Η αληθινή ιστορία που θα σας πω σήμερα έχει απ’ όλα και την βάπτισα «Εδώ πληρώνονται όλα». Πράγματι, όπως ξέρετε, όπως έχετε δει και όπως… φοβόσαστε …εδώ πληρώνονται όλα. Πριν, όμως, αρχίσω, θα ρίξω μια στάλα ποίηση, στην οποία έχω ιδιαίτερη αδυναμία.

Ο φίλος και συνάδελφος Δημήτρης Τρωαδίτης, μόλις επέτρεψε από την πατρίδα και έφερε μαζί του και την τελευταία του ποιητική συλλογή, από τις Εκδόσεις «Στοχαστής»/Σύγχρονοι Έλληνες Συγγραφείς, με τον πολύ επιτυχημένο τίτλο «Λοξές Ματιές». Μου χάρισε ένα αντίτυπο και τον ευχαριστώ για την τιμή, μια και αν δεν είμαι ο πρώτος, είμαι από τους πρώτους που έχουν στα χέρια τους τις «Λοξές Ματιές». Μου είπε πως… ίσως κάνει σύντομα την παρουσίαση της νέας ποιητικής συλλογής και θα σας παρότρυνα να πάτε. Θα σας το θυμίσω. Θα αντιγράψω το πρώτο του ποίημα για να πάρετε μια γεύση της τέχνης του. «Εδώ στις Νότιες Εσχατιές» ο τίτλος του:

Εδώ στις νότιες
εσχατιές
οι άνεμοι κρυφακούν
τις ανάσες μας
εδώ στις απέραντες
εκτάσεις
του λείου
το καλοκαίρι
παίζει κρυφτούλι
με τα σύννεφα
εδώ στις μονότονες
ιαχές του γκρίζου
η τρέλα μας
ανέρχεται
σε ανώτατο στάδιο.

Πάμε παρακάτω και ξεκινάμε το… εδώ πληρώνονται όλα. Ο Βασίλης, στην ηλικία σας περίπου, ζει και χαίρεται το νησί του εδώ και δεκαπέντε χρόνια, πριν και μόλις πήρε τη σύνταξή του. Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους: Ο Βασίλης, στα είκοσι επτά, παντρεύτηκε τη Μαρία, που την αγάπησε πολύ και που κι εκείνη τον λάτρεψε από την πρώτη στιγμή που τον είδε. Ήταν μπάνικος άνδρας ο Μπιλ. Ήταν νοικοκύρης ο Βασίλης. Το μαγαζάκι του που δούλευε ρολόι, το σπίτι του, μικρό και αρχοντικό, νοικοκύρης με τα… όλα του.

Δυστυχώς, όπως έλεγαν, ο Θεός δεν τους χάρισε ένα παιδάκι. «Θέλημά του. Με το Θεό θα τα βάλουμε, Μαρία μου; Έχει ο αδελφός μου στο νησί τρία παιδιά και θα του πω να στείλει τον μικρό, δεν έχει συμπληρώσει τα δύο του χρόνια. Ούτε ενάμιση δεν είναι. Έχουμε το ίδιο επώνυμο είναι και αυτό κάτι. Θα ρωτήσω τον δικηγόρο, είναι πελάτης και φίλος, για τη διαδικασία της υιοθεσίας και θα τον φέρουν το συντομότερο για ν’ ακούσεις και εσύ τη λέξη μαμά. Θα πάμε στο νησί να τον φέρουμε εμείς τον μικρό και να κανονίσουμε το χτίσιμο στο οικόπεδο που αγοράσαμε πρόπερσι. Το αδέλφι μου ξέρει από οικοδομές και χτισίματα. Θα τα χτίσει και κάτι θα του δώσω. Αν τα νοικιάσουμε, έξη διαμερίσματα που μπορούμε, όπως λέει, να χτίσουμε, τα δύο ενοίκια να του δώσουμε, θα περνάει ζωή και κότα».

Ο Θανάσης, ο αδελφός του Βασίλη, ήξερε και παραήξερε από οικοδομές. Χρήματα πολλά ο Βασίλης να στέλνει στο νησί και να στέλνει και πέντε-έξι διαφορετικά πληρεξούσια μαζί με ένα «Γενικό Πληρεξούσιο» που ζήτησε ο Θανάσης για «να γίνει σωστά η δουλειά μας».

Επτά χρόνια κράτησε το χτίσιμο και επτά χρόνια πλήρωνε ο Βασίλης τους μηχανικούς, χτίστες και Εφορία. Δύσκολες ώρες… ήρθαν να χτυπήσουν την πόρτα του σπιτικού του Βασίλη και της Μαρίας. Καρκίνος στο κεφάλι η Μαρία. Κάτι κληρονομικό έλεγαν, κάτι καλπάζουσα η περίπτωση,και το ψάχνεις και δεν βρίσκεις όνομα να δώσεις και δεν βρίσκεις άκρη να την μαζέψεις για να βρεις το τέλος. Η Μαρία πέθανε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα χαμογελώντας. Ο Θανάσης για ένα διάστημα μεγάλο είχε πεθάνει και το μόνο θετικό ήταν ότι μόλις αρρώστησε η Μαρία σταμάτησε το θέμα της υιοθεσίας. Μόνος από το μαγαζί στο σπίτι και από το σπίτι στο μαγαζί και το πήγαινε-έλα τον κούρασε. Ένα κακό όταν έρχεται, περίμενε και το άλλο, λέγανε οι παλιοί. Ο αδελφός του Βασίλη, ο Θανάσης, τον διαβεβαίωνε ότι όλα πήγαιναν ρολόι, όλα ήταν νοικιασμένα και τα χρήματα πήγαιναν στον λογαριασμό του Βασίλη και του Θανάση για λόγους Εφορίας. Ο Θανάσης όταν τέλειωνε την οποιαδήποτε δουλειά έκανε, περνούσε από την ταβέρνα. Με μισό κιλό κι ένα μεζέ ξεκουράζεσαι λίγο και πας στο σπίτι χαρούμενος.

Ένα βράδυ, βγαίνοντας από την ταβέρνα τον σκότωσε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο. Ο Βασίλης πήγε στην κηδεία και κόντευε να πάθει εγκεφαλικό όταν έμαθε ότι τα ακίνητα που είχε πληρώσει ήταν στο όνομα του αδελφού του και τα κληρονομούσε η… γυναίκα του Θανάση. Με ό,τι μάζεψε από την πώληση του μαγαζιού και του σπιτιού στην Αυστραλία, αγόρασε ένα ωραίο μικρό σπιτάκι μέσα σε ένα μεγάλο αγρόκτημα, στην άλλη μεριά του νησιού μακριά από τα κλεμμένα σπίτια και κοντά στην πρωτεύουσα του νησιού. Περπατούσε, κολυμπούσε, δούλευε στο κτήμα, έγραφε, διάβαζε και ζωγράφιζε. Στον ένα τοίχο του υπνοδωματίου του είχε, μεγάλη, τη φωτογραφία της γυναίκας του. Της μιλούσε, του μιλούσε και κάπου-κάπου της έβαζε δίσκους στο πικάπ και της…χάριζε κάποιο τραγουδάκι.