Ο «Νέος Κόσμος» είναι μια επιτυχής εφημερίδα που πήρε αρκετές δεκαετίες να εδραιωθεί και οφείλει αυτή την εδραίωση στην αφοσίωση, ενεργητικότητα και προνοητικότητα του μακροχρόνιου διευθυντή της, Δημήτρη (Τάκη) Γκόγκου. Ο Τάκης Γκόγκος είχε το ζήλο να πρωταγωνιστήσει σε έκδοση εφημερίδας και ανέλαβε από την αρχή τη διεύθυνσή της.

Μέχρι το 1956 απαγορεύονταν οι νέες εκδόσεις εφημερίδων σε γλώσσες εκτός της Αγγλικής, εκτός αν οι ενδιαφερόμενοι εξασφάλιζαν την απαιτούμενη άδεια. Η άδεια, όμως, δινόταν ύστερα από εξονυχιστική έρευνα της Αστυνομίας και του ASIO και για τον Γκόγκο και τους αριστερούς φίλους του, που η κυβέρνηση τούς αρνείτο την υπηκοότητα, η άδεια θα ήταν εντελώς αδύνατη. Η απαγόρευση υπήρχε διότι οι Αυστραλιανές κυβερνήσεις μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου δυσπιστούσαν προς τις ιδέες των μεταναστών που μπορεί να ήταν ανατρεπτικές και γι’ αυτό απαιτούσαν από τις ήδη υπάρχουσες ξενόγλωσσες εφημερίδες να δημοσιεύουν τα κύρια άρθρα τους και στην Αγγλική. Το 1956, όμως, η απαγορευτική αυτή νομοθεσία καταργήθηκε και αμέσως ο Γκόγκος και οι αριστεροί φίλοι του ζήτησαν και έλαβαν την άδεια έκδοσης του «Νέου Κόσμου».

Μέχρι το Φεβρουάριο του 1957 που εκδόθηκε ο «Νέος Κόσμος» ο Τάκης έγραφε πότε-πότε στην εφημερίδα «Αυστραλοέλλην» που εξέδιδε από το 1944 ο Γεώργιος Τόλης, αλλά, αντίθετα από τον θρυλικό διευθυντή του «Πανελλήνιου Κήρηκα», Αλέξανδρο Γρίβα, ο Τάκης ποτέ δεν έγραφε αρκετά και συστηματικά. Η έκδοση του «Νέου Κόσμου» συντέλεσε στο σταμάτημα της κυκλοφορίας του «Αυστραλοέλληνα».

Ο Τάκης τις λεπτομέρειες της γραφής τις άφηνε στον Νώντα Πεζάρο και τους άλλους συνεργάτες του. Αυτός ασχολούνταν ως διευθυντής, κυρίως με τα οικονομικά, τη διακίνηση, τις διαφημίσεις και δημόσιες σχέσεις, με την αντιπροσώπευση και την προώθηση της εφημερίδας.

Ο Τάκης αντιπροσώπευε την εφημερίδα στα «Γκρέσιαν Μπολ» της Κοινότητας και το 1958 μαζί με τους διευθυντές των κυριότερων άλλων παροικιακών εφημερίδων, εκτός από τον Ιωάννη Παναγιωτόπουλο του ακροδεξιού «Φωτός» της Μελβούρνης που ήταν εναντίον, αντιπροσώπευσε την εφημερίδα στο ιστορικό «Πρώτο Παγκοινοτικό Συνέδριο» του Σίδνεϊ, τον Ιούνιο του 1958.

Προσωπικά γνώρισα τον Τάκη Γκόγκο το 1967 (είχα έρθει στην Αυστραλία το 1965). Είμασταν μαζί στην Επιτροπή της ΕΑΔΕ (Επιτροπή για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα) και μαζί, επίσης, με τον Στάθη Βλασόπουλο, τον διευθυντή της κεντρώας τότε εφημερίδας «Τα Νέα», τον Βίκτωρα Νόλη, που ήταν ο πρώτος Πρόεδρος της Επιτροπής, τον Πλούταρχο Δεληγιάννη, που ήταν επίσης ο Γραμματέας της, τον ποιητή Νίκο Νινολάκη, τον Διονύση Συκιώτη που δίδασκε στο RΜΙΤ και άλλους. Ο Γκόγκος και ο Βλασόπουλος, ως διευθυντές των δυο δημοκρατικών παροικιακών εφημερίδων της Μελβούρνης, ήταν αντιπρόεδροι της Επιτροπής. Συχνά χρειαζόταν να κάνουμε πορείες και διαδηλώσεις μπροστά από το «Χουντοπροξενείο».

Μια μέρα επισκεφτήκαμε ο Γκόγκος, ο Συκιώτης και εγώ, εκ μέρους της ΕΑΔΕ τον «χουντοπρόξενο» για να διαμαρτυρηθούμε για τις διώξεις των Ελλήνων πολιτικών κρατούμενων και των φοιτητών.

΄Ημουν τότε φοιτητής και εργαζόμενος παρτ τάιμ και ο Γκόγκος μου έδωσε, για ορισμένο διάστημα, μερικές ώρες εργασίας στην εφημερίδα. Η εφημερίδα αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες για να καλύψει τα έξοδά της. Κυρίως μετέφραζα το πρόγραμμα των τηλεοπτικών σταθμών στα Ελληνικά, αλλά έγραφα, επίσης, και κανένα δημοσιογραφικό κομμάτι από τα νέα των αγγλικών εφημερίδων. Στον «Νέο Κόσμο» τότε δημοσίευε πότε-πότε ποιήματα και ο Νίκος Νινολάκης. Ο αείμνηστος Χρήστος Μουρίκης ήταν υπεύθυνος της σχετικής σελίδας και μια μέρα ο Νινολάκης, θυμωμένος, του είπε γιατί περιέκοψε δυο στροφές από ένα ποίημά του. «Συγγνώμη Νίκο», του είπε ο Μουρίκης, «αναγκαστήκαμε να το κάνουμε λόγω πληθώρας ύλης». «Και τι το πέρασες το ποίημα, αγγούρι να κόβεις λίγο από εδώ και λίγο από εκεί; ΄Η το βάζεις ολόκληρο ή δεν το βάζεις καθόλου» του λέει ο Νινολάκης.

Ο Γκόγκος αντεπεξήλθε στωικά τη φωτιά που το 1967 (αν θυμάμαι καλά) αποτέφρωσε μέρος των γραφείων του «Νέου Κόσμου».

Τον Αύγουστο του 1968 οι αριστερές δυνάμεις της παροικίας διαιρέθηκαν λόγω της εισβολής των σοβιετικών στρατευμάτων στην Τσεχοσλοβακία, όπως διαιρέθηκαν και τα Κομμουνιστικά Κόμματα Ελλάδας και Αυστραλίας σε εκείνους που υποστήριζαν την εισβολή και σε εκείνους που εκφράστηκαν εναντίον της.. Αυτό ήταν μια δοκιμασία για τον «Νέο Κόσμο» και τους φίλους του που υποστήριξε εκείνους που εναντιώθηκαν στην εισβολή, αλλά γρήγορα η κρίση για την εφημερίδα ξεπεράστηκε και μάλλον αύξησε τους αναγνώστες της από το χώρο της κεντροαριστεράς. Αργότερα, το 1968, η εφημερίδα συμμετείχε στη διάσκεψη που έγινε στη Μελβούρνη για την καθιέρωση της Ελληνικής ως εξεταστέου μαθήματος για το τότε HSC και όπου αποφασίστηκε η διεξαγωγή εράνου για την ίδρυση Έδρας Νέων Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης.

Η εφημερίδα συνέχιζε πάντοτε το ρόλο της για την προώθηση των δικαιωμάτων των μεταναστών εργατών και τις συνδικαλιστικές τους διεκδικήσεις αλλά και την υποστήριξη του αγώνα των Κοινοτήτων κατά των αυθαιρεσιών της τότε ααρχιεπισκοπικής ηγεσίας. Η εφημερίδα έδινε στους αναγνώστες της το δικαίωμα να εκφράζουν τις απόψεις τους από τις στήλες αλληλογραφίας, αλλά η πολιτική της αντικατοπτριζότανν στην αρθρογραφία της που τότε ήταν μαχητική.

Το 1970 γίνονταν οι προσπάθειες της Κοινότητας για γεφύρωση των διαφορών της με την Αρχιεπισκοπή και την επίτευξη κάποιας συμβιβαστικής λύση στο Εκκλησιαστικό ζήτημα. Εγώ και ο αείμνηστος Πλούταρχος Δεληγιάννης υποστηρίζαμε αυτή την κίνηση που διεξαγόταν με έντονες διαπραγματεύσεις από τον αείμνηστο πρόεδρο Δημήτρη Ελεφάντη. Πιστεύαμε ότι η Κοινότητα ξόδευε μεγάλο μέρος των δυνάμεών της και των οικονομικών της για τα εκκλησιστικά εις βάρος άλλων ζωτικών τομέων του έργου της. Ο «Νέος Κόσμος» ήταν εναντίον αυτής της προσέγγισης και θυμάμαι ότι ο Τάκης προσπάθησε να με πείσει ότι θα πρέπει να ψηφίσουμε εναντίον αυτής της πρότασης. Η πρόταση συζητήθηκε σε έκτακτη Γενική Συνέλευση της Κοινότητας τον Δεκέμβριο του 1970 και εγκρίθηκε με μεγάλη πλειοψηφία. Στη συνέχεια η γραμμή του «Νέου Κόσμου» έγινε υποστηρικτική προς τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε, όσον αφορούσε την Κοινότητα, χωρίς, όμως, πολύ σωστά, να σταματήσει την επικριτική του στάση για ζητήματα που τα θεωρούσε αυθαιρεσίες της Αρχιεπισκοπής, όπως τη φιλική στάση και συνεργασία του τότε Αρχιεπισκόπου Ιεζεκιήλ με το δικτατορικό καθεστώς της Αθήνας.

Την περίοδο αυτή, μετά το 1970, σημειώθηκε μια επέκταση του «Νέου Κόσμου» σε ευρύτερα παροικιακά στρώματα. Ο Γκόγκος ήταν αρκετά ευφυής ως διευθυντής της εφημερίδας να διαγνώσει σωστά τις καταστάσεις που σημιουργούνταν. Το κλείσιμο της εφημερίδας «Τα Νέα» του Στάθη Βλασσόπουλου ώθησε την εφημερίδα στο χώρο της Κεντροαριστεράς και κέρδισε τους αναγνώστες της. Λίγα αργότερα αντιμετώπισαν προβλήματα και οι εφημερίδες της Δεξιάς «Πυρσός» και «Φως» και οδηγήθηκαν σε κλείσιμο και η εφημερίδα μετακινήθηκε προς το Κέντρο και πήρε πολλούς από τους αναγνώστες τους. Ο «Πυρσός» μετονομάστηκε σε «Ελλάδα» και κατόπιν αγοράστηκε από τον Δημήτρη Παπαγεωργίου και μετονομάστηκε σε «Νέα Ελλάδα» και η οποία τελικά αγοράστηκε από τον «Νέο Κόσμο». Εξάλλου, δεν υπήρχε τότε στη Μελβούρνη άλλη δεξιά εφημερίδα εκτός από τη «Νέα Πατρίδα» του Σκάλκου, η οποία ιδεολογικά κινούνταν ανάλογα με τον άνεμο που φυσούσε κάθε φορά και που για τον «Νέο Κόσμο» ήταν μια εφημερίδα του Σίδνεϊ.

Άλλα γεγονότα που συνετέλεσαν στο να αγκαλιάσει η ελληνική παροικία τον «Νέο Κόσμο» ήταν το πνεύμα ελευθερίας και ευφορίας που δημιουργήθηκε με την εκλογή της κυβέρνησης Ουίτλαμ και η ένθερμη υποστήριξη από την εφημερίδα, των επισκέψεων του Μίκη Θεοδωράκη το 1972 και του Ανδρέα Παπανδρέου τον Απρίλη του 1974. Πολλοί παλιοί αναγνώστες θυμούνται τη φωτογραφία της επίσκεψης του Ανδρέα Παπανδρέου στην πρωθυπουργική κατοικία στην Καμπέρα με τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Γκοφ Ουίτλαμ, τον Μπομπ Χοκ και μαζί τον Τάκη Γκόγκο και τον τότε δημοσιογράφο της εφημερίδας Τάκη Καλδή, από το Σίδνεϊ.
Το 1974 είχα τελειώσει το πτυχίο μου στο La Trobe και ο Τάκης Γκόγκος μου πρότεινε να πάω στην εφημερίδα με πλήρη απασχόληση. Είχα αρχίσει, όμως, να έργάζομαι ήδη ως εκπαιδευτικός σε ένα κρατικό τεχνικό γυμνάσιο και του είπα ότι προτιμώ να παραμείνω στο χώρο της εκπαίδευσης. Στη δεκαετία του 1980 ο «Νέος Κόσμος» άρχισε να μετακινείται περισσότερο πιο δεξιά, προσέλκυσε τους συντηρητικούς αναγνώστες και απέτρεψε την εδραίωση κάποιας δεξιάς εφημερίδας, μολονότι έγιναν μερικές προσπάθειες. Μερικοί παλιοί αναγνώστες δυσφορούσαν για τα ανοίγματα του «Νέου Κόσμου», ιδιαίτερα όταν έβλεπαν τις προεκλογικές διαφημίσεις των υποψηφίων των συντηρητικών κομμάτων αλλά η διεύθυνση απαντούσε ότι η εφημερίδα έχει ανάγκη τις διαφημίσεις για να εδραιωθεί. Οι συμπάροικοι οπαδοί των συντηρητικών κομμάτων, όμως, δεν έβλεπαν τα ανοίγματα αυτά ως απλές διαφημίσεις αλλά ως έκφραση και των δικών τους απόψεων και επίσης πληροφόρηση για τα προϊόντα που θα ήθελαν να δουν και να αγοράσουν. Ο «Νέος Κόσμος» είχε γίνει και δική τους εφημερίδα και είχε καταστεί παροικιακός θεσμός.

Ο Τάκης Γκόγκος αγρυπνούσε για την πορεία της εφημερίδας. Γύρω στο 1992, αργά ένα βράδυ χτυπά το τηλέφωνο του σπιτιού μου. Ήταν ο Τάκης, μου είπε ήθελε να με δει επειγόντως και αν μπορούσε να έρθει στο σπίτι μου σε μισή ώρα περίπου. «Βεβαίως» του είπα. Λίγο αργότερα έφτασε ο Τάκης με τον δικηγόρο του και μου είπε ότι ήθελε να υπογράψω ένα κείμενο που έλεγε ότι είναι διευθυντής του «Νέου Κόσμου», έχει το δικαίωμα του τίτλου και ότι η έκδοση του «Ελληνικού Κόσμου» του Σκάλκου παραβίαζε τον δικό του τίτλο. Ήθελε να γράψω τη σημασία του τίτλου «Κόσμος». Του είπα αυτό μπορώ να το κάνω αμέσως, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό θα γίνει δεκτό από το δικαστήριο γιατί άλλο «Νέος» και άλλο «Ελληνικός» Κόσμος. Του είπα ,ότι κατά τη γνώμη μου, η μη αποδοχή του αιτήματός του από το δικαστήριο, δεν θα έκανε διαφορά γιατί οι αναγνώστες γνωρίζουν ποιος είναι ο «Νέος Κόσμος» και ποια είναι η νέα εφημερίδα. Πράγματι, η αγωγή του Γκόγκου δεν έγινε δεκτή αλλά και η έκδοση του «Ελληνικού Κόσμου» δεν έκανε καμιά διαφορά. Στο τέλος ο «Ελληνικός Κόσμος» αναγκάστηκε να κλείσει.

Η Ελληνική παροικία έχει συντηρητικοποιηθεί πολύ από το 1970 μέχρι σήμερα. Η ίδια η παροικία οδήγησε στη συντηρητικοποίηση του «Νέου Κόσμου» και ο «Νέος Κόσμος» την αντικατοπτρίζει. Μερικοί φίλοι, όπως ο Γιώργος Ζάγκαλης και άλλοι, λένε ότι ο «Νέος Κόσμος» ήταν ένα θαυμάσιο δημιούργημα της Ελληνοαυστραλιανής Αριστεράς. Αυτό είναι σωστό, αλλά αν είχε παραμείνει η εφημερίδα του 1957, του 1967 ή του 1970 θα είχε εξαφανιστεί στην πορεία, όπως εξαφανίστηκαν άλλες προοδευτικές εφημερίδες, όπως η «Κυριακή» του Λάμπη Πασχαλίδη, τα «Νέα» του Στάθη Βλασόπουλου, ή οι «Νέοι Δρόμοι», για να αναφέρουμε μόνο μερικές. Το επίτευγμα του Τάκη Γκόγκου ήταν ότι ανέλαβε τη μικρή εφημερίδα του 1957 και την έκανε έναν παροικιακό θεσμό.

*Ο Δρ Χρήστος Ν. Φίφης είναι επίτιμος ερευνητής της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου La Trobe.