Ο θάνατος του Μπομπ Χοκ, ενός μεταρρυθμιστή και χαρισματικού πολιτικού, ο οποίος υπηρέτησε ως πρωθυπουργός της Αυστραλίας από το 1983 μέχρι το 1991, επισκίασε την προτελευταία ημέρα της προεκλογικής περιόδου.
Καθώς οι Αυστραλοί ετοιμάζονται να προσέλθουν στις κάλπες για να εκλέξουν την κυβέρνηση της επόμενης τριετίας η σκέψη άλλων στρέφεται στο θάνατο του Χόουκ, που έφυγε σε ηλικία 89 ετών και ο οποίος, τόσο ως συνδικαλιστής όσο και ως πρωθυπουργός σημάδεψε ανεξίτηλα την ιστορία της χώρας.
Για τους Αυστραλούς, ο Μπομπ Χόουκ ήταν από τους μεγαλύτερους, αν όχι ο μεγαλύτερος, μεταπολεμικός ηγέτης της Αυστραλίας.

Για τους Έλληνες ήταν όλα αυτά και κάτι παραπάνω: Ένας ειλικρινής φίλος τους και το απέδειξε από την εποχή της δικτατορίας (ως πρόεδρος του ACTU) έως την πρωθυπουργία του.
Μια από τις πιο αγαπημένες του φράσεις όταν βρισκόταν ανάμεσα σε Έλληνες-και βρισκόταν- πολύ συχνά ήταν: «Αχ, πόσο αγαπώ τους Έλληνες».
Ο Χόουκ ήταν και θερμός φιλέλληνας. Από την εποχή που ήταν πρόεδρος της Αυστραλιανής Συνομοσπονδίας Εργατικών Συνδικάτων (ACTU) έως το τέλος της πρωθυπουργίας του, αλλά και μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο Μπομπ Χόουκ στην Ελλάδα, με τον φίλο του Ανδρέα Παπανδρέου. Ήταν και οι δυο τους πρωθυπουργοί τότε

Ήταν φίλος με τον Ανδρέα Παπανδρέου (τον συνόδεψε στην πρωθυπουργική κατοικία στην Καμπέρα (επί χούντας) όταν πρωθυπουργός ήταν ο Γκοφ Ουίτλαμ.
Μαζί τους ήταν ο ιδιοκτήτης του «Νέου Κόσμου», Δημήτρης Γκόγκος και ο τότε ανταποκριτής του «Νέου Κόσμου» στο Σίδνεϊ, Τάκης Καλδής (και μετέπειτα πολιτειακός Εργατικός γερουσιαστής στη Νέα Νότια Ουαλία.Ο Μπομπ Χόουκ επισκέφθηκε πολλές φορές την Ελλάδα και επί πρωθυπουργίας Παπανδρέου την επισκέφθηκε επίσημα ως πρωθυπουργός της Αυστραλίας.
Είχε, επίσης, πολύ καλές σχέσεις με την υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη.
Μάλιστα, με προτροπή της Μελίνας Μερκούρη μεσολάβησε να έρθει στην Αυστραλία η Έκθεση «Θησαυροί της Μακεδονίας» την οποία ήρθε και εγκαινίασε στη Μελβούρνη ο τότε πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Χρήστος Σαρτζετάκης.

Ο πρώην πρωθυπουργός Μπομπ Χόουκ, με τον πρώην εκδότη του «Νέου Κόσμου» Δημήτρη Γκόγκο (πατέρα του σημερινού ιδιοκτήτη της εφημερίδας, Χριστόφορου Γκόγκου)

Ήταν, επίσης, πολύ καλός φίλος του «Νέου Κόσμου» και, ιδιαίτερα, με τον (τότε) διευθυντή και ιδιοκτήτη της εφημερίδας, Δημήτρη Γκόγκο.
Σε όλη την Αυστραλία είχε πολλούς Έλληνες φίλους και είχε αναπτύξει στενές σχέσεις με τις Ελληνικές Κοινότητες Μελβούρνης και Σίδνεϊ.
Ένας από τους πιο καλούς του φίλους ήταν ο αείμνηστος Σάββας Παπασάββας (πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, της Ελλάς Μελβούρνης και του Εθνικού Ποδοσφαιρικού Πρωταθλήματος).
Είχε όμως καλές σχέσεις και με τους ομογενείς της εκλογικής του περιφέρειας αφού εκλεγόταν στην έδρα Wills (Brunswick, Coburg κ.ά.) όπου ζούσαν και ζουν χιλιάδες Έλληνες και δεν παρέλειπε κάθε χρόνο να πηγαίνει στο Ελληνικό Πανηγύρι της Υπαπαντής στο Coburg.
(Περισσότερα για τις σχέσεις του με τους Έλληνες στη σελίδα 2).
ΟΛΟΙ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΝ
Όλοι οι πολιτικοί της χώρας, ακόμα και οι αντίπαλοί του, αναγνώρισαν ότι ο Μπομπ Χόουκ έκανε την Αυστραλία πιο ανταγωνιστική, πιο ανοιχτή και πιο δημοκρατική και ανεξάρτητη.
Ο πρωθυπουργός, Σκοτ Μόρισον, είπε ότι ο Μπομπ Χόουκ έκανε την Αυστραλία πιο ισχυρή, αναφέρθηκε στα σημαντικά του επιτεύγματα, ακόμα και ότι άλλαξε τον εθνικό ύμνο της χώρας και κατήργησε τον Βρετανικό ύμνο για την βασίλισσα και εξέφρασε τα θερμά του συλλυπητήρια προς την οικογένειά του και το Εργατικό Κόμμα.
Ο Πολ Κίτιγκ, ο υπουργός Οικονομικών επί κυβερνήσεων Χόουκ (και ο άνθρωπος που τον διαδέχθηκε στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος και την πρωθυπουργία), συντετριμμένος δήλωσε ότι ήταν ένας από τους κορυφαίους Αυστραλούς όλων των εποχών.
«Ο αυστραλιανός λαός αγαπούσε τον Μπομπ Χοκ, επειδή ήξερε ότι ο Μπομπ τον αγαπούσε, αυτό ήταν αλήθεια, μέχρι το τέλος» ανέφερε σε δήλωσή του, ο επικεφαλής του κόμματος, Μπιλ Σόρτεν, λίγο πριν από τις αυστραλιανές ομοσπονδιακές βουλευτικές εκλογές της 18ης Μαΐου που αναμένεται να τον αναδείξουν επόμενο πρωθυπουργό της χώρας.
«Ήταν φίλος μου και ήρωάς μου» πρόσθεσε ο Μπιλ Σόρτεν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ άλλοι μπορεί να πασχίζουν να απαλλαγούν από τη φήμη της θορυβώδους συμπεριφοράς, ο Χοκ έλεγε ότι η φήμη αυτή τον είχε βοηθήσει να αποκτήσει την εύνοια των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης.
Ο Χοκ είχε κερδίσει τη φήμη του ως «αλάνι» εν μέρει επειδή, όταν φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, είχε κάνει παγκόσμιο ρεκόρ πίνοντας μια «γιάρδα», δηλαδή 1,4 λίτρο, μπύρα σε 11 δευτερόλεπτα.
Παράλληλα, όμως, υπήρξε και βραβευμένος φοιτητής της Οξφόρδης.

Ο Ρόμπερτ Τζέιμς Λι Χοκ, πρώην συνδικαλιστής (διετέλεσε πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατικών Συνδικάτων-ACTU), εξελέγη για πρώτη φορά στο κοινοβούλιο το 1980 (εκλεγόταν στην έδρα Wills),ανατρέποντας τον τότε αρχηγό του κόμματος Μπιλ Χέϋντεν και ανέλαβε επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος της Αυστραλίας λιγότερο από έναν μήνα πριν από τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές του 1983.
Οι ψηφοφόροι γρήγορα αγκάλιασαν τον Χοκ και το Εργατικό Κόμμα κέρδισε μια απροσδόκητη σαρωτική νίκη επί της συντηρητικής κυβέρνησης με επικεφαλής τον Μάλκολμ Φρέιζερ, ο οποίος ήταν στην εξουσία για σχεδόν μια δεκαετία. Έτσι ο Χοκ έγινε ο 23ος πρωθυπουργός της Αυστραλίας.
«Θεωρώ ότι ο Μπομπ Χοκ ήταν ο καλύτερος Εργατικός πρωθυπουργός που είχε ποτέ αυτή η χώρα» δήλωσε ο πρώην ηγέτης των συντηρητικών Τζον Χάουαρντ, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Φρέιζερ.
Έχοντας κληρονομήσει μια οικονομία που βρισκόταν σε ύφεση και υπέφερε από διψήφια ποσοστά ανεργίας και πληθωρισμού, ο Μπομπ Χοκ με Θησαυροφύλακα τον Πολ Κίτιγκ, αγκάλιασε την οικονομική απορρύθμιση παρά τις σχέσεις του με τα μεγαλύτερα εργατικά συνδικάτα της Αυστραλίας.
Κέρδισε την υποστήριξη της Αριστεράς για να καταστήσει το αυστραλιανό δολάριο νόμισμα κυμαινόμενης ισοτιμίας, ήρε τους ελέγχους στο ξένο συνάλλαγμα και τα επιτόκια και μείωσε τους δασμούς στις εισαγωγές μέσα σε διάστημα μηνών από την ανάληψη των πρωθυπουργικών καθηκόντων του.
Οι μεταρρυθμίσεις προκάλεσαν ένα κύμα οικονομικής ανάπτυξης, επιτρέποντας στον Χοκ να εισαγάγει την καθολική υγειονομική περίθαλψη, να ενισχύσει την κοινωνική ασφάλιση των φτωχών οικογενειών και να θεσπίσει αυστηρότερη περιβαλλοντική νομοθεσία.
Η Αυστραλία έβαλε, επίσης, το στίγμα της στη διεθνή σκηνή με τον Μπομπ Χοκ, ο οποίος άλλαξε τις διπλωματικές προτεραιότητες απομακρυνόμενος από την Βρετανία και προωθώντας στενότερες σχέσεις με τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ιαπωνία και τη νοτιοανατολική Ασία.
Ηγήθηκε, επίσης, των διεθνών προσπαθειών για την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στη Νότια Αφρική για το απαρτχάιντ.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ο Μπομπ Χοκ βρισκόταν ψηλά στις δημοσκοπήσεις και το 1987 επανεξελέγη. Κέρδισε για τέταρτη φορά τις εκλογές το 1990 και έγινε ο πρωθυπουργός με τη μεγαλύτερη θητεία στην Αυστραλία, όμως, η δημοτικότητά του άρχισε να εξασθενεί εν μέσω ύφεσης.
Ο Πολ Κίτινγκ, Θησαυροφύλακας του Χοκ και αρχιτέκτονας της οικονομικής πολιτικής του Εργατικού Κόμματος, τον πίεσε να παραμερίσει, καθώς η θέση του εξασθενούσε. Όταν φάνηκε πως δεν θα αποσυρθεί οικειοθελώς, ο Κίτινγκ διεκδίκησε το 1991 την ηγεσία του κόμματος. Ο Χοκ κέρδισε την αναμέτρηση, όμως λίγους μήνες αργότερα έχασε από τον Κίτινγκ σε ένα κομματικό «πραξικόπημα».
Τρεις μήνες αργότερα αποχώρησε από την πολιτική.
Αφού εγκατέλειψε την πολιτική και το δημόσιο βίο, ο Μπομπ Χοκ (ο οποίος είχε και την φήμη του γυναικά) πήρε διαζύγιο από τη σύζυγό του, την Χέιζελ Μάστερσον, με την οποία ήταν παντρεμένος επί σχεδόν 40 χρόνια, και παντρεύτηκε τη βιογράφο του, την Μπλανς ντ’ Αλπιζέ, η οποία ήταν στο πλευρό του όταν πέθανε. Μετά την αποχώρησή του από την πολιτική εμφανιζόταν ως σχολιαστής σε μέσα ενημέρωσης και εκφωνούσε δημόσιες ομιλίες. Και, φυσικά, ήταν πάντα στο πλευρό του Εργατικού Κόμματος.