Εξαίρετο το «Περί παροικιακής λογοτεχνίας» άρθρο του Κωνσταντίνου Καλυμνιού («ΝΚ», 13/6/2019), εγείρει πολλούς προβληματισμούς και θα ήλπιζα να συμβάλει σε έναν παροικιακό διάλογο πέρα από τα υπάρχοντα στεγανά μεταξύ των παροικιακών γενεών.

Η ευκαιρία συμμετοχής και διαλόγου μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης γενιάς και μεταξύ μελών διαφορετικών εθνοτήτων, στο πρόσφατο Φεστιβάλ Ελλήνων Συγγραφέων, έστω και αν ήταν μερική και λιγότερο αποτελεσματική από ό,τι θα ήταν επιθυμητό, ήταν χρήσιμη. Η τέχνη και η λογοτεχνία επιδιώκει την επικοινωνία. Γιατί, διαφορετικά, τι νόημα έχει η γραφή αν αποκλείεται ο διάλογος και η επικοινωνία;

Εγέρθηκε το ερώτημα αν υπάρχει ένα σύνολο ελληνοαυστραλιανής λογοτεχνίας και, αν ναι, τι μορφή παίρνει και ποια είναι η χρήση του. Υπάρχει ή δεν υπάρχει Ελληνοαυστραλιανή λογοτεχνία; Ο όρος λογοτεχνία στα Ελληνικά αναφέρεται στην τέχνη του Λόγου, στην τέχνη χρήσης των λέξεων αλλά μόνο του αυτό δεν είναι λογοτεχνία. Και μια ομιλία και ένα άρθρο εφημερίδας μεταχειρίζεται λέξεις και τέχνη του Λόγου αλλά δεν θα το λέγαμε λογοτεχνία. Μια ομιλία ή ένα άρθρο ή ένα άρθρο κριτικής αξιολόγησης θα πρέπει να πείθουν από μόνα τους και αυτός είναι ο σκοπός τους. Η γλώσσα που μεταχειρίζονται τα κείμενα αυτά θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από αντικειμενικότητα και οι λέξεις στο κείμενο έχουν μια μόνο συγκεκριμένη σημασία. Αντίθετα, στο είδος που αντιλαμβανόμαστε ως λογοτεχνία, η εκφορά του λόγου, η συναισθηματική ατμόσφαιρα και τα νοήματα είναι υποκειμενικά στοιχεία. Οι λέξεις στη λογοτεχνία μπορεί να έχουν διφορούμενη σημασία ή κάποτε και περισσότερες σημασίες, η γλώσσα μπορεί να είναι μεταφορική, συγκινητική, εκφράζει συναισθήματα και εμπειρίες.

Υπάρχουν μελετητές και συγγραφείς που διατείνονται ότι η λογοτεχνία καθορίζεται μόνο με τη γλώσσα, κάτι που είναι γραμμένο στα Ελληνικά αποτελεί Ελληνική λογοτεχνία, κάτι που είναι στα Αγγλικά είναι Αγγλική λογοτεχνία. Είναι μια άποψη αντικειμενική και καθαρή. Η λογοτεχνία σημαίνει διαφορετικότητα προσωπικού ύφους, στις καλύτερες περιπτώσεις μοναδικότητα και μπορεί να είναι πολλά πράγματα συγχρόνως. Για κάποιον που ασπάζεται την άποψη της κατάταξής της με γλωσσικά κριτήρια είναι σωστή αλλά αυτό δεν αποκλείει και άλλα διαφορετικά κριτήρια.

Μια άλλη άποψη μπορεί να θέσει διαφορετικά ερωτήματα: τι είναι η Ελληνική λογοτεχνία και τι η Αγγλική; Σε τι διαφέρει η Αγγλική λογοτεχνία από την Αμερικανική, την Καναδική, την Αυστραλιανή, τη Νοτιοαφρικανική ή των μαύρων της Αμερικής; Είναι όλες ίδιες ή δεν υπάρχουν αυτές;

Ο μελετητής Dr Con Castan, στην εισαγωγή του στην ανθολογία «Reflections», (ed. T. Spilias and S. Messinis, Elikia Books, 1988), έχει μιλήσει για ελληνοαυστραλιανή συνείδηση σε εργασίες ελληνοαυστραλών λογοτεχνών. Υπάρχει ένα σύνολο κειμένων που εκφράζουν αυτή την ελληνοαυστραλιανή συνείδηση, είτε τα κείμενα είναι γραμμένα στα Ελληνικά είτε στα Αγγλικά. Αυτή η Ελληνοαυστραλιανή συνείδηση εκφράζεται από λογοτεχνικά κείμενα γραμμένα από συγγραφείς που έχουν ζήσει την ελληνοαυστραλιανή ζωή, είτε γράφονται στα Ελληνικά, από άτομα κυρίως της πρώτης γενιάς, είτε στα Αγγλικά από άτομα ελληνικής καταγωγής που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αυστραλία. Σχετικά με την άποψη αυτή, ο Castan, αναφέρεται σε ένα άρθρο του Ross King, του 1976, στο περιοδικό «Meanjin», ένα σημαντικό περιοδικό στην Αυστραλιανή λογοτεχνική σκηνή. Στο άρθρο εκείνο ο King, επιχειρηματολογούσε:

«Το ελληνικό ‘μοντέλο τριών γενεών’ -από τη σκληρή εργασία στη μικρή επιχείρηση και από εκεί στις μεγάλες επιχειρήσεις ή στα επιστημονικά επαγγέλματα – σημαίνει ότι θα έχουμε κάποια λογοτεχνία… τα εγγόνια θα έχουν κάποια ευκαιρία να σταθούν και να αναλογιστούν και κάποιοι θα γράψουν. Αλλά θα είναι κυρίως μια λογοτεχνία για το απομακρυσμένο. (Η αυτοεξέταση έρχεται αργά στα ζητήματα των πολιτιστικών εμπειριών.) Ο θείος Βλάσης ή ο Παππούς θα φαίνονται, στην απόσταση του χρόνου, εύθυμοι και διασκεδαστικοί, και θα υπάρξουν κάποιες μικρές εκδοχές του ‘Βιολιτζή στη Στέγη’ ή κάτι ανάλογα με τα αστεία των Εβραίων ευρωπαϊκής καταγωγής. Αλλά οι πιο πλούσιες εμπειρίες, που συμβαίνουν τώρα (το 1976) είναι πιθανόν να έχουν χαθεί».

Ο Castan διαφωνούσε με τη δήλωση αυτή του King. Ο King γνώριζε για την κοινωνική κατάσταση που αντιμετώπιζαν οι ΄Ελληνες στην Αυστραλία το 1976 αλλά ήταν ‘εντελώς ανίδεος’ ότι οι ΄Ελληνες είχαν ήδη μια λογοτεχνία και εκείνη ακριβώς τη στιγμή συνέχιζαν να δίνουν έκφραση στις εμπειρίες τους και δεν χρειάζονταν να περιμένουν για τα εγγόνια τους να μιλήσουν γι’ αυτούς.

Άτομα ελληνικής καταγωγής στην Αυστραλία έχουν τεκμηριωμένα καταγραφτεί από το 1829. Κείμενα, όμως, έχουμε κυρίως από τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα, όταν άρχισαν να κυκλοφορούν ελληνόγλωσσα έντυπα και οι άνθρωποι είχαν κάποια ευκαιρία να δημοσιεύουν κείμενά τους. Κυρίως έχουμε μετά τον Β’ΠΠ όταν άρχισαν να κυκλοφορούν και βιβλία. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα άτομα μέχρι τον εικοστό αιώνα ή τον Β’ΠΠ δεν είχαν ανάγκες να εκφραστούν. Τα πιθανά γραπτά ή προφορικά τους κείμενα όμως, έχουν δυστυχώς χαθεί, αν δεν τα βρούμε δεν έχουμε τη δυνατότητα να εξετάουμε ούτε τη θεματολογία τους, ούτε την ποιότητά τους. Σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι πολύτιμη η συμβολή του καθηγητή Γιώργου Καναράκη που στο βιβλίο του «Η Λογοτεχνική Παρουσία των Ελλήνων της Αυστραλίας» του 1985, διασώζει πολά από αυτά τα κείμενα, που διαφορετικά ίσως σήμερα για μας να ήταν άγνωστα.

Ο Κωνσταντίνος Καλυμνιός, όμως, κάνει την αξιόλογη παρατήρηση ότι μερικοί σημαντικοί συγγραφείς της αγγλόφωνης Αυστραλοελληνικής γενιάς απορρίπτουν τον όρο ‘ελληνοαυστραλιανή λογοτεχνία’, θεωρούν τη λογοτεχνική παραγωγή που γράφεται στην Ελληνική γλώσσα, από άτομα της πρώτης γενιάς ενδοσκοπική, περιορισμένη στη θεματολογία της, δεν συνδιαλέγεται με το κύριο ρεύμα της Αυστραλιανής λογοτεχνίας και την απορρίπτουν ως περιθωριακή και ασήμαντη.

Μπορούν να παρατηρηθούν αρκετά πράγματα σ’ αυτές τις απόψεις. Πράγματι, το αναγνωστικό κοινό της ελληνόφωνης παροικιακής λογοτεχνίας είναι περιορισμένο και δεν νομίζω να υπάρχουν περιπτώσεις που να είναι ‘εμπορεύσιμη’. Ο Δημήτρης Τσαλουμάς, για παράδειγμα, δεν είχε ποτέ κάποια αναγνώριση στην Ελλάδα. Στην Αυστραλία απέκτησε την πρώτη του αναγνώριση όταν τα ποιητικά του έργα «Το Παρατήριο» και «Το Βιβλίο των Επιγραμμάτων» μεταφράστηκαν στα Αγγλικά. ΄Οταν στη συνέχεια άρχισε να γράφει απευθείας στα Αγγλικά, τιμήθηκε γι’ αυτή την παραγωγή του με αρκετά βραβεία και τιμητικές διακρίσεις. Η θεματολογία και το ύφος των αγγλικών του ποιημάτων δεν φαίνεται να είναι πολύ διαφορετική από τα ελληνόφωνα ποιήματά του.

Μπορεί η θεματολογία μερικών συγγραφέων της ελληνόφωνης παροικιακής λογοτεχνίας να είναι περιορισμένη ή να μην συνδιαλέγονται με το κύριο ρεύμα της Αυστραλιανής λογοτεχνίας να είναι σωστή. Δεν φαίνεται να υπάρχουν πολλοί ελληνόφωνοι παροικιακοί συγγραφείς που έχουν διαβάσει τη δίγλωσση αανθολογία του Δημήτρη Τσαλουμά «Σύγχρονη Αυστραλιανή Ποίηση» που εκδόθηκε το 1985. Το αυστραλιανό κύριο ρεύμα δεν είναι ούτε μονολιθικό ούτε μονόπλευρο, περιέχει πολλές διαφορετικότητες. Συγγραφείς όπως ο Αλέκος Δούκας, ο Αριστείδης Παραδείσης και άλλοι, γνώριζαν και συνδιαλέγονταν με τις διαφορετικότητες του κύριου αυστραλιανού ρεύματος. Υπάρχει, βέβαια, μια κύρια τάση που βλέπει αφ’ υψηλού τη συμβολή άλλων τάσεων στην Αυστραλιανή λογοτεχνία και αυτή η τάση ήταν επίσης έκδηλη και κατά του έργου του Δημήτρη Τσαλουμά. Εκπροσωπούν την ιδεολογία και τάση για περιορισμό και εξάλειψη των εθνοτικών παραδόσεων, συνεισφορών και παραγωγών. Ο Con Castan μετάφρασε στα Αγγλικά τη θεατρική τριλογία του Θόδωρου Πατρικαρέα και παρατήρησε ότι τα έργα αυτά θα μπορούσαν να ανεβαστούν και από θεατρικές ομάδες του κύριου ρεύματος. Ωστόσο, δεν νομίζω να δόθηκε ποτέ προσοχή σ’ αυτά από φορείς του κύριου ρεύματος.

Ασφαλώς, όχι όλοι, αλλά υπάρχουν αρκετοί συγγραφείς και ποιητές ελληνικής καταγωγής που συνδιαλέγονται και με το κυρίαρχο αυστραλιανό ρεύμα και με το περιθώριο της ελληνοαυστραλιανής παροικίας. Να αναφέρουμε μερικούς: την Αντιγόνη Κεφαλά, τον Αριστείδη Παραδείση, τον Δημήτρη Γαλάνη, τον Άγγελο Λουκάκη, την Κωνσταντίνα Ντούνη και πολλούς άλλους. Οι αγγλόγλωσσοι ελληνοαυστραλοί συγγραφείς βρίσκονται σε μια μοναδική θέση να συνδιαλέγονται με το κύριο αυστραλιανό ρεύμα και με τις εμπειρίες του μεταναστευτικού περιθωρίου. ΄Οπως παρατηρεί η Judith Rodriguez στον πρόλογό της στην ποιητική ανθολογία του Νίκου Τρακάκη “Southern Sun, Aegean Light’ «Τι είναι ο Ελληνοαυστραλός; … Κάποιος που μεγάλωσε ανάμεσα στα ερείπια του μεταναστευτικού σεισμού, με ιστορίες για τα τραντάγματα αποχωρισμών από την οικογένεια και το χωριό, κάτι που κάποτε κατέστρεψε τις ζωές πολλών. Ο φόβος, η θλίψη, η επιμονή. ΄Ενας Αυστραλός που μπορεί να δει την ιδιότητα του Αγγλοαυστραλού από απέξω. Του οποίου η ματιά την έχει αλλάξει…»

Υπάρχει όμως πρόβλημα, η άγνοια ή η επιφανειακή γνώση του άλλου ρεύματος. Υπάρχουν αγγλόγλωσσοι συγγραφείς ελληνικής καταγωγής που γνωρίζουν μόνο επιφανειακά την ιστορία και τις εμπειρίες της Ελληνοαυστραλιανής παροικίας. Το «Γλέντι» του Lonsdale Street προσφέρει μόνο ξώπετσα στη σωστή εξοικείωση της παροικιακής νεολαίας με τα παροικιακά πολιτιστικά επιτεύγματα. Η Ελληνοαυστραλιανή παροικία έχει να επιδείξει έργα αλλά πόσοι νέοι και πόσοι δάσκαλοι των Ελληνικών είναι εξοικειωμένοι με τα θεατρικά έργα του Πατρικαρέα, της Βάσως Καλαμάρα, του Γιάννη Βασιλακάκου, της Τες Λυσιώτη, με τη μουσική του Κώστα Τσικαδέρη και άλλων; Οι δάσκαλοι, για παράδειγμα, θα έπρεπε να έπαιρναν ή να έφερναν στις τάξεις τους τη θεατρική ερμηνεία των έργων του Πατρικαρέα από τον Θανάση Μακρυγιώργο. Όπως παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Καλυμνιός «Η παροικία, όπως την αντιλαμβάνεται κανείς, αποτελεί συνάμα τόπο αφετηρίας και επιστροφής για μια ενδελεχή λογοτεχνική συναστροφή με το περιθώριο και με το κέντρο».

*Ο Δρ Χρήστος Ν. Φίφης είναι επίτιμος ερευνητής στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου La Trobe.