Ελλάδα ή Αυστραλία, ιδού η απορία…

Εσείς που θα θέλατε να μείνετε αν μπορούσατε να επιλέξετε;


Το ερώτημα για το πού τελικά είναι καλύτερα να ζει κανείς, στην Ελλάδα ή στην Αυστραλία, προκαλεί αρκετά συχνά μεγάλη αναστάτωση και διεγείρει συζητήσεις μεταξύ των πρώτων Ελλήνων της Αυστραλίας που μετανάστευσαν στη «γη της επαγγελίας» στις αρχές του 1900 αλλά και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτό όμως που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι πως το ερώτημα αυτό φαίνεται να απασχολεί και τη νεότερη γενιά Ελληνοαυστραλών που είχαν την τύχη να πάρουν έστω και μια μικρή γεύση από τις δύο πατρίδες.

Πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν πως η ζωή ‘down under’ ήταν ανέκαθεν πιο «εύκολη».
Περισσότερες ευκαιρίες επαγγελματικής ανέλιξης, μια άρτια οργανωμένη κοινωνία και ένα αντικειμενικά πλούσιο κράτος είναι τα βασικά επιχειρήματα εκείνων που κλίνουν υπέρ της Αυστραλίας.
Από την άλλη, πολλοί βλέπουν την πατρίδα των προγόνων τους ως έναν επίγειο παράδεισο που θα ήθελαν να απολαύσουν έως τα βαθιά γεράματα.
Λουσμένη στο φυσικό φως και πλημμυρισμένη από μοναδικά τοπία και καταγάλανα κρυστάλλινα νερά, η πανέμορφη και οικονομικά προσιτή Ελλάδα, με ένα κοινωνικά συνεκτικό και φιλικό προς την οικογένεια περιβάλλον, εμπλουτισμένο με τους όρους της φιλοξενίας και του φιλότιμου, δίνει σε πολλούς ένα μοναδικό αίσθημα θαλπωρής και ασφάλειας, το οποίο δύσκολα συναντάται σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του πλανήτη.

Τέλος, δεν είναι λίγοι αυτοί που δηλώνουν αενάως διχασμένοι, αφού η καρδιά τους αποζητά την Ελλάδα την ίδια στιγμή που το μυαλό τους ψιθυρίζει Αυστραλία.
Ποια είναι όμως τα προτερήματα και τα μειονεκτήματα των δύο χωρών και πού θα επιλέγαμε να ζήσουμε αν είχαμε την δυνατότητα να επιλέξουμε;

«Έχουν περάσει τόσα χρόνια και όμως ακόμα δεν έχω αποφασίσει προς τα πού κλίνει η ζυγαριά», λέει στον «Νέο Κόσμο» ο βρετανικής καταγωγής ταξιδιωτικός συγγραφέας Paul Hellander, ο οποίος αφού ξόδεψε σαράντα χρόνια από τη ζωή του ταξιδεύοντας από τη μία χώρα στην άλλη, σίγουρα είναι σε θέση να έχει μια πιο εμπεριστατωμένη και ουδέτερη άποψη επί του θέματος.
«Ειλικρινά, δυσκολεύομαι να επιλέξω ανάμεσα σε μια ζωή κάτω από τον αυστραλιανό ήλιο και δύο δεκάρες στην τσέπη μακριά από το τόπο που γεννήθηκα, την Αγγλία, και στη ζωή στο πνευματικό μου σπίτι, στην Ελλάδα, που μου δίνεται η δυνατότητα να απολαύσω κάτω από τον ελληνικό ήλιο (και χιόνι). Μια ζωή που ενώ θα κυλά με περιορισμένους οικονομικούς πόρους πάραυτα θα είναι διανθισμένη με συναισθηματική θαλπωρή και ειλικρινή φιλία από ανθρώπους που δεν δίνουν και τόση σημασία στα υλικά αγαθά επειδή έχουν κάτι πολύ πιο πολύτιμο. Ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις», λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια.

Ο ταξιδιωτικός συγγραφέας στα τέλη του 1970 εγκατέλειψε την πατρίδα των προγόνων του, την Αγγλία, επειδή τη δεδομένη στιγμή δεν ήταν σε θέση να του προσφέρει – ως δραστήριο φοιτητή τότε – την έμπνευση και την γνώση που το ανήσυχο πνεύμα του αναζητούσε και έβρισκε έως τότε μέσα στις σελίδες και τα αποφθέγματα του Ομήρου και του Καζαντζάκη.
Ο Hellander, ένας πραγματικός φιλέλληνας, που μιλά άπταιστα ελληνικά σε ακαδημαϊκό επίπεδο, ξεκίνησε το ταξίδι της αναζήτησής του στην Ελλάδα, το οποίο μετέπειτα συνέχισε στην Αυστραλία.
Πριν την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η πατρίδα των μεγάλων ιστορικών και φιλοσόφων, ήταν μια φτωχή σε πόρους χώρα που απεγνωσμένα πάλευε να υιοθετήσει και να ακολουθήσει τη νέα δημοκρατική της ελευθερία.

«Κι όμως η Ελλάδα για μένα εκείνη την εποχή ήταν το φως. Ήταν συνάμα το παλιό αλλά και καινούριο, ήταν μια χώρα όχι μόνο κλιματολογικά αλλά και κοινωνικά θερμή, γεμάτη αγνώστους που όμως πάντα έδειχναν πρόθυμοι να κάνουν μια παύση στην καθημερινότητα τους και να συζητήσουν μαζί μου σαν να με ήξεραν από παλιά. Η Ελλάδα ήταν ένα μαγικό αμάλγαμα στο οποίο εθίστηκα. Η μικρή αυτή χώρα έγινε το νέο μου σπίτι παρά τη χαοτική πολλές δημοκρατία που επικρατούσε εκεί και δεν συμβάδιζε πάντα με τις βρετανικές μου ευαισθησίες».
Όταν πλέον άρχισε να επέρχεται ο κορεσμός και η κόπωση για τον Hellander, τότε άρχισε να λάμπει ο φάρος της Αυστραλίας.
«Δύο χρόνια στον ήλιο, καλή δουλειά στον τομέα της εκπαίδευσης, και ελεύθερος χρόνος να ταξιδέψω μέσα στην Αυστραλία και στον γύρω Ειρηνικό συνέβαλαν στην απόφασή μου να εγκαταλείψω την Ελλάδα και να μεταναστεύσω στην Αυστραλία όμως τα πράγματα άρχισαν και πάλι να αλλάζουν όταν η πνευματική μου πατρίδα, ευλογημένη από τους αρχαίους Έλληνες Θεούς του παρελθόντος έγινε και πάλι θελκτική μπαίνοντας σε μια νέα εποχή οικονομικής ευημερίας και ανάπτυξης».

Ο Hellander άρχισε και πάλι δειλά-δειλά να επισκέπτεται τον πρώτο του μεγάλο έρωτα.
«Ταξιδεύω στην Ελλάδα συχνά αλλά εξακολουθώ να αναρωτιέμαι.
«Πώς μπορεί κανείς να ανταλλάξει το ένα φως με ένα άλλο όταν το ένα είναι θαμπό πνευματικά (Αυστραλία) και το άλλο μαγικά απρόβλεπτο (Ελλάδα) λόγω της γραφειοκρατίας και της ανικανότητας που το διέπει;
«Η ετυμηγορία παραμένει ανοικτή και έχω πλέον αποφασίσει πως ίσως το πεπρωμένο μου απαιτεί να συνεχίσω να υπάρχω ανάμεσα σε δύο πατρίδες απολαμβάνοντας ό,τι καλύτερο έχουν να μου προσφέρουν, αγνοώντας ευγενικά όσα δεν μου ταιριάζουν», καταλήγει ο Hellander.

Ο βρετανικής καταγωγής ταξιδιωτικός συγγραφέας Paul Hellander

ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ

«Για μένα το ιδανικό θα ήταν έξι μήνες στην Αυστραλία και έξι στην Ελλάδα» Μαρία Α.
“Σίγουρα θα επέλεγα την Αυστραλία», Mandy T.
“Ο τρόπος ζωής στην Ελλάδα δεν συγκρίνεται με αυτόν της Αυστραλίας οπότε σίγουρα θα επέλεγα την Ελλάδα, ειδικά για όσους έχουν οικογένειες και μικρά παιδιά», Νίκος Π.
“Στην Ελλάδα υπάρχει ζωή, στην Αυστραλία ζούμε μόνο για να δουλεύουμε οπότε σίγουρα θα επέλεγα την πατρίδα των γονιών μου», Θεόφιλος Τ.
“Η καρδιά μου χτυπά και πονά και για τις δύο χώρες», Μαρία Κ.