Κάθε φορά που μπαίνω σε αεροδρόμιο, άσχετα με το αν πρόκειται να επιβιβαστώ σε κάποια πτήση, ταξιδεύω. Με το που σηκώνω τα μάτια μου προς τον φωτεινό πίνακα ανακοινώσεων πτήσεων, η φαντασία και η σκέψη μου απογειώνονται, από τη μια, πλάθοντας εικόνες πόλεων που ποτέ δεν επισκέφθηκα και, από την άλλη, τρέχοντας σε αναμνήσεις που αποθήκευσα από αυτές που κατάφερα να δω από κοντά.

Τώρα αν σας πω ότι κάπως έτσι ένοιωσα όταν μπήκα στο γκαράζ του Δημήτρη Αποστολόπουλου, ενός συμπαροίκου που ζει σε κάποια γειτονιά της Μελβούρνης, σίγουρα ποσώς σας νοιάζει, αλλά είναι η αλήθεια.

Με το που μπει κανείς σ’ αυτό το γκαράζ, δεν νοείται όπως εξάλλου ισχύει και όταν μπεις σε αεροδρόμιο να μην σηκώσεις τα μάτια σου πάνω από το οπτικό πεδίο που καθορίζει το ύψος σου. Σε αναγκάζει η παράξενη «επένδυση» του ταβανιού, η ανεξήγητη θάλασσα από χρώματα και σχήματα που αρπάζει αστραπιαία την περιφερειακή σου όραση, να το κάνεις. Σε κλάσματα δευτερολέπτων διαπιστώνεις ότι αυτή η επένδυση δεν είναι τίποτε άλλο από καπέλα, εκατοντάδες καπέλα. Τότε το μάτι σου εγκαταλείπει βιαστικά την σχηματική διερεύνηση του αντικειμένου για να εστιάσει στις λεπτομέρειες τους. Εκεί είναι που αρχίζει και το ταξίδι. Σε κάθε γωνιά του κόσμου. Από τη Νότια Κορέα έως τηn Τουρκία, από το Ιράκ έως τη Νότια Αφρική από τις ελληνικές παραλίες έως τη γαλλική Ριβιέρα. Από τα γήπεδα του κρίκετ έως τις πίστες της Φόρμουλα 1. Από το μεταπολεμικό καπελάδικο του Αξιωτόπουλου στην Κορώνη έως το Αναμορφωτήριο κοντά στο κέντρο της Μελβούρνης και το γήπεδο γκολφ του Ντόναλντ Τραμπ στη Σκωτία.

Ο Δημήτρης με την τραγιάσκα του πατέρα του

Πολλά ταξίδια, πολλές ιστορίες κρέμονται στο γκαράζ του Δημήτρη. Όλα όμως ξεκίνησαν από ένα καπέλο, τραγιάσκα για την ακρίβεια, και την αγάπη του για τα ταξίδια, την εμμονή του στην συλλογή αναμνήσεων και το χάρισμα της παρατηρητικότητας.

«Άρχισα να συλλέγω από μικρό παιδί στην Ελλάδα γιατί μου άρεσαν τα ταξίδια. Όχι καπέλα, γραμματόσημα. Με ταξίδευαν τα γραμματόσημα. Μετέφεραν τη σκέψη μου σε άγνωστους τόπους» λέει ο Δημήτρης όταν τον ρωτώ αν πάσχει από το μικρόβιο του «μαζώχτρα».

Η αλήθεια είναι πάσχει καθώς σπεύδει να μου εξηγήσει ότι ερχόμενος από την Ελλάδα στην Αυστραλία ναι μεν εγκατέλειψε τη συλλογή γραμματοσήμων αλλά άρχισε να συλλέγει νομίσματα.

Θα έλεγε κανείς ότι, εντάξει γραμματόσημα και νομίσματα, συλλέγουν πολλοί. Καπέλα όμως; Από πού και ως που; Και γιατί;

Η εξήγηση φέρνει δάκρυα στα μάτια του αποκαλύπτοντας παράλληλα έναν άνθρωπο με φοβερή ευαισθησία…

«Αυτό είναι το καπέλο του πατέρα μου» λέει δείχνοντας μου μία τραγιάσκα με φθαρμένες ραφές και ανεξίτηλα τα σημάδια του χρόνου και του ιδρώτα πάνω στο τριμμένο από την πολυκαιρία ύφασμά της.

«Πρέπει να αγοράστηκε το 1947. Κοίτα εδώ» λέει δείχνοντάς μου την ετικέτα στο εσωτερικό του καπέλου, «Αξιωτόπουλος και Μήχος. Κανένας από αυτούς δεν ζει πια. Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1899 και πέθανε το 1966. Ήταν εργατικός, καλός άνθρωπος. Όταν πήγα ταξίδι στην Ελλάδα το 1984 είχα μαζέψει καμιά δεκαριά καπέλα, που μου έδιναν διάφορες εταιρίες με τις οποίες δούλευα ως μεταφορέας αρχείων. Βρήκα λοιπόν το καπέλο του πατέρα μου» εξηγεί και φέρνει το καπέλο στη μύτη του ενώ παράλληλα κλείνει τα μάτια του εξουδετερώνοντας την άμεση εικόνα για να πλάσει στο νου του αυτή που θέλει αυτός και παίρνει μία βαθιά αναπνοή.

Εισπνέει το άρωμα του καπέλου λες και εισπνέει το οξυγόνο όλης της γης εκείνη τη στιγμή. Δακρύζει. «Όταν με πιάνει η νοσταλγία είναι η παρέα μου. Είναι το πιο σημαντικό μου καπέλο. Μυρίζω τον ιδρώτα του» λέει και αλλάζει την κουβέντα για να μου πει για το καπέλο του Ολυμπιακού πίσω από το οποίο δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη ιστορία κάτι που σίγουρα αποκλιμακώνει την συναισθηματική του φόρτιση.

Η επένδυση που έχει δημιουργήσει ο Δημήτρης στο ταβάνι του γκαράζ του

Η ξενάγηση συνεχίζεται με ένα καπέλο της Ελληνικής Αστυνομίας που, όπως λέει, του το δώρισε κάποιος Θεσσαλός εκπαιδευτής από την Καρδίτσα, όταν τον συνάντησε τυχαία στη θάλασσα και αφού έπιασαν κουβέντα ο Δημήτρης του είπε πολλά και μέσα σε αυτά ήταν και για τη συλλογή του.

«Μου το έστειλε μετά από λίγο καιρό» στο χωριό στην Ελλάδα που πάμε και μένουμε με τη γυναίκα μου» μου εξηγεί.

Τα καπέλα του είναι ταξιδιάρικα από όποια οπτική γωνία και αν το δει κανείς.

«Τα περισσότερα τα έχω αποκτήσει από φίλους και γνωστούς που ταξιδεύουν. Είναι πολυταξιδεμένα τα καπέλα μου. Το καθένα έχει διανύσει τη δική του απόσταση» λέει επιβεβαιώνοντας τον «αεροδρομικό μου συνειρμό» για το ταπεινό του γκαράζ.

Τα γκαράζ των συμπαροίκων κρατούν μία ιδιαίτερη θέση στην μεταναστευτική τους εμπειρία. Μέσα σε ένα γκαράζ γεννήθηκαν πολλές ομογενειακές επιχειρήσεις. Εκεί αποθηκεύσαμε υπάρχοντα από την Ελλάδα, μπαούλα με αναμνήσεις και ελπίδες.

Αλλά γκαράζ που έχει μετατραπεί σε εκθεσιακό χώρο για καπέλα ομολογώ ότι πρώτη φορά είδα και άξιζε τον κόπο!