Κωνσταντίνος Κοντόσσης: Ο συμπάροικος που έγινε ήρωας ενός «ξεχασμένου πολέμου», παρά τη θέλησή του

Η γνωστή σε όλους μας έκφραση «Θα γίνει της Κορέας» μπήκε στο λεξιλόγιό μας τη δεκαετία του ’50 όταν άρχισαν να επιστρέφουν οι πρώτοι υπηρετήσαντες στο Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδας στην Κορέα. Μια φράση που ο Κωνσταντίνος Κοντόσσης έζησε βαθιά στο πετσί του.

Ο ίδιος ισχυρίζεται πως αυτή η περίοδος δεν αποτελεί παρά ένα μικρό επεισόδιο μιας ζωής γεμάτης χαρές αλλά και προκλήσεις, όμως το χωλ του σπιτιού του στο Burwood της Μελβούρνης μαρτυράει αλλιώς. Τα μετάλλια ανδρείας, τα τόσα αναμνηστικά από τον πόλεμο και οι εύφημοι μνείες αποδεικνύουν πως η θητεία του στον πόλεμο της Κορέας υπήρξε σταθμός στη ζωή του.

Καθώς μιλάμε, ο 90χρονος βετεράνος, με ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, τότε που ήταν 19 χρονών παλικαράκι, μόλις είχε τελειώσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ελλάδα προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια της από τη γερμανική κατοχή και τον Εμφύλιο που ακολούθησε.

Ο κ. Κοντόσσης αναπολεί τον τρόμο που ένιωσε όταν ένας Γερμανός στρατιώτης τον είχε σημαδέψει με το όπλο του. Νόμιζε πως αυτό ήταν ό,τι χειρότερο του είχε συμβεί, μέχρι τη στιγμή που έφτασε η ώρα να παρουσιαστεί στο στρατό το 1951. Στάλθηκε να υπηρετήσει στη Βέροια, υπό τις διαταγές του υψηλόβαθμου αξιωματικού και οικογενειακού φίλου, Ηλία Λιαράκου, τον οποίο γνώριζε από πριν μέσω του θείου του, ταξίαρχου Αναστάσιου Κοντόσση. Εκεί, ο νεοσύλλεκτος Κωνσταντίνος μαζί με άλλους 59 στρατιώτες ενημερώθηκαν ότι θα μεταβούν στο πεδίο μάχης της Κορέας για να πολεμήσουν ενάντια στους Κινέζους και τους Βορειοκορεάτες για την απελευθέρωση της Νότιας Κορέας. Τότε και οι 60, με μια φωνή είπαν: «Όχι!».

Μεγαλώνοντας στο φτωχικό σπίτι του στη Λάρισα, ο Κωνσταντίνος δεν ήξερε καν τη Θεσσαλονίκη, όχι την Κορέα – άσε που η προοπτική του να θυσιάσει τη ζωή του για την απελευθέρωση μιας ξένης χώρας φάνταζε τόσο μάταιη. Όμως ο κ. Λιαράκος επέμενε ότι ήταν καθήκον τους να ανταποκριθούν στο κάλεσμα της πατρίδας και να συμμετέχουν στην έκκληση των Ηνωμένων Εθνών για βοήθεια.

Έτσι, έδωσε στους άντρες του μια 48ωρη άδεια για να αποχαιρετήσουν τις οικογένειές τους. Ο πατέρας του Κωνσταντίνου δεν έχασε καιρό κι αμέσως πήρε το γιο του και πήγαν να επισκεφτούν το θείο του, τον ταξίαρχο στην Αθήνα. Εκεί, μεταξύ χωριάτικης σαλάτας και καλού κρασιού έμαθαν πως δεν γινόταν τίποτα για να ανατραπεί η απόφαση. Καθώς έφευγαν, ο θείος τον χτύπησε ενθαρρυντικά στην πλάτη και του είπε: «Κώστα, μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά. Αλλά θέλω να μου υποσχεθείς ένα πράγμα μόνο. Αν ποτέ βρεθείς σε κίνδυνο, θυμίσου πως είναι πολύ καλύτερα να πεθάνεις παρά να πιαστείς αιχμάλωτος».

Ο Κωνσταντίνος κράτησε αυτή τη συμβουλή καθώς είχε ακούσει πολλά για τα απάνθρωπα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλλαν τους αιχμαλώτους οι Κινέζοι, όπως το βγάλσιμο των νυχιών και άλλες βάρβαρες μεθόδους.

«Ήμουν αποφασισμένος πως θα πέθαινα αντί να πιαστώ αιχμάλωτος» λέει, προσθέτοντας πως υπάρχουν πράγματα πολύ χειρότερα από το θάνατο.
Όταν έφτασε στην Κορέα, υπηρέτησε για δυο μήνες στην πρώτη γραμμή, στη γνωστή ως Μεραρχία Θανάτου. Έμενε ξάγρυπνος όλη νύχτα, με τους πυραύλους να πέφτουν παντού γύρω του. Θραύσματα από έναν πύραυλο τον τραυμάτισαν στο μάτι και χρειάστηκε να μεταφερθεί εσπευσμένα στο κινητό στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου Aμερικανοί στρατιώτες του παρείχαν τις πρώτες βοήθειες. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Σεούλ και από κει στην Ιαπωνία μαζί με άλλους τραυματίες – πολλοί από τους οποίους ήταν αλυσοδεμένοι καθώς υπέφεραν από ψυχολογικά προβλήματα. Μάλιστα, ένας από αυτούς επιχείρησε να πηδήξει έξω από το αεροπλάνο εν μέσω της πτήσης.

Το νοσοκομείο του Τόκιο ήταν το ιδανικό μέρος για την αναπτέρωση του ηθικού των τραυματιών καθώς ήταν γεμάτο επισκέπτες και τα προγράμματα διασκέδασης σκόρπιζαν το γέλιο σε όσους βρίσκονταν εκεί.

«Δεν καταλάβαινα λέξη από όσα έλεγαν αλλά μας διασκέδαζαν οι μιμήσεις τους», λέει ο κ. Κοντόσσης.

«Κατά την τελευταία βδομάδα παραμονής μου εκεί ένας άνδρας ήρθε και με πήρε με ένα τρίκυκλο για να πάμε στη Γιοκοχάμα όπου αγόρασα ένα σωρό πράγματα που τα έστειλα στην Ελλάδα». Αυτά, αργότερα θα έπιαναν πολύ καλή τιμή, μάλιστα θα ενίσχυαν κατά πολύ και την προίκα της αδελφής του.

Μετά από τη σύντομη περίοδο ανάρρωσής του θα τον έστελναν σε ένα αμερικανικό στρατόπεδο με άλλους δύο Έλληνες που ήταν μαζί του στο νοσοκομείο.
«Οι Αμερικανοί στρατιώτες ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένοι και συνεχώς μας έβαζαν να κάνουμε ασκήσεις, αλλά δεν τους καταλαβαίναμε» λέει ο κ. Κοντόσσης. «Συνεχώς μας έλεγαν “δεξί, αριστερό, δεξί, αριστερό”. Κι εμείς δεν θέλαμε να κάνουμε τις ασκήσεις».

Και μπορεί ο κ. Κοντόσσης να μην ήθελε να πολεμήσει στην Κορέα αλλά σε αυτή τη φάση η ιδέα του να κάνει ασκήσεις με τους Αμερικανούς στρατιώτες αντί να πολεμάει δίπλα στους συμπατριώτες του, δεν του άρεσε καθόλου.

«Πήγα, λοιπόν, στον Ταγματάρχη και του είπα: «κ. Ταγματάρχα, η χώρα μας μας έστειλε εδώ για να πολεμήσουμε στην Κορέα και όχι για να κάνουμε ασκήσεις με τους Αμερικάνους στην Ιαπωνία. Στείλτε μας πίσω, τώρα». Το ίδιο βράδυ και οι τρεις Έλληνες επιβιβάστηκαν σε ένα φέρι μποτ για την Ινδονησία, από όπου ταξίδεψαν κάτω από άκρα μυστικότητα για την Κορέα. Ο πόλεμος μαινόταν στα ορεινά πλέον, και ο κ. Κοντόσσης έβλεπε τους Κινέζους να έρχονται κατά πάνω τους σαν τα μυρμήγκια.

Με την σύζυγό του στο σπίτι τους

«Έτρεχαν σαν τρελοί επειδή είχαν προσβληθεί. Εμείς συνεχίζαμε να τους σκοτώνουμε και αυτοί έτρεχαν πάνω από τα πτώματα κι έρχονταν κατά πάνω μας, λες και πήγαιναν σε πάρτι και όχι σε πόλεμο» θυμάται ο κ. Κοντόσσης.

Η Μεραρχία του συνέχιζε να προχωρά λόγω της έντονης δυσοσμίας των πτωμάτων.

«Τον χειμώνα φορούσαμε λευκά ρούχα για να μην ξεχωρίζουμε στο χιόνι. Διασχίζαμε την επαρχία περνώντας από κρεμαστές γέφυρες που σε έκαναν να αισθάνεσαι ότι βαδίζεις στον αέρα» αναπολεί ο κ. Κοντόσσης.

«Τον περισσότερο καιρό ήμαστε πεινασμένοι και διψασμένοι. Κάποτε πέρασε ένα αεροπλάνο και μας έριξε ένα πακέτο γεμάτο με ντόνατς, αλλά ο λοχαγός μας το κλώτσησε μακριά γιατί αν τρώγαμε τα γλυκά θα διψούσαμε περισσότερο και θα πεθαίναμε. Βρέχαμε τα χείλη μας λιγάκι με υγρές ρίζες και συνεχίζαμε την πορεία μας».

Η πείνα και η δίψα συχνά έφερναν τριβές μεταξύ των στρατιωτών. Όσο για τη συντροφικότητα, ο κ. Κοντόσσης λέει πως όντας όλοι επικεντρωμένοι στο πώς θα παραμείνουν ζωντανοί δεν είχαν καιρό για φιλίες κατά το πρότυπο των αμερικανικών πολεμικών ταινιών.

Κατάφερε να επιβιώσει με το να παραμένει όσο μπορούσε πιο πολύ αποστασιοποιημένος από τα όσα συνέβαιναν γύρω του. Παρ’ όλα αυτά, καθώς διηγείται την ιστορία του, είναι στιγμές που κομπιάζει από συγκίνηση. Θυμάται το Χρήστο και το Γιάννη, συντρόφους του από την Εύβοια.

«Μας μοίραζαν σε ομάδες και τα δυο παιδιά χωρίστηκαν. Ρώτησα το Γιάννη αν ήθελε να αλλάξουμε θέση για να είναι μαζί με το Χρήστο. Δέχτηκε αμέσως» λέει ο κ. Κοντόσσης.

Σε κάποια στιγμή η μεραρχία με τους δύο Ευβοιώτες χτυπήθηκε κι έστειλαν τον κ. Κοντόσση μαζί με άλλους στρατιώτες να περισυλλέξουν τα πτώματα. Ανάμεσά τους διέκρινε το Γιάννη να κείτεται νεκρός στη γυμνή, καμμένη γη, με έναν πύραυλο να έχει κόψει το πρόσωπό του στα δύο. «Ο Θεός να με συγχωρέσει», μονολόγησε. «Ήρθε αντί για μένα. Παρακάτω βρισκόταν ο Χρήστος».

Θυμάται ακόμα τη φορά που σκόνταψε πάνω σε έναν Κινέζο τραυματία που κρυβόταν ανάμεσα στα χορτάρια.

«Αμέσως σήκωσε τα χέρια του ψηλά για να παραδοθεί. Τον γυρίσαμε και του πήραμε το όπλο, το μαχαίρι και τη χειροβομβίδα του. Είχε επίσης κι ένα μικρό σακουλάκι με βρασμένο ρύζι έτοιμο για να το φάει κι ένα άλλο σακουλάκι με χασίς» θυμάται ο κ. Κοντόσσης.

«Καθάρισα την πληγή του και του έδεσα το πόδι. Αφού έφαγε το φαγητό του, τον πήραμε και με δυσκολία ανεβήκαμε το βουνό για να τον φέρουμε στο στρατόπεδο μόνο και μόνο για να μας πουν να τον σκοτώσουμε».

«Ναι, θυμάμαι τον Σκατσά να ρωτάει, – Τι τον φέρατε εδώ; – Και τι να τον κάναμε; – Να τον σκοτώνατε. Δεν μπορούσαμε να το κάνουμε και τελικά έβαλε κάποιον άλλον να τον σκοτώσει. Στο πόλεμο ή σκοτώνεις ή σκοτώνεσαι» λέει ο κ. Κοντόσσης.

Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1953, αλλά δεν αισθανόταν καθόλου ήρωας. Εκ των υστέρων νοιώθει ευτυχής που πήγε στην Κορέα, παρ’ ότι αρχικά δεν ήθελε να πάει.
«Τα κράτη πρέπει να βοηθούν το ένα το άλλο έτσι ώστε να αποκαθίσταται η δικαιοσύνη και οι λαοί να είναι ελεύθεροι» λέει.

Είναι ευτυχής με το πώς εξελίχθηκε η Κορέα και κάθε φορά που συναντά Κορεάτες, τους συστήνεται και συζητά μαζί τους για τη χώρα τους.

Όμως για τον περισσότερο κόσμο είναι γνωστός ως «Ο ξεχασμένος πόλεμος», ή τουλάχιστον τα αποσπάσματα των ελληνικών δυνάμεων που αγωνίστηκαν εκεί αποτελούν δυστυχώς μια αόριστη ανάμνηση. Για χάρη της υστεροφημίας, ο κ. Κοντόσσης έχει γράψει ένα χειρόγραφο 160 σελίδων που παραμένει αδημοσίευτο στο συρτάρι του… μια κληρονομιά για τους απογόνους του μαζί με τα μετάλλια.

Ως βετεράνος, παρελαύνει κάθε χρόνο την ημέρα των ANZAC, αλλά αισθάνεται ότι φέτος θα είναι η τελευταία φορά.
«Είμαι 90 χρόνων και κάθε χρόνο γίνεται όλο και δυσκολότερο για μένα να παρελάσω» λέει.

Φέτος, θα του απονεμηθεί τίτλος αναγνώρισης για τα 50 χρόνια συμμετοχής του στο RSL. Παρά τις τιμητικές διακρίσεις που έχει λάβει τόσο από την ελληνική όσο και από την αυστραλιανή κυβέρνηση, εύχεται να είχε αποκτήσει τη Χρυσή Κάρτα όπως όλοι οι Αυστραλοί βετεράνοι που πολέμησαν στην Κορέα.

«Δεν μου τη δίνουν, παρ’ ότι πολέμησα δίπλα στους Αυστραλούς στρατιώτες ενάντια στον ίδιο εχθρό, επειδή ήμουν Έλληνας πολίτης και δεν δικαιούμαι κανένα προνόμιο από την Αυστραλία, την Ελλάδα, ούτε καν την Κορέα».

Μόνη παρακαταθήκη, ο τίτλος του ήρωα, τον οποίο ο ίδιος αποποιείται.
«Όχι», λέει, «Δεν είμαι ήρωας».