Τον Ιούλιο, αναμένεται η επέκταση της τουριστικής βίζας με δικαίωμα εργασίας, κάτι που θα επιτρέπει στους backpackers να παραμένουν στην Αυστραλία και για τρίτη χρονιά αφού εργαστούν στην επαρχία για έξι μήνες. Και ενώ εκ πρώτης όψεως αυτό φαίνεται να αποτελεί μια θετική εξέλιξη, την ίδια στιγμή κάποιοι προειδοποιούν ότι μπορεί να οδηγήσει στην αύξηση των κρουσμάτων εκμετάλλευσης των νέων εργαζομένων.

Όχι άδικα. Οι ιστορίες κακομεταχείρισης νέων που ήρθαν στη χώρα ως εργαζόμενοι τουρίστες δεν είναι κάτι νέο. Παρόλα αυτά, εξακολουθούν να εξοργίζουν και να προκαλούν αμφιβολίες στους ενδιαφερόμενους αν η νέα εξέλιξη σχετικά με τη βίζα 417 είναι θετική ή όχι.

Την εμπειρία τους από τον τουρισμό αυτού του είδους κατέθεσαν στο ABC νεαρές γυναίκες που βίωσαν τον τρόμο και την απειλή στις φάρμες της Αυστραλίας.
Μία από αυτές είναι η Frances Fairs, που πήγε να δουλέψει σε κάποια φάρμα της περιφέρειας. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο υγρός και θλιβερός ξενώνας που αντίκρισε όταν έφτασε δεν είχε καμία σχέση με τις φωτογραφίες που είχε δει στο διαδίκτυο. Υπήρχαν τρύπες στους τοίχους, οι πόρτες δεν κλείδωναν και το σύστημα πυρασφάλειας ήταν σπασμένο.

Της έλειπαν όμως μόνο 88 ημέρες εργασίας για να μπορέσει να εξασφαλίσει την παραμονή της στην Αυστραλία για έναν ακόμη χρόνο. Αυτή η απόφαση θα την στοίχειωνε για την υπόλοιπη ζωή της.

«Με οδήγησαν στο υποτιθέμενο διαμέρισμά μου στο οποίο δεν υπήρχε κρεβάτι, αλλά ένα λερωμένο στρώμα στο πάτωμα όπου μπορούσα να διακρίνω τους κοριούς, ένα χαλασμένο μπάνιο και μια κουζίνα που δεν είχε τρεχούμενο νερό» περιγράφει χαρακτηριστικά στο ABC.

Μέσα σε λίγες εβδομάδες από την άφιξή της, ο ιδιοκτήτης άρχισε να της αφήνει υπονοούμενα σεξουαλικού περιεχομένου. Αλλά δεν είχε πληρωθεί ακόμα. Αισθάνθηκε παγιδευμένη.

Ανήμερα τα Χριστούγεννα, ο ιδιοκτήτης της επιτέθηκε. Φοβισμένη έσπευσε να πάρει το λεωφορείο για τη Μελβούρνη αλλά δυστυχώς δεν υπήρχαν δρομολόγια λόγω εορταστικής περιόδου. Γύρισε πίσω. Ο ιδιοκτήτης τότε την κάλεσε στο γραφείο του και την απείλησε πως ή θα κοιμόταν μαζί με αυτόν και τη σύντροφό του ή θα τη βίαζε. Εκείνη τον κλώτσησε με όλη της τη δύναμη, μάζεψε τα πράγματά της, κάλεσε ταξί κι έφυγε.

Μόλις έφτασε στο σιδηροδρομικό σταθμό συνειδητοποίησε πως δεν είχε χρήματα για το εισιτήριο. Το είπε στον οδηγό κι εκείνος την άφησε να ταξιδέψει δωρεάν. Η αντίδρασή του της έδωσε την εντύπωση πως δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε. Δεν ήταν η μόνη, λοιπόν; Υπήρχαν και άλλες;

Η απάντηση, δυστυχώς, είναι θετική. Τα τελευταία χρόνια, δεκάδες υποθέσεις σχετικές με επιθέσεις σε κοπέλες backpackers έχουν δει το φως της δημοσιότητας.
Το 2017, ο ιδιοκτήτης μιας φάρμας στο Meningie της Νότιας Αυστραλίας κρατούσε μια κοπέλα backpacker επί δύο ημέρες φυλακισμένη σε ένα εκτροφείο γουρουνιών και τη βίαζε επανειλημμένα.

Ένα χρόνο νωρίτερα, δύο τουρίστριες έπεσαν θύματα άγριας επίθεσης στο Salt Creek της Νότιας Αυστραλίας ενώ έκαναν ωτοστόπ για να πάνε από την Αδελαΐδα στη Βικτώρια.

Και οι εφιαλτικές ιστορίες συνεχίζονται.

Η Chelsey – που δεν ήθελε να δημοσιευτεί το επίθετό της – είπε στο ABC για το πώς δέχτηκε επίθεση από τον εργοδότη της καθώς επέστρεφαν με το αυτοκίνητο από τη δουλειά. Οι υποψίες άρχισαν να την κυριεύουν όταν παρατήρησε πως δεν ακολουθούσαν το συνηθισμένο δρόμο για το σπίτι.

«Χωρίς καν να το καταλάβω, βρεθήκαμε σε ένα σκοτεινό δρομάκι κι εκείνος άρχισε να προσπαθεί να με αρπάξει», θυμάται. Εκείνη, κατάφερε να βγει από το αυτοκίνητο και άρχισε να τον χτυπά με όλη της τη δύναμη ώσπου τα κατάφερε να ξεφύγει γλιτώνοντας το βιασμό.

Σήμερα, στα 32 της, παροτρύνει τις κοπέλες που ταξιδεύουν ως backpackers να επιλέγουν να πάνε στη Νέα Ζηλανδία και όχι να παραμένουν δεύτερο χρόνο στην Αυστραλία.

Μια ακόμα συγκλονιστική ιστορία καταθέτει η Eleanor Ruby από τη Μεγάλη Βρετανία. Το 2012 είχε πάει να εργαστεί σε μια αγροτική περιοχή τέσσερις ώρες έξω από το Brisbane. Σύμφωνα με τα όσα είπε στο ABC, με το που πάτησε το πόδι της στη φάρμα των εργοδοτών της κατάλαβε πως αυτό που ήθελαν ήταν μια …δεύτερη σύζυγος.

«Η μητέρα περνούσε όλο το χρόνο της σε ιστοσελίδες σχετικές με την πολυγαμία, ο πατέρας κυκλοφορούσε μόνιμα με τα εσώρουχα και έλεγε ότι το καλοκαίρι όλοι στο σπίτι κυκλοφορούν ολόγυμνοι.

Η κοπέλα έφυγε από εκεί εννέα μέρες αργότερα για να κυνηγήσει την επόμενη ευκαιρία απασχόλησης που ήταν ακόμη χειρότερη.

«Μας έκαναν να αισθανόμαστε ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, μέναμε σε μια αποθήκη, εκεί είχε και άλλα κορίτσια που ήταν καλό για το ηθικό», είπε.
«Δεν τρώγαμε μέσα στο σπίτι, γιατί η σύζυγος του αγρότη για τον οποίο δουλεύαμε δεν μας ήθελε εκεί».

Η κ. Juby, μετά από τρεις μήνες εργασίας, κέρδισε το δικαίωμα να παραμείνει στην Αυστραλία για δεύτερη χρονιά, αλλά οι συνθήκες ήταν αποτρόπαιες.
Σε κάποια από τις δουλειές, έπρεπε να κοιμάται και να πλένεται μαζί με τα ζώα, ενώ η τουαλέτα που έπρεπε να χρησιμοποιεί λειτουργούσε και ως κοτέτσι.
Μια άλλη νεαρή backpacker, η Emily – η οποία επίσης δεν ήθελε το επώνυμό της να δημοσιευθεί – δήλωσε ότι υποστήριξε τις προσπάθειες για αλλαγές που αφορούσαν τη συγκεκριμένη βίζα.

Η δική της εμπειρία είναι από μία φάρμα στο Βόρειο Κουίνσλαντ, όπου συγκατοικούσε με τον 40χρονο ιδιοκτήτη και έξι νεαρές backpackers. Μετά από κάποιες εβδομάδες, ο άνδρας άρχισε να περιορίζει τις κινήσεις τους.

«Άρχισε να γίνεται τρομερά ελεγκτικός, έβαλε κάμερες στο σπίτι και κλείδωνε τις πόρτες, ώστε να μην μπορούμε να βγούμε έξω, ή μας παρακολουθούσε όταν φεύγαμε από το σπίτι», είπε.

«Ένιωθα ανασφαλής, ένιωθα άβολα … Δεν ήθελα να βρίσκομαι στο σπίτι επειδή κάποιος παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση».

«Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα επιτρέπει στους ανθρώπους αυτού του είδους να κάνουν τέτοια πράγματα, επειδή οι νέοι θέλουν απελπισμένα να εργαστούν λόγω της βίζας», σχολιάζει η κ. Juby.

Αυτές οι μαρτυρίες προέρχονται από τις πιο τυχερές καθώς υπάρχουν και κάποιοι που πλήρωσαν με τη ζωή τους λίγους μήνες παραμονής στη χώρα της αφθονίας.
Το 2016, η Mia μόλις είχε ξεκινήσει να εργάζεται κάπου στο Κουίνσλαντ, όταν το νήμα της ζωής της κόπηκε ξαφνικά. Μαζί της χάθηκε και ο συμπατριώτης της Tom Jackson που έσπευσε να τη βοηθήσει. Ο δράστης, Smail Ayad, τους επιτέθηκε και τους μαχαίρωσε μέχρι θανάτου στον ξενώνα στον οποίο διέμεναν.

Η μητέρα της άτυχης κοπέλας, Rosie Ayliffe, έχει αφιερώσει πλέον τη ζωή της στην προστασία των νεαρών ταξιδιωτών, σαν την κόρη της.

Προσφέρει υποστήριξη και συμβουλές στα 20.000 άτομα που ακολουθούν τη σελίδα κοινωνικής δικτύωσης που διατηρεί γι’ αυτό το λόγο.

Η κ. Αyliffe είπε στο ABC ότι οι ιστορίες εκμετάλλευσης και επιθέσεων είναι πολύ συνηθισμένες.

Υποστήριξε δε, ότι η επέκταση του προγράμματος τουρισμού με δικαίωμα εργασίας, θα αυξήσει μόνο τον αριθμό των νέων backpackers που ενδεχομένως θα εκτεθούν σε τρομακτικές συνθήκες.

Ο πράκτορας μετανάστευσης Mark Glazbrook, ο οποίος εργάζεται στο χώρο για περισσότερα από 20 χρόνια, μιλώντας επίσης στο ABC News, συμμερίστηκε τις ανησυχίες της Rosie Ayliffe σχετικά με τους κινδύνους που έχουν να αντιμετωπίσουν οι backpackers.

Ισχυρίστηκε ότι τα περιστατικά εκμετάλλευσης που αναφέρονται στην αστυνομία είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, ενώ ο απλός κόσμος δεν γνωρίζει πόσο άσχημη είναι η κατάσταση.

Ο κ. Glazbrook προβλέπει με τη σειρά του: «η επέκταση του προγράμματος θα δώσει την ευκαιρία στους εργοδότες να εκμεταλλευτούν περισσότερους ανθρώπους».

Το τελευταίο οικονομικό έτος, ο Συνήγορος του Πολίτη για εργασιακά θέματα εξέτασε 719 υποθέσεις που αφορούσαν εργαζόμενους τουρίστες με τη βίζα 417.

Το Υπουργείο Εσωτερικών Υποθέσεων δήλωσε στο ABC ότι είχε προβεί σε αρκετές μεταρρυθμίσεις τα τελευταία χρόνια προκειμένου να πατάξει το φαινόμενο της εκμετάλλευσης των νέων που ταξιδεύουν με δικαίωμα εργασίας στην Αυστραλία. Αυτές οι προσπάθειες περιλαμβάνουν τη δημιουργία μιας ειδικής ομάδας που ασχολείται με τους εργαζόμενους μετανάστες και την πρόσθετη χρηματοδότηση του Συνήγορου του Πολίτη για εργασιακά θέματα.

«Οι εργαζόμενοι τουρίστες οπουδήποτε στην Αυστραλία έχουν τα ίδια βασικά δικαιώματα και προστασίες με τους αυστραλούς πολίτες και τους μόνιμους κατοίκους σύμφωνα με το ισχύον εργατικό δίκαιο», δήλωσε εκπρόσωπος του υπουργείου.

Το υπουργείο δήλωσε επίσης, ότι αποτελεί δέσμευσή του η εξασφάλιση της προστασίας των εργαζόμενων μεταναστών από οποιαδήποτε απόπειρα εκμετάλλευσης ή κατάχρησης, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.