Είναι δύσκολη η εξορία, ιδιαιτέρως όταν πρέπει ν’ αφήσεις έναν επίγειο παράδεισο πίσω σου. Η 14η Σεπτεμβρίου είναι Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Στη διάρκεια του χρόνου μιλήσανε πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι της σκέψης και των γραμμάτων για τη μαύρη αυτή σελίδα της ιστορίας μας.

Οι Άραβες μας αποκαλούν Ίωνες (Γιουνάνι), καθώς δεν μας συνδέουν μονάχα με τα αρχαία φύλα που εγκαταστάθηκαν στην Αττική αλλά και με τη γη της Ιωνίας. Οι ρίζες μας είναι βαθιές σ’ έναν τόπο που σχηματίζει το τόξο των επτά λυχνιών της Αποκαλύψεως του Ιωάννη. Τα επτά Χριστιανικά κέντρα που προστάτευαν την Πόλη από επελάσεις Ανατολικών φυλών, με τη Σμύρνη πνευματική τροφό της Κωνσταντινούπολης επί σειρά αιώνων.

Σχεδόν αδύνατον να προσδιορίσει κάποιος τον τόπο, τους ανθρώπους και την ψυχοσύνθεση των Μικρασιατών καλύτερα από τον Γεώργιο Σεφέρη (1900-1971). Με τις επτά λυχνίες ν’ αχνοφέγγουν, διατηρείται η θέρμη στις νεότερες γενιές για την προγονική αυτή εστία.

Παραθέτω ορισμένα αποσπάσματα από κείμενα και στίχους του Σεφέρη που αποκαλύπτουν κομμάτια της συλλογικής μνήμης για τα γεγονότα της καταστροφής αλλά και το κενό που ακολούθησε για τα κυνηγημένα παιδιά της Μικρασίας. Τη θηριωδίας, τον ξεριζωμό και τον νόστο για τη χαμένη πατρίδα του Ανατολικού Ελληνισμού. Ας μην ξεχνούμε τα δράματα του τόπου μας. Μας βοηθούν να ερμηνεύουμε τη ζωή χωρίς κλαψουρίσματα. Να ερμηνεύουμε τις διεξόδους, την ισχύ της βούλησης για ζωή απέναντι στη μοίρα αλλά και τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης.

«Ἄκουσα σήμερα ἀπὸ ἕναν πρόσφυγα τοῦτο: Βγῆκαν κυνηγημένοι σ’ ἕνα ἑλληνικὸ νησί. Μαγαζιά, σπίτια, πόρτες, παράθυρα, ἔκλεισαν ὅλα μονομιᾶς. Αὐτὸς μὲ τὴν γυναίκα του μέσα στὸ κοπάδι. Τὸ μωρὸ ἕξι μέρες νὰ τραφεῖ· ἔκλαιγε, χαλνοῦσε τὸν κόσμο. Ἡ γυναίκα παρακαλοῦσε γιὰ νερό. Τέλος ἀπὸ ἕνα σπίτι τῆς ἀποκρίθηκαν:

«Ένα φράγκο τὸ ποτήρι». Κί ὁ πατέρας συνεχίζει: «Τί νὰ κάνω, κύρ-Στράτη, ἔφτυσα μέσα στὸ στόμα τοῦ παιδιοῦ μου γιὰ νὰ τὸ ξεδιψάσω».

Έξι νύχτες στην Ακρόπολη
Μὰ τί γυρεύουν οἱ ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω σὲ καταστρώματα κατελυμένων καραβιῶν
στριμωγμένες μὲ γυναῖκες κίτρινες καὶ μωρὰ ποὺ κλαῖνε
[..]
μέσα σε μία πατρίδα ποὺ δὲν εἶναι πιὰ δική μας
οὔτε δική σας.
Μυθιστόρημα
Θυμάμαι ακόμη
ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές, σ’ άδεια κοχύλια θεάτρων
όπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα,
Κι εγώ τον ρώτησα: «Κάποτε θα ξαναγεμίσουν;»
Και μ’ αποκρίθηκε: «Μπορεί, την ώρα του θανάτου».
Μνήμη, Β΄. Έφεσος
Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου
Το σπίτι σαν το καλοκοιτάξεις μέσα από τις παλιές κορνίζες
ξυπνά με τα πατήματα της μητέρας στα σκαλοπάτια
το χέρι που φτιάνει τα σκεπάσματα ή διορθώνει την κουνουπιέρα
τα χείλια που σβήνουν τη φλόγα του κεριού.
Piazza san Nicolò