Ο Ολύμπιος Θεός του Αρτεμισίου και τα λησμονημένα δώρα της Ελλάδας στην Αυστραλία

Αν βρεθείτε στο κέντρο της Μελβούρνης, κάντε μια βόλτα από το Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης για να δείτε με τα μάτια σας ένα υπέροχο δείγμα γλυπτικής - δώρο της Ελλάδας στην Αυστραλία - και αφεθείτε στη γοητεία της ομορφιάς και δυναμικότητας που αποπνέει. Δεν θα το μετανιώσετε.

Τι κοινό άραγε μπορεί να συνδέει γεγονότα όπως το ναυάγιο μια ρωμαϊκής γαλέρας που μετέφερε (ή για να είμαστε πιο ακριβείς, άρπαζε) ελληνικά έργα τέχνης, η απόσυρση του ιστορικού για την ελληνική μετανάστευση πλοίου «Κυρήνεια», η κρίση του Σουέζ το 1956, οι πρώτοι Ολυμπιακοί αγώνες του νότιου ημισφαίριου στη Μελβούρνη το 1956, η εκατονταετηρίδα του Πανεπιστήμιου της Μελβούρνης επίσης το 1956, με την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης και το Αρχαιολογικό Μουσείο Αθήνας;

Ή ακόμη, ποιο είναι το κοινό σημείο που συνδέει πρόσωπα όπως οι Τρικεριώτες σφουγγαράδες με έναν αρχαίο Έλληνα γλύπτη, τον πρώτο Έλληνα Πρέσβη Δ. Λάμπρου στην Αυστραλία, τον διπλωματικό συνεργάτη του Α. Ξύδη, τους Αυστραλούς φιλέλληνες, λάτρεις της αρχαίας ελληνικής τέχνης, καθηγητές του Πανεπιστημίου Μελβούρνης J. Burke, A.D. Trendall, και τους συμβούλους του ΔΣ της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης της περιόδου 1956-1958;

Μα φυσικά η Τέχνη. Και πιο συγκεκριμένα ένα άγαλμα. Και βέβαια όχι ένα οποιοδήποτε άγαλμα αλλά ένα από τα ωραιότερα και σπανιότερα χάλκινα αγάλματα της κλασικής περιόδου, που το πρωτότυπο του βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών και τα αντίγραφα του έχουν σκορπίσει σε Κόσμους Νέους. Το γλυπτό απεικονίζει σε υπερφυσικό μέγεθος έναν Ολύμπιο Θεό που με το ανυψωμένο του χέρι για κάποιους κρατούσε κεραυνό οπότε και ταυτίζεται με τον Δία και για άλλους τρίαινα και ταυτίζεται με τον Ποσειδώνα. Είναι γνωστό ως Δίας ή Ποσειδώνας του Αρτεμισίου.

Ένα άγαλμα λοιπόν, ένα έξοχο δείγμα, αντιπροσωπευτικό του μεγαλείου της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής που κέρδισε τον παγκόσμιο θαυμασμό και αναγνώριση και πολλοί θέλησαν να αποκτήσουν. Πρώτοι οι Ρωμαίοι προσπάθησαν τον 1ο αι. μ.Χ. να μεταφέρουν το πρωτότυπο που ήδη μετρούσε 3 αιώνες ύπαρξης, στην Ιταλία, αλλά η αρπαγή θα κατέληγε σε ναυάγιο στο ακρωτήρι του Αρτεμισίου πριν προλάβει να διακοσμήσει τις επαύλεις τους. Οι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι ο βυθός της Μεσογείου, αποκαλούμενος εξάλλου και ως το «μεγαλύτερο μουσείο του κόσμου», το προστάτεψε από τη συνήθεια της εποχής να καταστρέφουν τα παλαιότερα έργα για να ξαναχρησιμοποιήσουν το μέταλλο τους. Εκεί, στα βάθη του ακρωτηρίου του Αρτεμισίου θα περίμενε υπομονετικά για να κάνει την επανεμφάνισή του πολλούς αιώνες αργότερα, το 1926, όταν θα πιανόταν τυχαία, πρώτα το αριστερό χέρι του αγάλματος μέσα στα δίχτυα ψαράδων της Σκιάθου και στη συνέχεια μετά από τις φιλότιμες προσπάθειες σφουγγαράδων από το Τρίκερι Μαγνησίας (ακριβώς, δεν είναι όλοι οι σφουγγαράδες από τα Δωδεκάνησα) που θα ανέσυραν το υπόλοιπο άγαλμα μετά από δύο χρόνια. Από τότε βρίσκεται σε περίοπτη θέση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών μαζί με ένα άλλο διάσημο χάλκινο άγαλμα που βρέθηκε κι αυτό στην ίδια περιοχή, τον «μικρό ιππέα του Αρτεμισίου».

Πολλά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1953, όταν πια η αρπαγή αρχαιολογικών ευρημάτων από την ελληνική επικράτεια «έπαψε να είναι της μόδας» (ή γινόταν με πιο υπόγειους τρόπους) η ελληνική κυβέρνηση ενέκρινε την αντιγραφή του αγάλματος του Αρτεμισίου και δώρισε το πρώτο αντίγραφό του στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών, στη Νέα Υόρκη, όπου και βρίσκεται μέχρι τις μέρες μας σε δημόσια θέα.
Το δεύτερο επίσημα εγκεκριμένο αντίγραφο (τουλάχιστον μέχρι το 1956) του αγέρωχου Ολύμπιου Θεού που βάλθηκε να κάνει τον γύρο του κόσμου, βρίσκεται κάπου πολύ κοντά σε εμάς, στο κέντρο της πόλης της Μελβούρνης,(σε σημείο δύσκολα ανιχνεύσιμο κατά την άποψή μου) στο αίθριο του κτιρίου Dame Elisabeth Murdoch στο Parkville campus του Πανεπιστημίου Μελβούρνης. Πολλοί, μάλλον οι περισσότεροι, δεν γνωρίζουν ότι το χάλκινο άγαλμα βρίσκεται εκεί χάρη σε δωρεά που έκανε η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης. Πώς όμως γεννήθηκε η ιδέα της δωρεάς του συγκεκριμένου αγάλματος και ποιοι συνέβαλαν για την πραγματοποίηση του;

Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα βρέθηκε σταδιακά μετά από τρία έτη έρευνας στο πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής για την οργάνωση της ελληνικής διασποράς στη Μελβούρνη με κέντρο αναφοράς την Ελληνική Κοινότητα, μέσα από τα Πρακτικά της, τη διπλωματική αλληλογραφία του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας και ακαδημαϊκών του Πανεπιστημίου Μελβούρνης. Καθοριστική επίσης ήταν και η συνεργασία μου με την μεταπτυχιακή φοιτήτρια Zora Sanders που ανέλαβε τα τελευταία χρόνια τη συντήρησή του.
Από τις έως τώρα διαθέσιμες γραπτές πηγές αποδεικνύεται ότι η ιδέα της δωρεάς είχε αρχίσει να καλλιεργείται από το 1953 μεταξύ σημαντικών Αυστραλών ακαδημαϊκών όπως του κοσμήτορα της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου, Joseph Burke – για τον οποίο έχει ειπωθεί ότι η ιστορία της τέχνης στη Μελβούρνη ξεκίνησε με τον διορισμό του στη θέση αυτή, το 1946 -, του A. D. Trendall, Ελληνιστή, Αρχαιολόγου και κοσμήτορα της Φιλολογικής Σχολής – που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της αρχαίας ελληνικής τέχνης και αυθεντία στα ερυθρόμορφα αγγεία της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας, που πίστευε ότι το συγκεκριμένο χάλκινο άγαλμα είναι το σημαντικότερο που είχε διασωθεί από την αρχαιότητα και του A.J.L. McDonnell Αυστραλού καλλιτεχνικού εμπειρογνώμονα και σύμβουλου της Εθνικής Πινακοθήκης Μελβούρνης.
Την ίδια αγάπη και πάθος για την Τέχνη είχαν όμως και οι Έλληνες συνομιλητές τους, ο Πρέσβης Δ. Λάμπρου – πρώην συνεργάτης του Ελ. Βενιζέλου – και ο διπλωμάτης Α. Ξύδης, ο οποίος θεωρείται ένα από τα πρόσωπα που επηρέασαν καθοριστικά την ιστορία της σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης, με τη δράση, τα τεχνοκριτικά του κείμενα αλλά και τη δωρεά της πλούσιας καλλιτεχνικής συλλογής του στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Ο Ξύδης υπήρξε στενός φίλος του Σεφέρη με τον οποίο συνυπηρέτησε στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου και ήταν εκδότης του περιοδικού Τετράδιο. Και οι δύο διπλωμάτες, Δ. Λάμπρου και Α. Ξύδης κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους στην Πρεσβεία της Καμπέρας, υποστήριξαν με την παρουσία και τον λόγο τους πολλές καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες στην Αυστραλία.

Ο καθηγητής J. Burke, με την ευκαιρία διεξαγωγής δύο σημαντικών γεγονότων που επρόκειτο να συμβούν το 1956 στη Μελβούρνη, της διεξαγωγής της 16ης Ολυμπιάδας και του εορτασμού της εκατοστής επετείου από την ίδρυση του Πανεπιστημίου Μελβούρνης ταυτόχρονα με τα εγκαίνια του νέου αθλητικού κέντρου Beaurepaire, εισηγήθηκε στον Έλληνα Πρέσβη Δ. Λάμπρου τη διακόσμησή του από ένα χάλκινο αντίγραφο του Δία του Αρτεμισίου. Ο Πρέσβης με τη σειρά του προώθησε την πρόταση της δωρεάς στην Ελληνική Κυβέρνηση «ως πράξη αναγνώρισης των ελληνοαυστραλιανών δεσμών που σφυρηλάτησε ο αγώνας του ΄40 -΄41, ως την ελληνική συμβολή στους πρώτους Oλυμπιακούς του νότιου ημισφαιρίου, μια χειρονομία που θα τόνωνε την υπερηφάνεια των Ελλήνων μεταναστών για την καταγωγή τους». Εξάλλου, τέτοιου είδους συμβολικές χειρονομίες φαίνεται ότι ήταν κοινός τόπος, π.χ. το 1954 το Πανεπιστήμιο Αθήνας είχε δωρίσει αντίγραφο χάλκινου αγάλματος του «Παιδιού του Μαραθώνα» ως σύμβολο φιλίας μεταξύ των δύο χωρών, με αφορμή τον εορτασμό των 100 ετών του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ. Είχε προηγηθεί επίσκεψη του J. Burke το 1952 στο μνημείο που μόλις είχε ανεγερθεί προς τιμή των Αυστραλών και Νεοζηλανδών στρατιωτών που σκοτώθηκαν στην ελληνική γη στο Πεδίο του Άρεως στην Αθήνα και του τότε πρόξενου Ελλάδας στη Μελβούρνη και συνδέσμου της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής παρά την Αυστραλιανή Ολυμπιακή Επιτροπή Eugene Gorman.

Όταν η Ελληνική Κυβέρνηση δήλωσε οικονομική αδυναμία να πραγματοποιήσει τη δωρεά, ο Λάμπρου – μετά από σύσταση του J. Burke – αφού πρώτα επικοινώνησε τηλεφωνικά με Έλληνες ομογενείς της πόλης και συγκεκριμένα με τον πρόεδρο της Κοινότητας Μελβούρνης Βασίλη Λογοθέτη και τους Διοικητικούς Συμβούλους με τη μεγαλύτερη επιρροή, Θησέα Μαρμαρά και Δημήτρη Ελεφάντη, εισηγήθηκε και εγγράφως στην Κοινότητα Μελβούρνης να κάνει την εν λόγω δωρεά, υπολογίζοντας το κόστος της περίπου στις 50.000 δραχμές (περίπου 1.000 λίρες). Το Δ.Σ. ενέκρινε τελικά την παραγγελία του αντίγραφου αν και διατυπώθηκαν αντιρρήσεις και ενδοιασμοί από κάποιους για την ανάληψη μιας τόσο μεγάλης δαπάνης, δυσανάλογης της κατάστασης του Κοινοτικού Ταμείου. Πράγματι, η ανάληψη μιας τέτοιας χειρονομίας σε μια περίοδο που η Κοινότητα βρισκόταν σε οικονομική δυσπραγία ενώ προσπαθούσε να εξυπηρετήσει τις εκκλησιαστικές, εκπαιδευτικές και άλλες ανάγκες των χιλιάδων Ελλήνων μεταναστών που άρχισαν να καταφτάνουν μετά το 1953, ήταν οικονομικά ριψοκίνδυνη. Εκείνη την εποχή μάλιστα, είχε ξεκινήσει έρανο για την ίδρυση δεύτερης εκκλησίας αφού υπήρχε μόνο η ορθόδοξη εκκλησία του Ευαγγελισμού. Η διάσταση των απόψεων του Διοικητικού Συμβουλίου εκφράστηκε με τον πιο ηχηρό τρόπο από τον Ταμία του (Κ. Ραυτόπουλος ή Ραββίνος) που αρνήθηκε να υπογράψει την επιταγή της προκαταβολής, 250 λιρών, και απείλησε να παραιτηθεί από τη θέση του που κατείχε από το 1949, με αιτιολογία ότι δεν ήθελε να παραβεί το Καταστατικό και γιατί πίστευε ότι η τελική δαπάνη θα διπλασιαστεί. Όπως φάνηκε στο τέλος, μάλλον είχε δίκιο γιατί το σύνολο των εξόδων που δαπάνησε η Κοινότητα έφτασαν στις 1.500 λίρες που αντιστοιχούν σε περίπου 50.000 σημερινά δολάρια Αυστραλίας.

Αυτή τη φορά το άγαλμα, ή έστω το αντίγραφό του, έπρεπε να ακολουθήσει την αντίστροφη διαδρομή από αυτή που είχε ξεκινήσει η ρωμαϊκή γαλέρα. Το εργαστήρι που κατασκευάστηκε ήταν στην Ιταλία (πιθανότατα στην Fonderia Artistica Ferdinando Marinelli στην περιοχή της Τοσκάνης) και έπρεπε να μεταφερθεί πρώτα στην Ελλάδα και από εκεί να συνεχίσει το ταξίδι του για τη Μελβούρνη. Φαίνεται όμως ότι ακόμη και το αντίγραφο έφερνε αντιστάσεις σε περιπλανήσεις και η πραγματοποίηση της δωρεάς δεν μπόρεσε να γίνει το 1956 όπως αρχικά είχε προγραμματιστεί.

Πρώτο εμπόδιο στάθηκε η κρίση του Σουέζ που εξερράγη το φθινόπωρο του 1956 λόγω της απαγόρευσης μεταφορών από την περιοχή. Όταν μετά από εξάμηνο και παραπάνω αποκαταστάθηκε η ατμοπλοϊκή επικοινωνία μεταξύ Ευρώπης και Αυστραλίας, η ευχέρεια μεταφοράς του με πλοίο υπό ελληνική σημαία – που ήταν και η πιο οικονομική λύση – ακυρώθηκε λόγω της εκποίησης του «Κυρήνεια» και παύσης εκτέλεσης του δρομολογίου προς την Αυστραλία. Τελικά η λύση βρέθηκε με τη μεταφορά του από ιταλική ατμοπλοϊκή εταιρεία αλλά το άγαλμα έφτασε στη Μελβούρνη με καθυστέρηση σχεδόν δύο ετών, τον Μάιο του 1958.
Το Πανεπιστήμιο διοργάνωσε την τελετή αποκαλυπτηρίων στις 10 Σεπτεμβρίου του 1958 με την παρουσία του Λόρδου-Δημάρχου Μελβούρνης, του Πρύτανη και του Αναπληρωτή Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου, αντιπροσώπων του Αυστραλιανού και του Ελληνόφωνου Τύπου Μελβούρνης, του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Κοινότητας και πολλών μελών της Ελληνικής παροικίας της πόλης. Αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ ο Έλληνας Πρέσβης ζητούσε από την Ελληνική Κυβέρνηση τη δημοσίευση της είδησης επειδή «η περί ης πρόκειται τελετή σημειοί ως εικός σημαντικόν και ευχάριστον σταθμόν εις τας φιλικάς μεταξύ Αυστραλίας και Ελλάδος σχέσεις αλλ΄επίσης και κυρίως διότι το να προβεί Ελληνική Κοινότητα του Εξωτερικού εις τοιαύτην προς ξένο Πανεπιστήμιο γενναιόφρονα δωρεάν αποτελεί χειρονομία ήτις τιμά αληθώς τον απόδημο Ελληνισμό και η οποία αξίζει να εξαρθεί καταλλήλως», στα Πρακτικά της Κοινότητας δεν υπάρχει καμία αναφορά. Ίσως να παρεξηγήθηκαν από το κακόγουστο, ακατάλληλο και προσβλητικό για την περίσταση σχόλιο που ακούστηκε από το κοινό με το στίχο του Βιργίλιου «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας»!


Ο νέος Πρέσβης Γ. Χριστουδούλου που είχε αντικαταστήσει τον Δ. Λάμπρου, συνέταξε την αφιέρωση που χαράχτηκε στο βάθρο του αγάλματος η οποία ήταν η εξής: ZEUS OF ARTEMISION, REPLICA OF A BRONZE STATUE, NOW IN THE ARCHAEOLOGICAL MUSEUM OF ATHENS, 5TH CENTURY B.C., OFFERED BY THE GREEK COMMUNITY OF MELBOURNE, IN COMMEMORATION OF THE 16TH OLYMPIC GAMES, HELD IN MELBOURNE, 1956. Στα αρχαία ελληνικά χαράκτηκε, πάλι μετά από πρόταση του Χριστοδούλου ο γνωστός στίχος του Ομήρου (Ιλιάδα, VI -208): «Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων». Δυστυχώς το βάθρο έχει χαθεί.
Αν βρεθείτε στο κέντρο της Μελβούρνης σας συνιστώ να κάνετε μια βόλτα από το Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης για να δείτε με τα μάτια σας αυτό το υπέροχο δείγμα γλυπτικής και να αφεθείτε στη γοητεία της ομορφιάς και δυναμικότητας που αποπνέει. Είμαι σίγουρη ότι δεν θα το μετανιώσετε.
*Η Τζουλιάνα – Γεωργία Χαρπαντίδου είναι Υποψήφια Διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο