Θέση για τις εξελίξεις στις σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας πήρε ο πρωθυπουργός Scott Morrison, δηλώνοντας ότι τόσο η Αυστραλία όσο και ολόκληρος ο κόσμος θα πρέπει να συνηθίσει τον εμπορικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει μεταξύ των δύο χωρών.

Η οικονομική διένεξη μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων κλιμακώνεται με την επιβολή ολοένα και περισσότερων δασμών στις εκατέρωθεν εισαγωγές. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τράμπ ανακοίνωσε νωρίτερα αυτό τον μήνα μια νέα σειρά φόρων στα 300 δισεκατομμύρια δολάρια Αμερικής (443 δισεκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας) στις κινεζικές εισαγωγές όπως τα κινητά τηλέφωνα.

Η απαισιόδοξη προειδοποίηση του κ. Morrison σχετικά με τις συνεχιζόμενες εμπορικές εντάσεις ΗΠΑ – Κίνας έρχεται πριν από την επίσκεψή του στη σύνοδο κορυφής G7 στη γαλλική πόλη Biarritz αυτό το Σαββατοκύριακο.

Είπε χαρακτηριστικά ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Πεκίνου συνεχίζονται, αλλά όχι προς την επιθυμητή κατεύθυνση.

«Ήμουν πιο σίγουρος στη συνάντηση G20 το 2018 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής και πράγματι έκαναν αρκετή πρόοδο εκεί, αλλά τα πράγματα πήραν την κάτω βόλτα μετά από αυτό», δήλωσε ο κ. Morrison στο Channel Seven.

«Υπήρξε μια προσπάθεια να αντιστρέψουμε την κατάσταση στη φετινή Σύνοδο Κορυφής G20 στην Οσάκα, αλλά είδαμε τι συνέβη από τότε. Έτσι νομίζω ότι θα πρέπει να συνηθίσουμε σε αυτό για λίγο καιρό, αυτό το επίπεδο έντασης, να το αντιμετωπίσουμε, να το κατανοήσουμε και να δούμε τις ευκαιρίες που κρύβει, οι οποίες είναι πολλές», κατέληξε ο πρωθυπουργός.

Ο κ. Morrison είπε επίσης ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έθεσαν ζητήματα νομιμότητας σχετικά με τις ενέργειες της Κίνας, ενώ η επιτυχία του Πεκίνου κατά τις τελευταίες δεκαετίες, πυροδότησε τις πιέσεις.

«Γιατί θα θέλουμε να περιορίσουμε την ανάπτυξη της Κίνας; Αυτό θα ήταν ανόητο από μέρους μας», είπε ο κ. Morrison.

«Νόμιζα ότι αυτός ήταν ο λόγος εμπλοκής με την Κίνα, ότι θα καταφέρουν να φτάσουν σε τέτοιο σημείο οικονομικής ωριμότητας ώστε εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι να βγουν από τη φτώχεια», εξήγησε.

Στη συνέχεια, όμως, ο Αυστραλός Πρωθυπουργός μίλησε για γενική υποχρέωση τήρησης των κανονισμών που διέπουν το διεθνές εμπόριο από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, τονίζοντας ότι η Κίνα δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση.

«Μετά από τόσο μεγάλα οικονομικά επιτεύγματα, οι κανόνες που ισχύουν για όλους εμάς και τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρέπει να ισχύουν και για την Κίνα», είπε χαρακτηριστικά.

«Και η διαταγή που βασίζεται στους κανόνες σχετικά με τον τρόπο χειρισμού της τεχνολογίας, τον τρόπο διαμόρφωσης των εταιρικών σχέσεων, τον τρόπο με τον οποίο καταβάλλονται οι πληρωμές … πώς μειώνονται οι εκπομπές ρύπων, για παράδειγμα, εννοώ ότι όλοι θα πρέπει τώρα να υπόκεινται στους ίδιους κανόνες», κατέληξε ο κ. Morrison.

Η Αυστραλία προσπαθεί να διατηρήσει μια λεπτή ισορροπία μέσα στη δίνη του εμπορικού πολέμου που έχει ξεσπάσει μεταξύ του μεγαλύτερου εμπορικού εταίρου της, της Κίνας και του σημαντικότερου εταίρου στα ζητήματα ασφάλειας, των Ηνωμένων Πολιτειών.

Από την άλλη έχει να αντιμετωπίσει και τις απόπειρες του Πεκίνου να επεκτείνει την επιρροή του στον Ειρηνικό, με την Καμπέρα να καταβάλλει έντονες προσπάθειες στην περιοχή προκειμένου να ανακτήσει τη στρατηγική της σημασία μεταξύ ορισμένων από τους πλησιέστερους γείτονές της.

Ωστόσο, το Φόρουμ των Νήσων του Ειρηνικού που πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα, έχει προκαλέσει ένταση, με τους ηγέτες να στρέφονται κατά του κ. Morrison, εξαπολύοντας βολές κατά της Αυστραλίας ότι αγνοεί τις ανησυχίες τους για θέματα όπως η κλιματική αλλαγή.

Αυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Ομοσπονδιακής Αντιπολίτευσης, η οποία προειδοποίησε τον Συνασπισμό ότι πρέπει να αντιμετωπίζει την περιοχή ως ευκαιρία για ανάπτυξη και όχι ως τρόπο αποκλεισμού της Κίνας.

Ήταν στις 15 Ιουνίου του 2018 όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε για πρώτη φορά δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές. Ήταν η απαρχή μιας διένεξης, η οποία ολοένα και συχνότερα χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς ως εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου.

Οι αρνητικές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο γίνονται ιδιαίτερα αισθητές σε οικονομίες, που βασίζονται κυρίως στις εξαγωγές. Τα οφέλη τρίτων χωρών από την εμπορική διένεξη ΗΠΑ-Κίνας είναι βραχυπρόθεσμα, εκτιμούν ορισμένοι οικονομολόγοι και αναφέρονται κυρίως σε κλωστοϋφαντουργίες στο Πακιστάν και το Βιετνάμ. Ο μεγάλος χαμένος είναι ωστόσο οι καταναλωτές, καθώς κατά τη διάρκεια του δεκατετράμηνου αυτού εμπορικού πολέμου διάφορα προϊόντα, από κινητά ως υπολογιστές, από είδη ιματισμού ως παιγνίδια, έχουν ακριβύνει αισθητά.