75 χρόνια από το μπλόκο της Κοκκινιάς


Ξημερώματα Πέμπτης, 17 Αυγούστου 1944, περίπου 3.000 βαριά οπλισμένοι Γερμανοί και Έλληνες ταγματασφαλίτες, με μηχανοκίνητα τμήματα του γερμανικού στρατού και ελαφρά άρματα, περικύκλωσαν την περιοχή από το ύψος του Γ’ Νεκροταφείου Νίκαιας και έως το Περιβολάκι.

Το τελευταίο καλοκαίρι της Κατοχής, εκείνο του 1944, ίσως το χειρότερο σύμφωνα με μαρτυρίες, καθώς οι Γερμανοί κατακτητές ήξεραν πως οδηγούνται στην ήττα και ήταν ακόμη πιο σκληροί, τμήμα του γερμανικού στρατού Κατοχής μαζί με τους Έλληνες συνεργάτες του εισέβαλαν στην Κοκκινιά, αναγκάζοντας όλο τον ανδρικό πληθυσμό της περιοχής να συγκεντρωθεί στην πλατεία της Οσίας Ξένης (σημερινή πλατεία 17ης Αυγούστου 1944).

Ξημερώματα Πέμπτης, 17ης Αυγούστου 1944, δύο μέρες μετά της Παναγιάς, περίπου 3.000 βαριά οπλισμένοι Γερμανοί και Ελληνες ταγματασφαλίτες, με δεκάδες μηχανοκίνητα τμήματα του γερμανικού στρατού, ακόμη και ελαφρά άρματα, περικύκλωσαν την περιοχή από το ύψος του Γ’ Νεκροταφείου Νίκαιας και έως το Περιβολάκι. Μαζί τους είχαν πολυβόλα, όλμους, μυδραλιοβόλα, αυτόματα και το μηχανοκίνητο τμήμα του δωσίλογου Νίκου Μπουραντά. Η ώρα ήταν 2.30 τα ξημερώματα. Τέτοια ώρα επέλεξαν οι «γενναίοι» Γερμανοί κατακτητές μαζί με τους εκατοντάδες Έλληνες που στήριζαν τη δολοφονική τους δράση να «τελειώνουν» με τη «Μικρή Μόσχα», όπως ήταν γνωστή η Κοκκινιά.

«Σε όλους τους δρόμους της Κοκκινιάς ακούς μόνο κλάματα μανάδων, συζύγων και παιδιών, ενώ από παντού ρέει αίμα και η πόλη μυρίζει θάνατο», καταγράφει η προφορική Ιστορία. Οι ταγματασφαλίτες απαιτούν να συγκεντρωθούν όλοι οι άνδρες ηλικίας 14 έως 60 ετών στην κεντρική πλατεία «για έλεγχο». Χρησιμοποιώντας τα γνωστά από την ΕΠΟΝ «χωνιά», οι ταγματασφαλίτες φωνάζουν: «Προσοχή – Προσοχή! Σας μιλάνε τα Τάγματα Ασφαλείας. Όλοι οι άνδρες από 14 χρόνων και πάνω να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου».

Η αφίσα της ταινίας «Το μπλόκο» του Άδωνι Κύρου

Γερμανοί στρατιώτες, βαριά οπλισμένοι, εισβάλλουν στα σπίτια, τρομοκρατούν και εκτελούν επί τόπου. Η επιχείρηση είχε προπαρασκευαστεί με λεπτομέρειες και το μυστικό είχε διαφυλαχτεί καλά. Επικεφαλής της κτηνωδίας ήταν ο συνταγματάρχης Ιωάννης Πλυντζανόπουλος, ο ταγματάρχης Γιώργος Σγούρoς και ο διοικητής του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας Νίκος Μπουραντάς. (Ο Νίκος Μπουραντάς όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε για τη δωσιλογική, δολοφονική δράση του, αλλά αργότερα έγινε και αστυνομικός διευθυντής Αθηνών. Στις εκλογές του 1950 εξελέγη βουλευτής Αττικοβοιωτίας με το κόμμα Ελληνική Αναγέννησις, το οποίο ανήκε στη συμμαχία Πολιτική Ανεξάρτητη Παράταξη. Απεβίωσε στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» στις 16 Ιανουαρίου 1981, σε ηλικία 81 ετών, και κηδεύτηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο.)

Από τα ξημερώματα μάζευαν και εκτελούσαν κόσμο. Γύρω στις 9 το πρωί, η πλατεία ήταν γεμάτη. Περίπου 20.000 Κοκκινιώτες βρίσκονταν εκεί. Ο «έλεγχος» που μόλις φώναζαν επρόκειτο να μετατραπεί σε μία από τις πιο φρικαλέες στιγμές στην Ιστορία της Αντίστασης και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Γερμανοί δίνουν εντολή στους συγκεντρωμένους να γονατίσουν.

Έλληνες προδότες με κουκούλες, για να μην αναγνωρίζονται (αργότερα πολλοί απ’ αυτούς βέβαια όχι μόνον «αναγνωρίστηκαν», αλλά έλαβαν και θεσμικά αξιώματα), αρχίζουν να κυκλοφορούν ανάμεσα στους γονατισμένους άνδρες υποδεικνύοντας όσους θεωρούσαν αγωνιστές και στελέχη του ΕΑΜ. Αυτοί συλλαμβάνονται κατευθείαν και βασανίζονται φριχτά σε γειτονικά οικόπεδα και υπόγεια. Πολλοί από αυτούς οδηγήθηκαν στη Μάντρα της Κοκκινιάς (μερικά στενά μακριά από την πλατεία) και εκτελέστηκαν ομαδικά.

Στο τέλος της ημέρας, τα θύματα μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν στο Γ’ Νεκροταφείο, ενώ περίπου 8.000 Κοκκινιώτες οδηγήθηκαν ως όμηροι στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Από κει, γύρω στα 1.800 άτομα στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Μανχάιμ, Νταχάου, Μπούνχεβαλντ, Μπίπλις, Άουσβιτς και αλλού.

Πρόκειται για τη μεγαλύτερη επίθεση, γνωστή ως «Μπλόκο της Κοκκινιάς», που κατέληξε σε λουτρό αίματος. Οχι μόνο από Γερμανούς προς Έλληνες, αλλά και από Έλληνες προς Έλληνες… Ο Άδωνις Κύρου έκανε την εξαιρετική ταινία «Το μπλόκο», που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κανών το 1966.

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΚΑΡΔΑΡΑ

Μία μέρα μετά τις μαζικές εκτελέσεις, βασανισμούς και συλλήψεις στο «Μπλόκο της Κοκκινιάς», Έλληνες ταγματασφαλίτες πιάνουν τον θρυλικό Στέλιο Καρδάρα. Ο Στέλιος Σπανός ή «Καρδάρας» ήταν μία από τις πιο ηρωικές μορφές της Εθνικής Αντίστασης. «Ένα παλικάρι που έπαιρνε την πέτρα και την έστυβε», όπως λένε όσοι τον γνώρισαν. Ήταν το αγαπημένο παιδί της Κοκκινιάς, ο ήρωας των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Ως έφηβος, σαλταδόρος, έκλεβε τρόφιμα απ’ τα γερμανικά καμιόνια και τα μοίραζε στον κόσμο που πεινούσε (πολλοί επιβίωσαν από αυτά). Ήταν από τους ηρωικότερους σαμποτέρ (ανατίναζε αποθήκες και αυτοκίνητα) και ομαδάρχης της ΟΠΛΑ (στην ένοπλη δράση πέρασε στα 18 του). Οι Γερμανοί είχαν προσπαθήσει κατ’ επανάληψη να τον συλλάβουν, χωρίς επιτυχία. Το πέτυχαν οι Έλληνες συνεργάτες τους, στήνοντάς του ενέδρα στα περιβόλια του Αϊ-Γιάννη Ρέντη. Πριν τον εκτελέσουν, τον βασάνισαν φριχτά, κόβοντας ακόμα και τα γεννητικά του όργανα. Ήταν μόλις 21 ετών.

Ο ρεμπέτης Μιχάλης Γενίτσαρης έκανε τη σύντομη ζωή τού ήρωα Καρδάρα τραγούδι. Το τραγούδι ακούστηκε για πρώτη φορά στην πλατεία Αγίου Νικολάου στη Νίκαια σε εκδήλωση που έκανε ο ΕΛΑΣ για να τον τιμήσει (με περισσότερα από 5.000 άτομα τότε): «Πενθοφορεί η Αγιά-Σοφιά, Παλιά και Νέα Κοκκινιά, κλάψε κι εσύ τώρα, ντουνιά, πιάσαν τον Στέλιο τα σκυλιά. Τον πιάσαν γερμανόφιλοι και ταγματασφαλίτες τον Στέλιο τον Καρδάρα μας, στο Ρέντη, οι αλήτες. Δεμένο τον επήγανε προς τον Άγιο Διονύση, δέκα ντουφέκια του ‘ριχναν, ώσπου να ξεψυχήσει. Θεέ μου, ας προλάβαινες, να ‘κανες άλλη κρίση, που ‘χε μανούλα κι αδελφές και έπρεπε να ζήσει. Άδικα τον σκοτώσανε, λες κι ήτανε κατάρα, γιατ’ ήταν στην Αντίσταση, τον Στέλιο τον Καρδάρα».