Η άποψη της Επίκουρης Καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Πατρών, Δρ. Ευγενίας Αρβανίτη για τον σημαντικό ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι μετανάστες που φιλοξενούνται στην Ελλάδα, για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας, προκάλεσε την αντίδραση πολλών ομογενών.

Η Δρ. Ευγενία Αρβανίτη σπούδασε και εργάστηκε πολλά χρόνια στη Μελβούρνη όπου, μάλιστα, ασχολήθηκε με θέματα μετανάστευσης και προώθησης της ελληνικής γλώσσας στη διασπορά μέσα από την ιδιότητά της, της Διευθύντριας του Κέντρου Παροικιακής Ιστορίας και Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου RMIT Μελβούρνης.
Σήμερα είναι Επίκουρη Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πατρών με γνωστικό αντικείμενο διαφορετικότητα και ετερότητα στην εκπαίδευση.

Μιλώντας στο ελληνικό πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας της SBS μεταξύ άλλων υπογράμμισε και την σημασία που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν οι μετανάστες που φιλοξενούνται στην Ελλάδα, για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας.

Η δήλωσή της αυτή προκάλεσε την αντίδραση πολλών που με αναρτήσεις τους την κατηγορούσαν ότι προωθεί την «αλλοίωση» της ελληνικής κοινωνίας.
Με τον επαναπατρισμό της στην Ελλάδα η Δρ. Αρβανίτης εργάστηκε σε διάφορες θέσεις στο Υπουργείο Παιδείας για θέματα εκπαίδευσης ενηλίκων και διαπολιτισμικής εκπαίδευσης ενώ στις τελευταίες εκλογές ήταν και υποψήφια στην περιφέρεια της Α΄ Αθηνών με το Κίνημα Αλλαγής.

Αυτές τις μέρες η Δρ. Αρβανίτη βρέθηκε στη Μελβούρνη για επαγγελματικούς λόγους. Για τον ορισμό της πολυτισμικότητας είπε ότι είναι:
«Η αμοιβαία ανταλλαγή και επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων που έχουν διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα, διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά ως προς τον πολιτισμό τους, τη γλώσσα τους και τις συνήθειές τους και μαθαίνουν να συνεργάζονται να επικοινωνούν με στόχο κοινά συνεργατικά αποτελέσματα. Δηλαδή έχουν κοινή συναντίληψη σε ορισμένα πράγματα και να μπορέσουν να δουλέψουν και να πετύχουν συγκεκριμένους στόχους», ανέφερε χαρακτηριστικά, τονίζοντας παράλληλα την αξία που έχουν για την ελληνική κοινωνία θα πρέπει να επιδείξει ωριμότητα:

«Οι Έλληνες δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα που δεν υποδέχεται μετανάστες και πρόσφυγες, αλλά στην οποία θα εγκατασταθούν χιλιάδες από αυτούς τους ανθρώπους μελλοντικά. Οι Έλληνες έχουν ανταποκριθεί πάρα πολύ σοβαρά και πολύ θετικά απέναντι στην προσφυγική παρουσία επιδεικνύοντας μεγάλη φιλοτιμία και φιλανθρωπία. Αυτό είναι στα θετικά τους. Ωστόσο σαν κοινωνία ακόμη δεν είναι ώριμοι να δεχθούν ότι αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να μείνουν για πάντα στην Ελλάδα και μπορεί να αλλάξουν τη φυσιογνωμία της χώρας ως ένα βαθμό», είπε.
Έχοντας διανύσει τρεις δεκαετίες στον χώρο της εκπαίδευσης, η ίδια μιλ΄βντας πρόσφατα στο nooz, υπογράμμισε ότι οραματίζεται και εργάζεται για μια κοινωνία που κανείς δεν θα μείνει πίσω μέσα σε ένα φοβικό περιβάλλον απόρριψης και αποτυχίας.

Δηλώνει με έμφαση πως είναι ανάγκη να οικοδομηθεί μια μετασχηματιστική παιδαγωγική/εκπαίδευση που θα έχει ως επίκεντρο τον άνθρωπο και τις αστείρευτες δυνάμεις του για καινοτομία, διαπολιτισμική ανταλλαγή, διάλογο, αμοιβαιότητα, συναίνεση και συνεργατικότητα.
Με βάση, την πολύτιμη αυτή εμπειρία της, τονίζει πως “Έλληνας είσαι από επιλογή και όχι από κάποια φανταστική γραμμή αίματος. Έλληνας γίνεσαι με την προσφορά σου στον τόπο”.
Ορίζει τη διαπολιτισμικότητα ως την αμοιβαία και ισότιμη ανταλλαγή και (συν)εργασία προς μια δίκαιη κοινωνία, μιλώντας για την ανάγκη να οργανώσουμε, όπως λέει, μια μεταναστευτική πολιτική χωρίς αγκυλώσεις.
Στο ακανθώδες ζήτημα του πανεπιστημιακού ασύλου, αναφέρει πως δεν μπορεί να είναι άλλοθι για παράνομες ενέργειες και την μπαχαλοποίηση των πανεπιστημίων.

ΤΑ ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ ΤΗΣ

Ερ. Είστε στο χώρο της εκπαίδευσης επί σειρά ετών. Πόσο μακρύς είναι ο δρόμος απ’ τα καθηγητικά έδρανα στην πολιτική αρένα και ποιο ήταν το κίνητρο για να ασχοληθείτε με την πολιτική;
Απ. Καθήκον κάθε δημοκρατικού πολίτη είναι η ενεργή συμμετοχή στα κοινά. Έχοντας διανύσει 3 δεκαετίες στο χώρο της εκπαίδευσης από διάφορες θέσεις πιστεύω ότι χρειάζονται νέες φωνές στον πολιτικό στίβο ώστε να γίνει κατανοητό ότι η εκπαίδευση αποτελεί τη βασική παράμετρο οικονομικής, προσωπικής και κοινωνικής ανάπτυξης και ευημερίας.

Στους χαλεπούς καιρούς της κρίσης δοκιμάζεται σκληρά ο ρόλος της προσωπικότητας, του εργαζόμενου και του πολίτη. Χρειάζονται νέες ικανότητες για να μπορεί κάποιος να ανελιχθεί και να προκόψει σε ένα περιβάλλον με νέες απαιτήσεις, νέα κοινωνικότητα και νέες ανασφάλειες.

Ερ. Ποιος πιστεύετε ότι πρέπει να είναι ο ρόλος της εκπαίδευσης σήμερα, ως προς τη διαμόρφωση συνειδητοποιημένων, ελεύθερα σκεπτόμενων και ενεργών πολιτών;
Απ. Ο ρόλος της εκπαίδευσης είναι να μετασχηματίζει παλιές συνήθειες και να φέρνει νέα γνώση και ικανότητες ώστε να μπορούν οι πολίτες να είναι λειτουργικοί και δημιουργικοί σε κάθε κοινωνικό, ατομικό ή οικονομικό πλαίσιο. Όταν ο κόσμος αλλάζει ραγδαία η εκπαίδευση δεν μπορεί να μένει πίσω με στερεότυπα και πολιτικές που δεν αποδίδουν.

Θυμάμαι όταν μετανάστευσα στην Αυστραλία ως άνεργη νέα τη δεκαετία του 1990 εκείνο που μου έδωσε νέα προοπτική ήταν η καλή εκπαίδευση που έλαβα από ένα Αυστραλιανό εκπαιδευτικό ίδρυμα, το RMIT. Αυτές τις νέες γνώσεις και ικανότητες έφερα στην Ελλάδα ως ένα άτομο με ανοιχτό μυαλό που ξέφυγε από πεποιθήσεις εθνοκεντρικές και αγκυλώσεις.
Στα χρόνια μου το φοιτητικό κίνημα αντιδρούσε στην εντατικοποίηση των σπουδών. Κενά συνθήματα που δεν μας προετοίμαζαν για τη νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης. Έχουμε πληρώσει ακριβά ως χώρα την έλλειψη λογοδοσίας και τα κλισέ που αφορούν στην εκπαίδευση.

Ακόμη και τώρα το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει υπερπληθώρα περιεχομένου, στηρίζεται στο ένα βιβλίο και στην παραδοσιακή/προοδευτική παιδαγωγική. Δεν διδάσκουμε στα παιδιά μας ικανότητες και δεοντολογία.

Ερ. Έχετε μακρά θητεία στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, όπου εργαστήκατε για μια δεκαετία, με ειδίκευση σε ζητήματα μετανάστευσης και προώθησης της ελληνικής γλώσσας στη διασπορά.
Πώς αποτιμάτε αυτή την πολυετή εμπειρία, ποια διδάγματα αντλήσατε και πιστεύετε πως μπορούν ορισμένες καλές πρακτικές που συναντήσατε εκεί να βρουν εφαρμογή και στην ελληνική πραγματικότητα;
Απ. Μετανάστευσα στη Μελβούρνη Αυστραλίας το 1995 όπου ολοκλήρωσα το διδακτορικό μου και εργάστηκα για μια δεκαετία. Εκεί ασχολήθηκα με θέματα μετανάστευσης και προώθησης της ελληνικής γλώσσας στην διασπορά μέσα από την ιδιότητά μου της Διευθύντριας του Κέντρου Παροικιακής Ιστορίας και Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου RMIT Μελβούρνης και από την πλούσια κοινωνική μου δράση στην Κοινότητα Μελβούρνης υπό την Προεδρία του Γιώργου Φουντά.
Η παροικία ήταν μεγάλο σχολείο με τα θετικά της και τα αρνητικά της. Είδα κατακερματισμό και ηγεμονικές συμπεριφορές όπως και έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού για τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας. Είδα την ελλαδοκεντρική προσέγγιση της ελληνικής πολιτείας που δεν αντιλαμβανόταν τη νέα ταυτότητα των Ελλήνων της διασποράς και ούτε συνομιλούσε μαζί της. Το πληρώνουμε αυτό με την υποχώρηση της γλώσσας μας στη διασπορά.
Όμως είδα και τις νέες γενιές Ελλήνων και τις νέες πρακτικές προώθησης της ταυτότητας μέσα από αμοιβαίο διάλογο και σύγχρονες πρακτικές. Διδάχθηκα από τη διασπορά. Έμαθα να ακούω και όχι να μιλώ, έμαθα να αποδέχομαι τη διαφορετική γνώμη και να δουλεύω για έναν στόχο παρά τις δυσκολίες.Έμαθα να σχεδιάζω και να οργανώνω στρατηγικά τα επόμενη βήματα. Έμαθα να (συν)εργάζομαι για το όραμα και το κοινό καλό μέσα από διάλογο και συναίνεση και όχι τη σύγκρουση.
Αυτές τις αξίες φέρνω μαζί μου και στον επαγγελματικό μου χώρο εδώ στην Ελλάδα μαζί με την πατριωτική αγάπη για τη χώρα μου. Κουβαλάω πάντα μαζί μου τον αγώνα των Ελλήνων της διασποράς μέσα από τις αντιφάσεις του και το δυναμισμό του. Η διασπορά με άλλαξε ως άτομο και εγώ δέχθηκα αυτή την αλλαγή ως κάτι θετικό ξεφεύγοντας από παλιές πεποιθήσεις.