνομα των αγοραστών όπως κι έγινε με αποτέλεσμα να πειστεί η ενάγουσα για τη φερεγγυότητα των υποψήφιων αγοραστών και να επέλθει συμφωνία για την πώληση του αγρού.

Έτσι τον Δεκέμβριο του 2006 υπεγράφη το συμβόλαιο αγοραπωλησίας όπου η ενάγουσα εκπροσωπήθηκε ως πωλήτρια από τον εξάδελφό της, με αγοραστές τους ανωτέρω και αναγραφόμενο τίμημα ποσού 7.532,80 ευρώ, ίσο με την αντικειμενική αξία του ακινήτου, ενώ το υποκρυπτόμενο και πραγματικό τίμημα είχε συμφωνηθεί στο ποσό των 90.000 ευρώ, αναφορικά με την καταβολή του οποίου είχε διαβεβαιώσει η ως άνω Τράπεζα, καθολική διάδοχος της οποίας είναι η εναγόμενη, την ενάγουσα και τον εξάδελφό της ότι οι αγοραστές θα ελάμβαναν το δάνειο ποσού 90.000 ευρώ, ώστε αποτελούσε για την ενάγουσα αυτή η γνωστοποίηση του υπαλλήλου της εναγόμενης με διαβεβαίωση της φερεγγυότητας και καλόπιστης συμβατικής συμπεριφοράς τωv αγοραστών.

Μάλιστα, το ανωτέρω συμβόλαιο αν και νομότυπα μεταγράφηκε στο Κτηματολόγιο Ρόδου κι ενώ καταληκτική ημερομηνία για την καταβολή του τιμήματος είχε συμφωνηθεί να είναι ο Ιανουάριος του έτους 2007, εντούτοις το ως άνω τίμημα, τόσο το αναγραφόμενο όσο και το πραγματικό, ουδέποτε καταβλήθηκε στην ίδια, παρά τις συνεχείς υποσχέσεις του μεσολαβητή και ενώ είχε πειστεί ο εξάδερφός της να υπογράψει προγενέστερα πράξη ολοσχερούς εξόφλησης του τιμήματος, προκειμένου, όπως τον διαβεβαίωνε ο μεσολαβητής, να αρθούν οι όποιες δυσκολίες και να εκταμιευθεί από την τράπεζα το ποσό των 90.000 ευρώ. Περί τα τέλη Ιουλίου 2008 η ενάγουσα διαπίστωσε ότι μετά τη μεταγραφή στο κτηματολόγιο Ρόδου του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, είχε εγγραφεί επί του ακινήτου προσημείωση υποθήκης υπέρ της Εμπορικής Τράπεζας ποσού 300.000 ευρώ, ενώ στις 16-1-2007 είχε μεταγραφεί και η ως άνω πράξη εξόφλησης τιμήματος. Οι αγοραστές είχαν λάβει από την Εμπορική Τράπεζα το ως άνω ποσό των 90.000 ευρώ, ενώ η ίδια δεν είχε λάβει ακόμη κάποιο ποσό από την πώληση του ακινήτου της.
Η τράπεζα εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο κ. Γιώργο Μαυρομάτη».

*Πηγή:www.dimokratiki.gr