Η καταχώρηση στην έκδοση του “Νέου Κόσμου” της περασμένης Πέμπτης του εξαιρετικά ενδιαφέροντος κειμένου τής κ. Τζουλιάνας-Γεωργίας Χαρπαντίδου, για το αντίγραφο του αγάλματος του Αρτεμισίου Δία, που βρίσκεται στη Μελβούρνη, σίγουρα θα προβλημάτισε πολλούς που το διάβασαν, για το πώς ένα περικαλέστατο αριστούργημα τής αρχαίας κλασικής μας εποχής, κατέληξε τώρα καταχωνιασμένο, παραμελημένο και περιφρονημένο στην πόλη μας.

Η κ. Χαρπαντίδου παρουσίασε μια αξιοπρόσεκτη σειρά ιστορικών πηγών που αναλύουν αρκετές φάσεις τής εξέλιξης και της φιλότεχνης παροικίας μας.
Το άγαλμα του Δία, που αλιεύτηκε στο Αρτεμίσιο, είναι από τα ελάχιστα αριστουργήματα τής αρχαίας ελληνικής τέχνης, που βρέθηκε ακέραιο, χωρίς να του λείπει κανένα μέρος του.
Παριστάνει τον Δία με ανοιχτά πόδια και με χέρια τεντωμένα στις δυο πλευρές του, στάση που προδίδει ότι προετοιμαζόταν να ρίξει κεραυνό.

Το πρωτότυπο βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών κι από αυτό η Ελληνική Κυβέρνηση έφτιαξε δυο αντίγραφα, στη δεκαετία του πενήντα. Το ένα έστειλε στη Νέα Υόρκη, όπου στήθηκε στην είσοδο του κτιρίου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, σε ένα όμως ταξίδι μου με τη σύζυγό μου στη Νέα Υόρκη, το είδαμε να στολίζει το προαύλιο, το φουαγιέ, του μεγαλοπρεπέστατου κέντρου Kennedy Centre for the performing Arts.

To άλλο αντίγραφο στάλθηκε ως δώρο από την Ελλάδα στη Μελβούρνη, με ευκαιρία τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1956.
Δεν θα υπεισέλθω στις ιστορικές λεπτομέρειες για το πώς λήφθηκαν κι εξελίχθηκαν οι αποφάσεις για αποστολή του στη Μελβούρνη, αφού -όπως ανάφερα και πιο πριν – η κ. Χαρπαντίδου τα περιγράφει όλα γλαφυρότατα.
Εγώ απλά θα προσθέσω ότι το άγαλμα έφθασε στη Μελβούρνη το 1958 και τα αποκαλυπτήριά του έγιναν στην είσοδο της τότε βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, στις 10 Σεπτεμβρίου 1958.
Η εκδήλωση των αποκαλυπτηρίων ήταν πραγματικά ιστορική. Είχα την τύχη να παρευρίσκομαι και να την παρακολουθήσω, μαζί με τους ελάχιστους
Έλληνες που ήμασταν εκεί. Ας μου επιτρέψει η κ. Χαρπαντίδου τη διόρθωση, για τους ..ελάχιστους. Το άγαλμα είχε στηθεί σε μια όμορφη βάση που τη στόλιζαν δυο επιγραφές στα ελληνικά και στα αγγλικά κι ήταν σκεπασμένο με μια μεγάλη ελληνική σημαία.

Απέναντι από το βάθρο είχαν μπει σε σειρές πολλοί ανώτεροι εκπαιδευτικοί του Πανεπιστημίου, που με τις πολύχρωμες τηβέννους τους και τα τρίγωνα χαρακτηριστικά καπελάκια τους με τις κρεμαστές φούντες, προσέδιδαν μια όμορφη νότα στην όλη ομήγυρη.
Ανάμεσά τους ξεχώριζαν ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου, J. Dean κι ο καθηγητής Καλών Τεχνών, Τ. Burke. Από ελληνικής πλευράς η εκπροσώπηση της Παροικίας δεν ξέφυγε από τα ίδια πρότυπα, που πάντα μας κάνουν να ξεχωρίζουμε σε τέτοιες περιπτώσεις. Ήμουνα ο ίδιος εκεί και κάλυψα δημοσιογραφικά την εκδήλωση.
Από το Διοικητικό Συμβούλιο της Κοινότητας δεν ήταν περισσότεροι από πέντε με έξι, δύο ιερείς, οι Σκανδάμης και Λούτας, ενώ τα περιβόητα παροικιακά μας μέσα ενημέρωσης εκπροσώπησαν, άθελά μας κι απρογραμμάτιστα, ο τότε ανταποκριτής των εφημερίδων μας στο Σίδνεϊ, Μαλαξός Αλεξάνδρου κι η αφεντιά μου.
Στις 3.30 έφθασε το αυτοκίνητο του Πρέσβη, Χριστοδούλου, στολισμένο επιδεικτικά με δύο ελληνικές σημαιούλες. Ύστερα από ομιλίες του Πρύτανη, του Δημάρχου Μελβούρνης και δύο-τριών άλλων ανέβηκε στο βήμα κι ο τότε Πρόεδρος της Κοινότητας, Δημήτρης Ελεφάντης.

Βαστούσε τα χειρόγραφα τής ομιλίας του και με τη χαρακτηριστική αμηχανία του, που σίγουρα θα θυμούνται όσοι τώρα επιζώντες τον γνώριζαν, άρχισε να διαβάζει κάνοντας μερικά άστοχα βηματάκια μπρος και πίσω, χωρίς όμως απαίτηση να καταλάβαιναν οι παρόντες τι έλεγε ή και σε ποια γλώσσα μιλούσε. Του Ελεφάντη τα αγγλικά ήταν περισσότερο από περιορισμένα. Όπως δε μου είχε εκμυστηρευτεί ο τότε Γραμματέας της Κοινότητας, ο μακαρίτης Στάθης Βλασόπουλος, του είχε εκείνος γράψει την ομιλία του και, για ξέχωρη ευκολία, το κείμενο είχε γραφτεί σε φωνητικά αγγλικά αλλά με ελληνικούς χαρακτήρες. Δράμα!
Τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος έκανε ο Πρέσβης.

Όσο όμως ξέχωρα ήταν τα αποκαλυπτήρια εκείνου του αγάλματος τόσο τραγικό ήταν και το τέλος του. Το άγαλμα, όπως ανέφερα πιο πριν, ήταν στο κέντρο του Πανεπιστημίου, μπρος από το κτίριο της Βιβλιοθήκης και στο σημείο όπου κατέληγαν κάποιοι διάδρομοι, που ξεκινούσαν από τους τριγύρω δρόμους, έτσι που, από όποιο σημείο, ολόγυρα του Πανεπιστημίου κι αν έμπαινε κάποιος, ήταν αδύνατο να μην προσέξει τον Δία, ολόγυμνο στο βάθρο του.
Το άγαλμα όμως ήταν χάλκινο κι ο χαλκός, απροφύλακτος στην ύπαιθρο, γρήγορα οξειδώνεται.

Η στάση του ολόγυμνου Δία, με εμφανέστατα και καμαρωτά τα πιο ενδιαφέροντα μέρη του σώματός του και με τα πόδια ανοικτά και τα χέρια τεντωμένα στο πλάι ήταν αδύνατο να απόφευγαν τον πειρασμό μερικοί φοιτητές να του γυαλίσουν τα θαμπά προκλητικά σημεία του κορμιού του, έτσι που, όποτε έλαμπε ο ήλιος κι οι αχτίνες του έπεφταν πάνω τους, ο φουκαράς ο Δίας μετατρέπονταν στον πιο λαμπρό αλλά και πιο περίεργο φάρο, προς όλες τις κατευθύνσεις.

Μόλις λίγους μήνες αργότερα, οι υπεύθυνοι του Πανεπιστημίου, προφανώς απηυδισμένοι από τα πολλά παράπονα των επισκεπτών του αλλά και των πεζών στους τριγύρω δρόμους, για το περίεργο θέαμα, το ξεκόλλησαν από το βάθρο του, το μετέφεραν στο εσωτερικό της βιβλιοθήκης και αργότερα αλλού, αλλά μακριά από δημόσια θέα, για να το ανακαλύψει τελικά η κ. Χαρπαντίδου.