Η γιαγιά κατάσκοπος, ο παππούς από τους 200 εκτελεσθέντες στην Καισαριανή

Η δράση μιας κατασκόπου των Βρετανών στην Ελλάδα της Κατοχής "ζωντανεύει" ξανά με την πένα του εγγονού της Φιλ Καφκαλούδη. Ο ομογενής ακαδημαϊκός μιλά για τη μεταφορά του μυθιστορήματος για την Ολγα Σταμπολή σε θεατρικό έργο και αναφέρεται σε ένα οικογενειακό "κειμήλιο" που παραμένει μυστήριο, την ιστορία αντίστασης του παππού του

Όσοι βρέθηκαν στην περσινή πρεμιέρα του Ελληνικού Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Μελβούρνη, με την ταινία “Το Τελευταίο Σημείωμα”, θα θυμούνται ίσως την ομιλία του Φιλ Καφκαλούδη.

Λίγο προτού αρχίσει η προβολή του φιλμ-αφιερώματος στους 200 εκτελεσθέντες από τους Γερμανούς στην Καισαριανή, ο ομογενής ακαδημαϊκός ανέβηκε στη σκηνή αποκαλύπτοντας πως ο παππούς του, από την πλευρά του πατέρα του, ήταν ανάμεσα στους 200 αντιστασιακούς. Αλλά δεν ήταν ο μοναδικός του συγγενής με ενεργό ρόλο στην Ελλάδα της Κατοχής. Η γιαγιά του, από την πλευρά της μητέρας του, δρούσε ως κατάσκοπος των Βρετανών διασώζοντας αεροπόρους των συμμαχικών δυνάμεων.

“Είναι προφανές ότι η οικογένειά μου δεν μπορούσε να αποφύγει τα μπλεξίματα!” ήταν η απάντησή του στα γέλια του κοινού.

Η ιστορία της γιαγιάς του, Όλγας Σταμπολή, έγινε ευρέως γνωστή μέσα από το βιβλίο του “Someone Else’s War”, που κυκλοφόρησε στην Αυστραλία το 2011 και λίγο αργότερα και στην Ελλάδα με τίτλο “Ο πόλεμος της Όλγας”.

Ο Φιλ Καφκαλούδης

Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, το μυθιστόρημα μας μεταφέρει στην Αθήνα του 1936, με την άφιξη της Ολγας από την Αυστραλία και κατόπιν στην εποχή που η χώρα μπαίνει στον πόλεμο και αυτή εκπαιδεύεται ως κατάσκοπος των Βρετανών αναλαμβάνοντας τον ρόλο να διασώζει Βρετανούς, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς αεροπόρους και να σαμποτάρει τις γραμμές ανεφοδιασμού των Γερμανών.

Η Ολγα ένστολη πιθανότατα στο πλαίσιο αποστολής στο Αιγαίο

Η πορεία της αναμφίβολα συγκλονιστική, όπως συνειδητοποίησε από νωρίς και ο ίδιος ο εγγονός της δουλεύοντας στο βιβλίο μέσα από την ιστορική έρευνα και συλλέγοντας όσες μαρτυρίες μπορούσε από τους ανθρώπους που τη γνώρισαν από κοντά, τη μητέρα του και τις αδελφές της.

“Όσο περισσότερο έψαχνα για την Ολγα, όσα περισσότερα έβρισκα, τόσο μεγαλύτερη ήταν η επιθυμία μου να γράψω την ιστορία της”, λέει ο Καφκαλούδης.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΥΕΙ 
Την περασμένη εβδομάδα, ο συγγραφέας και λέκτορας δημοσιογραφίας στο πανεπιστήμιο RMIT μίλησε στο Ελληνικό Κέντρο για τον τελευταίο σταθμό αυτού του ταξιδιού στο παρελθόν: την ολοκλήρωση της διδακτορικής του διατριβής που πραγματεύεται τη δημιουργία ενός θεατρικού έργου βασισμένου στο μυθιστόρημα, αλλά με τη χρήση αναδρομικής αφήγησης.

“Για μια θεατρική παραγωγή σκέφτηκα ότι θα είναι πιο δυναμικό το αποτέλεσμα αν βλέπουμε την Ολγα στην Αυστραλία λίγο πριν πεθάνει το 1960 να θυμάται το παρελθόν. Πρόκειται για έργο μνήμης. Εχω επινοήσει την ύπαρξη ενός ημερολογίου όπου έγραφε”, λέει εξηγώντας πως οι σκηνές ζωντανεύουν μέσα από τις φωνές “φαντασμάτων” του παρελθόντος που την επισκέπτονται.

Έτσι στο θεατρικό, η Ολγα αναγκάζεται να “ξαναζήσει” βιώματα, μέσα από αυτό το προσωπικό ημερολόγιο που επιστρέφει στα χέρια της μετά από 15 χρόνια όταν βρίσκεται στο Σίδνεϊ, όπου πράγματι βρισκόταν το 1960 μετά την επιστροφή της στην Αυστραλία.

“Εχει σκοπίμως προσπαθήσει να ξεχάσει, όπως πολύς κόσμος μετά τον πόλεμο, και αναγκάζεται να ξαναθυμηθεί τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της παιδικής ηλικίας, όσα πέρασε με την οικογένειά της και τις στιγμές κάθαρσης”.

Στο προσκήνιο είναι τόσο η αντιστασιακή της δράση, όσο και τραγικές πτυχές της προσωπικής της ιστορίας, καθώς πηγαίνοντας στην Ελλάδα, η Όλγα είχε αφήσει πίσω στην Αυστραλία τον σύζυγό της και τα πέντε παιδιά τους.

Η Ολγα σε οικογενειακό πορτραίτο το 1927 προτού φύγει από την Αυστραλία. Διακρίνεται ο σύζυγός της Michael και τα παιδιά της, Tina, Freda, Nellie (η μητέρα του Φιλ Καφκαλούδη) και Nicky.

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΟΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΑΓΩΝΑ
Όπως όμως και στο βιβλίο του, επισημαίνει ο Καφκαλούδης, στόχος είναι να αναδείξει μέσα από την προσωπική ιστορία την ιστορική αλήθεια.

Το πολυτιμότερο μάθημα που αποκόμμισε, εξομολογείται, αναζητώντας στοιχεία για τη γιαγιά του σε ταξίδι του στην Ελλάδα το 1988, ήταν πως δεν ήταν λίγοι αυτοί που έζησαν τον πόλεμο από τόσο κοντά.

“Οταν πρωτοξεκίνησα, νόμιζα ότι η ιστορία θα ήταν για τη γιαγιά μου την κατάσκοπο, όμως υπήρχαν τόσοι περισσότεροι που οι ιστορίες τους δεν θα μαθευτούν ποτέ […]Ευελπιστώ πως μέσα από αυτήν την προσωπική πορεία ανοίγει ένα μικρό παράθυρο στους ανθρώπους γύρω της, αλλά και σε αυτό το μικρό “θέατρο πολέμου” που εκτυλίχθηκε στον Β’ Παγκόσμιο, γιατί όπως ξέρουμε[…] επειδή ο Χίτλερ εισέβαλε στην Ελλάδα καθυστέρησε η εισβολή στη Ρωσία, ωσότου έφτασε ο βαρύς χειμώνας, σημείο που ήταν καθοριστικό για την έκβαση του πολέμου”.

“Ηθελα ο κόσμος να καταλάβει τη σημασία του πολέμου στην Ελλάδα, κάτι που πολλοί δεν γνωρίζουν”, προσθέτει.

Εν τω μεταξύ στο θεατρικό, εντάσσονται και για πρώτη φορά στοιχεία που προέκυψαν από το τελευταίο ερευνητικό ταξίδι του Καφκαλούδη στην Ελλάδα για τη διατριβή, τον Νοέμβριο του 2017, με τον Καφκαλούδη να εντοπίζει πιθανώς τον “πυρήνα” κατασκόπων από όπου δρούσε η γιαγιά του.

Η γιαγιά του Καφκαλούδη πανηγυρίζει την άφιξη των Βρετανών στην Αθήνα το 1944

“Το όνομα της γυναίκας που ήταν επικεφαλής αυτής της ομάδας ήταν Λίλα Καραγιάννη, ήταν δισέγγονη της Μπουμπουλίνας και ξεκίνησε την ομάδα όπου πιστεύω δρούσε και η Ολγα. Η Λίλα αιχμαλωτίστηκε και σκοτώθηκε αλλά δεν είπε ποτέ τίποτα στους Γερμανούς ανακριτές”, αναφέρει χαρακτηρίζοντας την περίπτωσή της ενδεικτική της δράσης των γυναικών στην αντίσταση.

ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ 200 ΤΗΣ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ
Στο πρόσφατο ταξίδι του, ο Καφκαλούδης προσπάθησε να ακολουθήσει και κάποια από τα χνάρια του παππού του, από την πλευρά του πατέρα του, Χρήστου Μανιαρίζη, οδηγώντας μεταξύ άλλων τη διαδρομή Θεοδώριανα – Αθήνα, απόσταση που ο παππούς του φέρεται να είχε διανύσει με τα πόδια!

Ο παππούς του Καφκαλούδη, Χρήστος Μανιαρίζης, όταν ακόμη εργαζόταν ως δημοσιογράφος στον Βόλο.

Η ιστορία και αυτού του συγγενή του, εξίσου συγκλονιστική, καθότι υπήρξε ένας από τους 200 εκτελεσθέντες αντιστασιακούς στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944 ως αντίπονα για μια επίθεση κατά υψηλόβαθμου Γερμανού αξιωματούχου.

Ο Μανιαρίζης, πρώην δημοσιογράφος στον Βόλο είχε φυλακιστεί από το αυταρχικό καθεστώς του Μεταξά και κατόπιν μαζί με άλλους πολιτικούς κρατουμένους είχε παραδοθεί στους Γερμανούς.

Ο πατέρας του, εξομολογείται ο Καφκαλούδης, μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν πικραμένος που ο παππούς του δεν είχε υπογράψει το χαρτί υπακοής στο καθεστώς Μεταξά όταν του δόθηκε η ευκαιρία ώστε να αποφυλακιστεί και να επιστρέψει στην οικογένεια.

Τα λιγοστά στοιχεία για την ιστορία του Μανιαρίζη διασώζονται μέσα από μικρή αυτοβιογραφία που έγραψε ο γιος του (και πατέρας του Καφκαλούδη), όπου αφηγείται μεταξύ άλλων τη σκηνή του θανάτου του πατέρα του όπως του τη μετέφεραν, με τους 200 να απαγγέλουν τον εθνικό ύμνο λίγο προτού δεχτούν τα πυρά.

Σε αντίθεση με την Ολγα, στην περίπτωση του παππού του τα κομμάτια του παζλ είναι δύσκολο να επανενωθούν, παραδέχεται ο Καφκαλούδης, ενώ μιλά για τους δύο ανθρώπους στην οικογένειά του που δε συναντήθηκαν ποτέ, αλλά πολέμησαν στον ίδιο πόλεμο.

“Γι’ αυτό η ταινία [Το τελευταίο σημείωμα] για εμένα δεν ήταν απλά συγκινητική. Ηταν στην ουσία συγκλονιστικό να βλέπω την αναπαράσταση των όσων πέρασαν αυτοί οι άνθρωποι γνωρίζοντας ότι ο παππούς μου ήταν ένας από αυτούς”.