Οι ιδιοκτήτες των αυστραλιανών μέσων ενημέρωσης βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση. Το διακύβευμα της σύγκρουσης είναι η αύξηση του μεριδίου τους στην αυστραλιανή αγορά ενημέρωσης με οποιοδήποτε οικονομικό κόστος.

Οι μεγιστάνες των μέσων ενημέρωσης έχουν σύρει από τα συρτάρια τους τα βιβλία των επιταγών τους και παζαρεύουν μετοχές και μερίδια, που θα τους εξασφαλίσουν τον έλεγχο της έντυπης και της ηλεκτρονικής ενημέρωσης του αυστραλιανού κοινού.
Το σκληρό παζάρι των μεγιστάνων παρακολουθούν με κομμένη ανάσα οι εργαζόμενοι στα αυστραλιανά ΜΜΕ, πολλοί από τους οποίους θα ψάχνουν, σύντομα, για δουλειά. Ήδη, ο εκδοτικός οίκος Fairfax ανακοίνωσε την απόλυση 2.000 περίπου εργαζομένων και αναμένεται η ανακοίνωση του αριθμού των εργαζομένων, που θα απολύσει σύντομα και το συγκρότημα του Ρούπερτ Μέρντοκ. Κύριος, δε, οίδεν, πόσοι και πόσες θα τους ακολουθήσουν, όταν θα λήξει το παζάρι των μετοχών και των μεριδίων και θα υλοποιηθούν τα «ανθρωποφάγα» σχέδια των ιδιοκτητών των ΜΜΕ.

Οι μαζικές απολύσεις προσωπικού από τα δύο μεγάλα συγκροτήματα αποδίδονται στον «αναγκαίο εκσυγχρονισμό για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της νέας τεχνολογίας και να διασφαλίσουν τη μακροζωία τους». Ο «εκσυγχρονισμός» των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης –για τους ίδιους ακριβώς λόγους που επικαλούνται και οι ιδιοκτήτες των αυστραλιανών– προκάλεσε μαζικές απολύσεις δημοσιογράφων και άλλων στελεχών των μονοπωλίων ενημέρωσης, το κενό των οποίων υποχρεώθηκαν να καλύψουν όσοι έμειναν – παράγοντας πολλαπλάσιο έργο χωρίς έξτρα αμοιβή, για να μην μείνουν άνεργοι.

Διότι «εκσυγχρονισμός» στη γλώσσα των μονοπωλίων σημαίνει αύξηση των κερδών τους με δραματικές μειώσεις του κόστους παραγωγής, στην προκειμένη περίπτωση την παραγωγή υλικού για τα πολυμέσα τους με το χαμηλότερο δυνατό κόστος.

Το παζάρι των μεγιστάνων παρακολουθεί με ένταση και ο αυστραλιανός λαός, που δεν κρύβει την αγωνία του για την ποιότητα της ενημέρωσης που θα του επιβάλλουν τα ενισχυμένα μονοπώλια, που θα προκύψουν από το σκληρό παζάρι. Η γενιά των «Μπούμερς» ένοιωσε τη δύναμη των μονοπωλίων ενημέρωσης στη δεκαετία του ’70, που ετσιθελικά οι ιδιοκτήτες τους ανέτρεψαν τη φιλολαϊκή κυβέρνηση του Γκοφ Γουίτλαμ, και απεύχεται τη δημιουργία του κλίματος που θα επιτρέψει νέα υπονόμευση του δημοκρατικού πολιτεύματος της χώρας από τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ.

Η ιδιοκτησία των μέσων ενημέρωσης της Αυστραλίας ήταν και παραμένει είναι μονοπωλιακή. Οι εκδοτικοί οίκοι News Corporation (ιδιοκτησίας του Ρούπερτ Μέρντοκ) και John Fairfax Holdings εκδίδουν 11 από τις 12 καθημερινές εφημερίδες της Αυστραλίας. Ο «γίγαντας», κυριολεκτικά, των αυστραλιανών μέσων ενημέρωσης είναι ο Ρούπερτ Μέρντοκ, η εταιρεία του οποίου εκδίδει 8 από τις 12 καθημερινές εφημερίδες, κυριαρχεί στα επαρχιακά έντυπα μέσα ενημέρωσης και ελέγχει, με σημαντικά πακέτα μετοχών, τη συνδρομητική τηλεόραση Foxtel και Foxsport. Επιπροσθέτως, οι News Corporation και John Fairfax Holdings ελέγχουν εξ ολοκλήρου ή μερικώς τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς της Αυστραλίας.

Ο οργανισμός Consolidated Media Holdings, ιδιοκτησία της οικογένειας Packer, πρώην ιδιοκτήτες του τηλεοπτικού σταθμού «9» και του εκδοτικού οίκου PBL (Publishing and Broadcasting Limited), ελέγχει το 25% της συνδρομητικής τηλεόρασης Foxtel και το 50% του συνδρομητικού τηλεοπτικού σταθμού Foxsport.

Μετά το θάνατο του Κέρι Πάκερ, ο διάδοχός του, Τζέιμς Πάκερ, ολοκληρώνει τη στροφή της δυναστείας προς τα τυχερά παιχνίδια, με την αντικατάσταση τηλεοπτικών σταθμών, εφημερίδων και περιοδικών με καζίνο. Εξ ου και η απόφαση του Τζέιμς Πάκερ να πουλήσει τις μετοχές της εταιρείας του στην Foxtel και τη Foxsport Channel.
Ο άλλος ιδιοκτήτης μέσων ενημέρωσης είναι η Seven Goup του Κέρι Στοκς, η οποία ελέγχει τηλεοπτικούς σταθμούς και έντυπα μέσα ενημέρωσης. Η Seven Goup ελέγχει το 24% των μετοχών της Consolidated Media Holdings και σύμφωνα με δηλώσεις του ο Κέρι Στοκς είναι διατεθειμένος να αγοράσει όλο το πακέτο των μετοχών του Πάκερ στη Foxtel και Foxsport. Να συγκρουστεί, με άλλα λόγια, με τον Ρούπερτ Μέρντοκ που ενδιαφέρεται να πάρει τον πλήρη έλεγχο της συνδρομητικής τηλεόρασης.
Πρόσφατα μπήκε επιθετικά στην αγορά ενημέρωσης και η πλουσιότερη γυναίκα της Αυστραλίας, η δισεκατομμυριούχος Τζίνα Ρέινχαρτ, με την αγορά σημαντικών πακέτων μετοχών στον οργανισμό Fairfax Holdings και Ten Network Holdings, ιδιοκτήτες του τηλεοπτικού σταθμού «10».

Η «βασίλισσα» της βιομηχανίας μεταλλευμάτων ελέγχει 18,7% των μετοχών του Fairfax Holdings και 10,6% των μετοχών της Ten Network Holdings. Εκφράζονται, δε, φόβοι ότι, αν μπορέσει να αυξήσει το πακέτο των μετοχών της στον Fairfax Holdings σε 19,9% θα τολμήσει την αγορά του οργανισμού.
Ήδη διεκδικεί τρεις θέσεις στο Διοικητικό Συμβούλιο του Fairfax Holdings και το δικαίωμα να ελέγχει το περιεχόμενο της εφημερίδος (editorial control), εκβιάζει, δε, να πουλήσει τις μετοχές της στους ανταγωνιστές του Fairfax αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά της.
Τι παζαρεύουν, λοιπόν, οι μεγιστάνες των μέσων ενημέρωσης; Ο Ρούπερτ Μέρντοκ ενδιαφέρεται να αγοράσει το πακέτο των μετοχών της Consolidated Media Holdings για να εξασφαλίσει το 50% των μετοχών της Foxtel και τον πλήρη έλεγχο του Foxsport Channel. Αν ο Μέρντοκ επιτύχει το στόχο του θα γίνει δεύτερος βασικός μέτοχος στη συνδρομητική Foxtel με την Telstra.

H Seven Group –ιδιοκτήτης, μεταξύ άλλων, και του καναλιού «7» της Μελβούρνης– στοχεύει, και αυτή, την αγορά της Consolidated Holdings για να αυξήσει το μερίδιό της στην αγορά της ηλεκτρονικής ενημέρωσης και ψυχαγωγίας.
Το σημερινό ιδιοκτησιακό καθεστώς των μέσων ενημέρωσης είναι χειρότερο από το αντι-Εργατικό καθεστώς του ’70, που ανέτρεψε την κυβέρνηση Γουίτλαμ και προκάλεσε πρωτοφανή κρίση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Το ’70 οι ιδιοκτήτες των αυστραλιανών μέσων ενημέρωσης –που ελέγχουν και σήμερα την αγορά της ενημέρωσης– συνέπραξαν κατά της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης του Γκοφ Γουίτλαμ, την ανέτρεψαν και επανέφεραν στην εξουσία το Λίμπεραλ Πάρτι.

Εργαζόμενοι, τότε, στα μονοπώλια ενημέρωσης, δημοσιογράφοι και διοικητικά στελέχη, έχουν καταθέσει αδιάψευστες μαρτυρίες για ωμές παρεμβάσεις των εργοδοτών τους στον καθορισμό του περιεχομένου εφημερίδων, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών προγραμμάτων. Ο πατριάρχης της οικογένειας Πάκερ, σερ Φρανκ Πάκερ, έχει μείνει στην ιστορία των αυστραλιανών μέσων ενημέρωσης ως ο ιδιοκτήτης που επέβαλε τη δημοσιογραφία «καθ’ υπαγόρευση» μέχρι να πέσει η κυβέρνηση Γουίτλαμ.
Το ’70 τα αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης λειτούργησαν «…ως εξαρτήματα του συστήματος ιδεολογικού ελέγχου του λαού», όπως θα έλεγε ο Νόαμ Τσόμσκι, και κατάφεραν να τον στρέψουν κατά του εργατικού Κόμματος και του Γκοφ Γουίτλαμ.

Γιατί το ιδιοκτησιακό καθεστώς των αυστραλιανών μέσων ενημέρωσης είναι χειρότερο σήμερα από το ’70; Η τελευταία Φιλελεύθερη κυβέρνηση του Τζον Χάουαρντ ενίσχυσε τα μονοπώλια ενημέρωσης με το νόμο του 2007, ο οποίος επιτρέπει σε ένα μονοπώλιο να ελέγχει δύο από τα τρία μέσα ενημέρωσης – ραδιόφωνο, εφημερίδα, τηλεόραση. Νόμιμα, λοιπόν, ένας επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται στο χώρο της ενημέρωσης μπορεί να λειτουργεί ταυτόχρονα ένα έντυπο και ένα ηλεκτρονικό μέσο ενημέρωσης – εφημερίδα και ραδιόφωνο, εφημερίδα και τηλεοπτικό σταθμό, ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό σταθμό.

Αναπτύσσοντας το σκεπτικό της απόφασης της κυβέρνησης Χάουαρντ, η τότε υπουργός Τηλεπικοινωνιών, Χέλεν Κούναν, τόνιζε, ότι η νέα τεχνολογία, που επιτρέπει σε όλα τα μέσα ενημέρωσης να χρησιμοποιούν εικόνα, ήχο και κείμενο, επέβαλε την αλλαγή του νόμου, περί «Ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης» για να διασφαλιστεί η μεγαλύτερη ροή πληροφοριών προς τον πολίτη από διάφορες πηγές.

Η υπουργός προσέθετε, ότι η αλλαγή του νόμου ήταν η θεσμική απάντηση στην πρόκληση των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης από τη νέα τεχνολογία – διαδίκτυο, κοινωνικά δίκτυα, «μπλογκς».

 Όμως, η καταγεγραμμένη αμερικανική εμπειρία αποκαλύπτει, ότι η εισαγωγή της νέας τεχνολογίας περιόρισε, δεν αύξησε τη ροή αυθεντικών πληροφοριών στους πολίτες. Κατά την αμερικανική εμπειρία η αποδέσμευση της αγοράς της ενημέρωσης ωφέλησε τους ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης, δεν ωφέλησε το μέσο πολίτη.
Η υπερσυγκέντρωση των μέσων ενημέρωσης στα χέρια μικρής μερίδας ιδιοκτητών οδήγησε σε απολύσεις δημοσιογράφων, σημαντική αύξηση της δουλειάς όσων έμειναν, υποβάθμιση του ρόλου του δημοσιογράφου και υποβάθμιση της ποιότητας της ενημέρωσης.

Η σημαντικότερη συνέπεια της δημιουργίας πανίσχυρων μονοπωλίων ενημέρωσης ήταν «το φίμωμα» των ελεύθερων φωνών, που ασκούσαν κριτική στο οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο των ΗΠΑ, δηλαδή η υπονόμευση θεσμών και εξουσιών των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, κατά προτίμηση
Πρακτικά, η τέταρτη εξουσία υποβαθμίστηκε από επικριτής σε υπηρέτη του κατεστημένου, καθώς η διαρκής απειλή του εξοστρακισμού των δημοσιογράφων που αντιστρατεύονταν το κατεστημένο τους υποχρέωνε να συμμορφώνονται προς τις εντολές των εργοδοτών τους, να εξαχρειώνονται ως λειτουργοί της ενημέρωσης και να απαξιώνονται από το κοινό.

Την επομένη της δημιουργίας τεράστιων μονοπωλίων οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι έχασαν «το μεγάλο προνόμιο να είναι το αυτί και το μάτι της κοινωνίας», που υμνούσε στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα ο William Thomas Stead, ο Άγγλος πρωτοπόρος της ερευνητικής δημοσιογραφίας και εφευρέτης της εφημερίδας σχήματος «tabloid» – μικρού μεγέθους.

Στον πρόλογο του βιβλίου της «Reviving the Fourth Estate: Democracy, Accountability and Media» η Dr Julliane Schultz σχολιάζει αρνητικά την απόκλιση των σύγχρονων μέσων ενημέρωσης από το ιστορικό ιδεώδες τους, την αντικειμενική ενημέρωση του κοινού.

 «Το ιδεώδες των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης να παίζουν ένα ρόλο, ο οποίος υπερβαίνει τις εμπορικές υποχρεώσεις τους έχει πληγεί καίρια. Η δύναμη (των ΜΜΕ), οι εμπορικές φιλοδοξίες και η δεοντολογική αδυναμία τους έχουν διαβρώσει τη θεσμική θέση τους».

Η Αυστραλή δημοσιογράφος και συγγραφέας επισημαίνει τρεις βασικές αδυναμίες των μέσων ενημέρωσης, που τα υποβαθμίζουν σε κοινές επιχειρήσεις με κοινότυπες επιδιώξεις και φιλοδοξίες του υπόλοιπου επιχειρηματικού κόσμου.

Η πρώτη αδυναμία είναι η «δύναμη» των μέσων ενημέρωσης. Στην εποχή μας η δύναμη των μέσων ενημέρωσης έχει αυξηθεί σε βαθμό, που να υποκαθιστούν ή να επιδιώκουν να υποκαταστήσουν άλλες εξουσίες. Σε πρόσφορες περιοχές του πλανήτη τα μέσα ενημέρωσης ανεβάζουν και κατεβάζουν, κυριολεκτικά, κυβερνήσεις με τη μέθοδο της διάβρωσης των πολιτευμάτων τους και των πολιτικών τους ή με το συστηματικό εκφοβισμό των ψηφοφόρων.
Συχνά τα μέσα ενημέρωσης κάνουν κατάχρηση της δύναμης αυτής, εκτίθενται στην κρίση του λαού, της δικαστικής και της πολιτικής εξουσίας και απαξιώνονται. Οι πρόσφατες, συγκλονιστικές αποκαλύψεις για τις δραστηριότητες της εταιρείας του Ρούπερτ Μέρντοκ στην Αγγλία –υποκλοπές τηλεφωνημάτων, στενές σχέσεις με την πολιτική εξουσία– συνιστούν επικίνδυνη κατάχρηση δύναμης. Τόσο επικίνδυνη, που οδήγησε μέλη του κοινοβουλίου της Αγγλίας στη διαπίστωση, ότι ο μεγιστάνας των διεθνών και αυστραλιανών μέσων «είναι ανίκανος να διοικήσει την εταιρεία του News Corporation», θυγατρική της οποίας είναι η φερώνυμη εταιρεία, που ελέγχει μεγάλος μέρος της αγοράς ενημέρωσης της Αυστραλίας.

Ο μεγιστάνας Μέρντοκ ταπεινώθηκε επανειλημμένα για τα πεπραγμένα του συγκροτήματός του. Υποχρεώθηκε να κλείσει την «αμαρτωλή» εφημερίδα του «News of the World» και σύρθηκε στην Ανακριτική Επιτροπή “Leveson Inquiry” που συγκροτήθηκε με απόφαση της βρετανικής βουλής, για να ερευνήσει τον πολιτισμό, τις πρακτικές και τη δεοντολογία των μέσων ενημέρωσης μετά τις αποκαλυφθείσες υποκλοπές τηλεφωνημάτων από δημοσιογράφους του συγκροτήματος Μέρντοκ.
Σύμφωνα, δε, με χθεσινό δημοσίευμα της εφημερίδας «The Age» η εταιρεία του κ. Μέρντοκ «ενέχεται» στην υπόθεση του παροπλισμένου προέδρου της κοινοπολιτειακής βουλής, Πίτερ Σλίπερ.

 Οι εμπορικές φιλοδοξίες είναι η άλλη, μεγάλη αδυναμία των ΜΜΕ, διότι τα υποχρεώνει συχνά να ενδίδουν σε κυβερνήσεις, επιχειρήσεις, άτομα, κοινωνικές ομάδες που τα στηρίζουν οικονομικά. Το είδος των υποχωρήσεων είναι, συνήθως, ανάλογο του βαθμού πλεονεξίας των ιδιοκτητών των ΜΜΕ.
Η τρίτη, εξ ίσου μεγάλη αδυναμία των ΜΜΕ είναι το ποδοπάτημα του Κώδικα Δεοντολογίας, της βίβλου των λειτουργών της ενημέρωσης, συνήθως κατ’ εντολή των ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης.

Η ελευθερία των δημοσιογράφων να κρίνουν, να ερευνούν, να καταγγέλλουν ή να επαινούν δεν ήταν ποτέ δεδομένη. Η εξασφάλισή της απαιτούσε σκληρή πάλη από τους συνειδητούς δημοσιογράφους, όπως σκληρή πάλη απαιτεί και η προστασία της κάθε φορά που αλλάζει ιδιοκτησία ένα μέσο ενημέρωσης.
Στη δεκαετία του ’70 τα αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης παρουσίασαν τις βασικές αδυναμίες που επισημαίνει η Dr Julliane Schultz. Η κατάσταση βελτιώθηκε στη δεκαετία του ’80 με την υπογραφή συμφωνιών με την εργοδοσία για «ελεύθερη δημοσιογραφία» (editorial independence).

Σήμερα επανερχόμαστε στην αμαρτωλή δεκαετία του ’70. Η τέταρτη εξουσία, που ο εμπνευστής του όρου Ιρλανδός πολιτικός, Edmund Burke, ερμήνευε ως ελεύθερη εξουσία να προστατεύει τα ενδιαφέροντα του κοινού, χάνει την ελευθερία της. Κατά τον Burke, ο δημοσιογράφος ασκεί και πρέπει να ασκεί την εξουσία που του εξασφαλίζει η θέση του προς όφελος του κοινού αφενός και αφετέρου για να ελέγχει την πολιτική εξουσία.

Δυστυχώς η κ. Reinhart –μέτοχος της εταιρείας Fairfax Holdings, που εκδίδει τις έγκριτες εφημερίδες «The Age», «Sydney Morning Herald», «Financial Review»– απαιτεί την ανάκληση της ελεύθερης δημοσιογραφίας, απαιτεί τον έλεγχο του περιεχομένου των εφημερίδων και των άλλων μέσων που ελέγχει ο όμιλος Fairfax από τη διοίκησή του.
Η περιστρεφόμενη  πόρτα λειτουργεί εντατικά τις τελευταίας ημέρες στα γραφεία του ομίλου Fairfax με τους ασυμβίβαστους δημοσιογράφους και αρχισυντάκτες να βγαίνουν από την εταιρεία και τους αποδεχόμενους τους όρους της κ. Reinhart και των άλλων μελών της διοίκησης να μπαίνουν θριαμβευτικά.
Σύντομα θ’ αρχίσει να λειτουργεί με την ίδια ένταση και η πόρτα εισόδου της εταιρείας του Ρούπερτ Μέρντοκ για να βγαίνουν οι ασυμβίβαστοι και να μπαίνουν οι αρνητές της ελεύθερης δημοσιογραφίας.

Η προσπάθεια των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης να μας γυρίσουν στο αμαρτωλό παρελθόν ισοδυναμεί με νέα προσπάθεια νόθευσης του δημοκρατικού πολιτεύματος της χώρας με ρουσφετολογική στήριξη κομμάτων και πολιτικών της προτίμησής τους και συστηματικό διωγμό εκείνων που αντιπαθούν.
Οι πολίτες, ως άτομα και ως σύνολο, οφείλουν να αντιδράσουν στη νέα προσπάθεια των μεγιστάνων των ΜΜΕ να νοθεύσουν τη δημοκρατία και να μας ευνουχίσουν ιδεολογικά.