Σκέφτηκα πως δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να ρίχναμε μια ματιά στους βίους των αγίων ημών Ελλήνων φιλοσόφων που δεν έχουν τη «γυαλάδα» ενός Σωκράτη ή ενός Πλάτωνα ή ενός Αριστοτέλη.  Βλέπετε, ουδείς θνητός έχει την αποκλειστική αντιπροσωπεία της σοφίας και, ως εκ τούτου, οφείλουμε να συγκρατούμε το φτάρνισμά μας μπροστά σε πρόσωπα λιγότερο προβεβλημένα, όπως αυτό του Ξενοκράτη. 

Τις βιογραφικές πληροφορίες αντλούμε από την πλούσια φλέβα του συγγραφικού έργου του Διογένη Λαέρτιου, γνωστό με τον αρχαίο τίτλο: Βίοι και γνώμαι των εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων, που σημαίνει: «Οι ζωές και οι γνώμες αυτών που διακρίθηκαν στη φιλοσοφία».

ΠΑΜΕ (ΙΩΜΕΝ)…

Ο Ξενοκράτης (περ. 396-314 π.Χ.) καταγόταν από τη Χαλκηδόνα, στημένη στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου.  Το σύνθετο όνομα του πατέρα του, Αγαθήνωρ (ή Αγαθάνωρ), έχει ως πρώτο συνθετικό την «καλοσυνάτη» λέξη «αγαθός», με την οποία φτιάχτηκαν πολλά προσωπικά ονόματα, όπως λ.χ.: Αγαθαρχίδας (Κορίνθιος στρατηγός του 5ου π.Χ. αι.), Αγαθαρχίδης (Κνίδιος ιστορικός και περιπατητικός φιλόσοφος του 2ου π.Χ. αι.), Αγάθαρχος (Σαμιώτης ζωγράφος του 5ου π.Χ. αι.), Αγαθοκλής (πατέρας του Σαμιώτη Αγάθαρχου) κ.ά.

Από νεαρή ηλικία ο Ξενοκράτης παρακολούθησε («ήκουσεν») τα μαθήματα του Πλάτωνα και συνόδεψε τον δάσκαλό του στη Σικελία.  Όμως ο νους του ήταν δυσκίνητος («την φύσιν νωθρός») και γι’ αυτό ο Πλάτωνας, συγκρίνοντάς τον με τον Αριστοτέλη, έλεγε ότι «ο ένας (ο Ξενοφάνης) χρειάζεται φτερνιστήρι και ο άλλος (ο Αριστοτέλης) χρειάζεται χαλινάρι».  Ο Πλάτωνας έλεγε κι ετούτο εδώ: «Κοιτάξτε σε τι γρήγορο άλογο, τι αργοκίνητο γάιδαρο εκπαιδεύω να παραβγεί».  Κατά τα άλλα, ο Ξενοφάνης ήταν «σεμνός και αεί σκυθρωπός».

Τον περισσότερο καιρό έμεινε στην Ακαδημία, όπως και άλλοι μαθητές του Πλάτωνα.  Να πούμε εδώ ότι στην Ακαδημία του Πλάτωνα υπήρχαν διαμερίσματα για ύπνο, αλλά και για φαγητό.  ΟΙ μαθητές δεν πλήρωναν δίδακτρα.  Ωστόσο, επειδή οι γονείς των μαθητών ανήκαν στα εύπορα στρώματα των πολιτών, η Ακαδημία εισέπραττε πολλές και γενναίες δωρεές, με τις οποίες κάλυπτε τα λειτουργικά της έξοδα.    «Οι πλούσιοι», λένε οι πηγές μας, «από καιρού εις καιρόν κληροδοτούσαν με τις διαθήκες τους στα μέλη της σχολής τα μέσα να διάγουν βίον φιλοσοφικής ανέσεως» (Σουΐδας).

Κάποτε η Φρύνη (η όμορφη και διάσημη εταίρα, που το γυμνό της κορμί χρησιμοποίησε ως πρότυπο ο πλάστης Πραξιτέλης για να φτιάξει το άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου) θέλησε να βάλει σε πειρασμό («εθελήσαι πειράσαι») τον Ξενοκράτη.  Έτρεξε λοιπόν και τρύπωσε στο μικρό σπίτι του Ξενοκράτη, λέγοντας ότι κάποιοι δήθεν την κυνηγούν.  Αυτός, από ανθρώπινη καλοσύνη και φιλότιμο, τη δέχτηκε, κι επειδή υπήρχε μόνο ένα μικρό κρεβάτι, της επέτρεψε να πλαγιάσει μαζί του.  Τελικά, παρ’ όλες τις θερμές παρακλήσεις της να ερωτοσμίξουν, σηκώθηκε κι έφυγε άπρακτη («άπρακτον αναστήναι»).  Σ’ εκείνους που τη ρωτούσαν τι απέγινε, απαντούσε ότι δεν έρχεται από έναν άντρα, αλλά από έναν ανδριάντα («ουκ απ’ ανδρός, αλλ’ απ’ ανδριάντος»)!

Ο Ξενοκράτης ήταν και πολύ αξιόπιστος.  Μόνο σ’ αυτόν οι Αθηναίοι επέτρεπαν να καταθέτει στα δικαστήρια χωρίς να ορκίζεται («ανώμοτον μαρτυρείν»).  Επιπλέον ήταν και πολύ αυτάρκης.  Όταν κάποτε ο Μ. Αλέξανδρος του έστειλε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, αυτός κράτησε τρεις χιλιάδες αττικές δραχμές και τα υπόλοιπα τα γύρισε πίσω, λέγοντας εκείνος χρειάζεται περισσότερα γιατί διατρέφει περισσότερο κόσμο («πλείονας τρέφοντι»).  Όταν στην αυλή του τύραννου Διονυσίου τιμήθηκε με χρυσό στεφάνι, ως έπαθλο πολυποσίας στις γιορτές «Γερό Ποτήρι», αυτός μόλις βγήκε έξω κατέθεσε το χρυσό στεφάνι στο άγαλμα του Ερμή, όπως συνήθιζε να καταθέτει και τα στεφάνια από λουλούδια. 

Σ’ εκείνον τον μαθητή που ήθελε να παρακολουθήσει τα μαθήματά του, χωρίς προηγουμένως να έχει μάθει ούτε μουσική ούτε γεωμετρία ούτε αστρονομία, του είπε: «Φύγε, γιατί δεν έχεις με τι να πιάσεις τη φιλοσοφία» («λαβάς γαρ ουκ έχεις φιλοσοφίας»). 

Όταν ο τύραννος Διονύσιος είπε στον Πλάτωνα ότι θα του κόψει το κεφάλι, ο Ξενοκράτης, που ήταν παρών και συνόδευε τον Αθηναίο σοφό, είπε στον τύραννο: «Κανένας δεν θα αγγίξει το κεφάλι του Πλάτωνα, προτού κοπεί ετούτο εδώ», δείχνοντας το δικό του κεφάλι. 

Κι όμως, τον υπέροχο αυτόν άνθρωπο οι Αθηναίοι τον πούλησαν μια μέρα ως δούλο, επειδή δεν είχε να πληρώσει το «μετοίκιον».  Να σημειώσουμε εδώ ότι το «μετοίκιον» ήταν ο ετήσιος φόρος των δώδεκα αττικών δραχμών που πλήρωναν οι μέτοικοι, δηλ. οι ξένοι που ήσαν εγκατεστημένοι κι εργάζονταν στην Αθήνα.  Ένας γιος τέτοιου μέτοικου ήταν και ο διάσημος ρήτορας Λυσίας.  Στην απογραφή τού 309 π.Χ.  οι μέτοικοι στην Αθήνα έφταναν τις 45.000. 

Ο άνθρωπος που αγόρασε τον Ξενοκράτη ως δούλο ήταν ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, ο οποίος απελευθέρωσε τον Ξενοκράτη και, παράλληλα, έδωσε στους Αθηναίους το οφειλόμενο μετοίκιο.  Για 25 χρόνια ο Ξενοκράτης διεύθυνε την σχολή του Πλάτωνα (την Ακαδημία).  Γέρος πια, 82 ετών, πέθανε μια νύχτα, σκοντάφτοντας πάνω σε μια χάλκινη λεκάνη. 

Κλείνοντας, να παραθέσουμε κάποιους τίτλους από το πλούσιο (αλλά δυστυχώς χαμένο) συγγραφικό του έργο:  Περί φύσεως (6 βιβλία), Περί σοφίας (6 βιβλία), Περί Ιδεών, Περί πλούτου, Περί εγκρατείας, Περί ωφελίμου, Περί ελευθερίας, Περί θανάτου, περί φιλίας, Περί ευδαιμονίας, Περί μνήμης, Περί του ψεύδους, Περί φρονήσεως, Περί σωφροσύνης, Περί δυνάμεως νόμου, Περί πολιτείας, Περί οσιότητος, Περί ειμαρμένης, Περί παθών, Περί ομονοίας, Περί δικαιοσύνης, Περί αρετής, Περί ηδονής, Περί ανδρείας, Περί θεών, Περί ψυχής, Περί επιστήμης, Περί επιστημοσύνης, Περί φιλοσοφίας, Περί του αγαθού, Περί αριθμών, Περί τέχνης, κ.ά.
Αυτός λοιπόν ήταν ο Ξενοκράτης ο Χαλκηδόνιος, που, εκτός από φιλοσοφικές πραγματείες, έγραψε και ποιήματα (σύνολο: 224.239 στίχοι).