Τα υπερωκεάνια ήταν μεγάλα επιβατηγά πλοία, ικανά να διαπλέουν ωκεανό. Η περίοδος ακμής τους ήταν από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 20ού και συνδέθηκαν κυρίως με τη μετανάστευση. Γι’ αυτό ονομάστηκαν «μεταναστευτικά ποντοπόρα πλοία».

Οι ελληνικές υπερπόντιες γραμμές που αναπτύχθηκαν ήταν κυρίως δύο, η γραμμή Βορείου Ατλαντικού (1907-1977), που τη διέκοψε για εφτά χρόνια ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, και η γραμμή Αυστραλίας (1947-1977)

Οι σημαντικότερες υπερωκεάνιες ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες ήταν η «Υπερωκεάνιος Ελληνική Ατμοπλοΐα» του Δ. Μωραΐτη, της οποίας η χρεοκοπία την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα κατέστρεψε οικονομικά πολλούς μικρομετόχους, κυρίως νησιώτες («Εφημερίδα των Συντακτών» 23-24.7.2016), η «Εθνική Ατμοπλοΐα Ελλάδος» του Λεωνίδα Εμπειρίκου, η «Greek Line» των αδελφών Γουλανδρή, η «Εθνική Ελληνική Γραμμή Αμερικής» του Ε. Ευγενίδη, η «Χανδρής Λάινς» του Α. Χανδρή, η «ΕΛ.ΜΕ.Σ» των αδελφών Γιαννουλάτου κ.ά.

Ενα από τα ελληνικά υπερωκεάνια ήταν το «Ολυμπία», που είχε ναυπηγηθεί το 1953 και ανήκε στην «Greek Line».

Με αυτό το πλοίο ταξίδεψε το 1965 ο συγγραφέας και εκπαιδευτικός Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος και σε επιφυλλίδα του στην εφημερίδα «Ελευθερία» (φ. 18.7.1965) έκανε μια παραστατικότατη περιγραφή των ανέσεών του, χωρίς να αποφεύγει τη σύγκριση με «τ’ ατελεύτητα δεινά της καλοκαιρινής ακτοπλοΐας».

«Το καράβι, είκοσι τρεις χιλιάδες τόννοι, οχτώ όροφοι, προχωρεί γοργά, είκοσι δύο μίλια την ώρα, μέσα στη νύχτα της Μεσογείου. (…) Η συντροφιά κατασταλάζει στη “μυκηναϊκή αίθουσα” (με τη μινωική διακόσμηση, άρα στη “μινωική αίθουσα” αυτό θα ήταν το σωστότερο) με τα χαμηλωμένα φώτα, με τη διακριτική ορχήστρα. (…) Είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύω μ’ ένα αληθινά μεγάλο καράβι. Ολόκληρο το απομεσήμερο περιπλανήθηκαν, χάθηκα, ξαναβρέθηκα (…) σ’ ένα λαβύρινθο διαμερισμάτων (…).

Η “Ολυμπία” έχει τετρακόσια πενήντα πρόσωπα πλήρωμα. Μπορεί να μεταφέρει χίλιους πεντακόσιους επιβάτες. Ο αρχιμάγειρος με τους εξήντα εφτά βοηθούς του είναι ένας αληθινός στρατηγός σε ώρα μάχης, της φοβερής μάχης του στομαχιού. Εξη ίσαμε οχτώ χιλιάδες ψωμάκια κατασκευάζει κάθε μέρα ο φούρνος του καραβιού. (…). Το καλλωπιστήριο, το τυπογραφείο, που τυπώνει κάθε μέρα τη μικρή εφημερίδα του καραβιού, το “Ολυμπιακό θέατρο” που μετατρέπεται και σε κινηματογράφο (οι ταινίες είναι πάντοτε από τις γνωστότερες και τις πιο προσεχτικά διαλεγμένες) και σ’ εκκλησία, η βιβλιοθήκη (…), οι κολυμβητικές δεξαμενές, τα εμπορικά καταστήματα, το φωτογραφείο, οι έξοχες αίθουσες αναψυχής, η “αθηναϊκή ταβέρνα”, οι αίθουσες παιγνιδιών, το γραφείο των τηλεπικοινωνιών (μπορείς να τηλεγραφήσης ή να τηλεφωνήσης ανετώτατα στο σπίτι σου), το αρτιώτατα εξωπλισμένο νοσοκομείο, οι κλιματισμός, που διατηρεί παντού εαρινή θερμοκρασία, οι ανελκυστήρες, ένα πλήθος άλλες ευκολίες μεταβάλλουν το ταξίδι σε μια μικρή ευτυχία και μάλιστα για όλους μας, που αναθυμούμαστε με φρίκη τ’ ατελεύτητα δεινά της καλοκαιρινής ακτοπλοΐας».

Η «βασιλεία» των υπερωκεανίων άρχισε να τερματίζεται με την εξέλιξη των αεροπορικών συγκοινωνιών. Από τη δεκαετία του 1970, παρόλο που εξακολουθούσαν να υπάρχουν δίκτυα υπερωκεάνιων γραμμών άρχισαν σιγά σιγά να αποσύρονται και να μετατρέπονται σε ποντοπόρα κρουαζιερόπλοια, στον νέο τουριστικό κλάδο που ανθεί σήμερα.