Πριν προβώ στην ανάπτυξη του σημερινού θέματος οφείλω να κάνω μια διόρθωση στο άρθρο της περασμένης εβδομάδας, δεδομένου ότι είχα αναφέρει πως ο Λόρδος Βύρων είχε επισκεφθεί την Ελλάδα για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1821.

Στην πραγματικότητα ο Λόρδος Βύρων είχε επισκεφθεί την Ελλάδα δύο φορές, την πρώτη το 1809 ως περιηγητής, παρακινημένος από την κλασική του παιδεία, και την επιθυμία του να δει τα μνημεία του ένδοξου παρελθόντος της Ελλάδας, και την δεύτερη φορά το 1823 ως φιλέλληνας, με σκοπό να πάρει μέρος στον αγώνα των Ελλήνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Σήμερα θα αναφερθώ στο πρώτο ταξίδι του Βύρωνα στην Ελλάδα, μετά από ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα.

Ο Λόρδος Βύρων γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1788 στο Λονδίνο, και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Από μικρός αγαπούσε τη μελέτη, διάβασε πολλά βιβλία, σπούδασε σε ανώτερα αγγλικά κολέγια, έμαθε να μιλά τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά, και ταξίδευε πολύ. Σε ηλικία 21 χρόνων είχε γίνει βουλευτής, και πολλές φορές βρέθηκε αντίθετος με τους άλλους λόρδους, διότι έδειχνε ενδιαφέρον για τα ζητήματα της εργατικής τάξης.

Ο Βύρων ήταν όμορφος άνδρας, με πυκνά πυρόξανθα σγουρά μαλλιά και ωραίο παράστημα, αν και λίγο κουτσός από το δεξί του πόδι. Οι ερωτικές του περιπέτειες άφησαν εποχή στο Λονδίνο και η περιφρόνησή του για τις κοινωνικές συμβάσεις δημιούργησαν μικρά και μεγάλα σκάνδαλα.

Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ο Βύρων, που με το ποίημά του «Προφητεία του Δάντη» είχε καταδικάσει τα τυραννικά καθεστώτα και είχε εκφράσει τη συμπάθειά του για τους απελευθερωτικούς αγώνες των λαών, έδειξε αμέσως το ενδιαφέρον του. Το 1823 έγινε μέλος του «Φιλελληνικού Κομιτάτου», ενός συλλόγου από Άγγλους φιλελεύθερους και φιλέλληνες, που είχαν σκοπό να ενισχύσουν τους Έλληνες στον αγώνα τους κατά της τουρκοκρατίας.

Σε κάποιον φίλο του είχε γράψει τα ακόλουθα:

«Αποφάσισα να πάω στην Ελλάδα. Είναι το μοναδικό μέρος, όπου δοκίμασα πραγματική ευχαρίστηση. Αν είμαι ποιητής το χρωστώ στον αέρα της Ελλάδας». Με αυτό εννοούσε την πρώτη επίσκεψή του στην Ελλάδα το 1809.

Ο Βύρων έγινε σπουδαίος ποιητής από τότε που αναζήτησε την έμπνευση πέρα από το «αποκομμένο νησί», όπως αποκαλούσε ο ίδιος την πατρίδα του. Ταξίδεψε όσο κανένας άλλος λογοτέχνης της εποχής του, και μάλιστα στην ηλικία του: διέσχισε όλη την Ευρώπη με άμαξες και άλογα, πέρασε τις Άλπεις, και επισκέφθηκε την Ιταλία.

Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΒΥΡΩΝΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Τον Σεπτέμβριο του 1809 ο Λόρδος Βύρων επισκέφθηκε την Ελλάδα για πρώτη φορά. Μαζί του ήταν ο υπηρέτης του Fletcher και ο στενός του φίλος και συνοδοιπόρος J.C. Hobhouse. Αφού διέσχισαν τα νησιά του Ιονίου Πελάγους έφτασαν στο λιμάνι της Πάτρας. Μετά από περιοδεία της γύρω περιοχής προχώρησαν βορειότερα μέχρι την Πρέβεζα.

Τον Οκτώβριο του 1809 από την Πρέβεζα, και διά μέσου της Άρτας, ακολούθησαν βόρεια κατεύθυνση, με τελικό προορισμό τα Ιωάννινα, όπου ο Βύρων σχεδίαζε να συναντήσει τον Αλή Πασά. Όταν όμως έφτασαν στα Ιωάννινα, πληροφορήθηκαν πως ο Αλή Πασάς είχε αναχωρήσει για τη γενέτειρά του, το Τεπελένι της Αλβανίας, και έτσι επισκέφθηκαν γειτονικές περιοχές. Όταν έμαθαν πως ο Αλή Πασάς είχε επιστρέψει, ξαναπήγαν στα Ιωάννινα, όπου τους υποδέχθηκε με εγκαρδιότητα, συγχάρηκε την Βρετανική κυβέρνηση για την κατάληψη των Ιονίων νήσων, και πρότεινε στους επισκέπτες μια ακόμη συνάντηση, την οποία για κάποιο λόγο ο Βύρων δεν αποδέχθηκε.

Στις 20 Νοεμβρίου 1809 επέστρεψαν στο Μεσολόγγι, και από εκεί ξεκίνησαν για το ταξίδι προς την Αθήνα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού συνάντησαν τον Ανδρέα Λόντο, γόνο μιας οικογένειας προκρίτων της Αιγιαλείας, ο οποίος ενημέρωσε τον Βύρωνα πως οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει τον Ρήγα Φεραίο το 1798.
Σύμφωνα με ιστορικούς, η συνάντηση εκείνη με τον Ανδρέα Λόντο μετέστρεψε τον Βύρωνα από απλό επισκέπτη σε ένθερμο φιλέλληνα, που επέστρεψε στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821.

Όταν μπήκαν στην Αθήνα την παραμονή των Χριστουγέννων του 1809, ένας από τους συνοδούς του Βύρωνα φώναξε: «Αφέντη, το χωριό!». Αυτό δεν πρέπει να μας παραξενεύει, γιατί όταν το 1834 η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ο πληθυσμός της κυμαινόταν γύρω στις 7.000 κατοίκους.
Στην Αθήνα την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν επαρκείς χώροι διαμονής επισκεπτών, και έτσι τον Βύρωνα και τους συνοδούς του τους φιλοξένησε στο σπίτι της η κ. Μακρή, σύζυγος του πρώην Βρετανού Υποπρόξενου. Εκεί ο Βύρων άρχισε να βελτιώνει τα ελληνικά του, και να μεταφράζει ελληνικά δημοτικά τραγούδια στα αγγλικά.
Η μελέτη της ελληνικής γλώσσας, καθώς και το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, το οποίο κράτησε συνολικά 10 βδομάδες, έκαναν τον Βύρωνα να δει τους Έλληνες όπως πραγματικά ήταν την περίοδο εκείνη, και όχι όπως τους είχε γνωρίσει από τις πανεπιστημιακές του σπουδές για την αρχαία Ελλάδα.

Μετά από επίσκεψη στην Ακρόπολη, όπου ο Βύρων είδε την ανεπανόρθωτη ζημιά που είχε προξενήσει ο αρχαιοκάπηλος Έλγιν, έγραψε το ποίημα «The Curse of Minerva», το οποίο μετέπειτα ο Καθηγητής Πάνος Καραγιώργος μετάφρασε στα ελληνικά με τίτλο «Η Κατάρα της Αθηνάς». Ακολουθούν οι μεταφρασμένες δύο πρώτες και οι δύο τελευταίες στροφές του ποιήματος:

Μεγαλόπρεπα κι αγάλια τώρα ο ήλιος κατεβαίνει
πάνω στου Μοριά τους λόφους με θωριά χαριτωμένη,&
όχι σαν εκεί στις χώρες του Βορρά, σκοτεινιασμένος,
αλλ’ αστραφτερός σαν φλόγα, ζωντανός, φωτολουσμένος.
Στα βαθιά νερά μια ρίχνει απαλή, χρυσή αχτίνα,
και το πράσινο χρυσώνει, το ρυτιδωμένο κύμα.
Και στης Αίγινας το βράχο τον αρχαίο και στην Ύδρα
ο θεός του κάλλους βάζει του φιλιού του τη σφραγίδα.
………………………………………………………..
Ώ, καταραμένη να ‘ναι η ζωή του και ο τάφος
και οργή να συνοδεύει το ιερόσυλό του πάθος.
Τ’ όνομά του η Ιστορία δίπλα σ’ εκεινού θα γράψει
του τρελού, που της Εφέσου το ναό ‘χε κατακάψει.
Κι η κατάρα μου πιο πέρα απ’ τον τάφο να τον πάει,
και το μίσος αιωνίως και τους δυο να κυνηγάει.
Ο Ηρόστρατος και ο Έλγιν, και οι δυο ατιμασμένοι,
μα ο δεύτερος πιο μαύρος απ’ τον πρώτο θ’ απομένει.

Από την Αθήνα στις 4 Μαρτίου του 1810 ο Βύρων με τον Hobhouse σάλπαραν για τη Σμύρνη, και από εκεί πήγαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Βύρων, ο οποίος ήταν καλός κολυμβητής, κολύμπησε από την ευρωπαϊκή ακτή του Ελλήσποντου στην απέναντι ασιατική ακτή. Στις 14 Ιουλίου 1810 ο Βύρων και ο Hobhouse επέστρεψαν στην Αθήνα.

Σε ένα από τα ταξίδια του ο Βύρων συνάντησε μια ομάδα Τούρκων, οι οποίοι είχαν δεμένη σε ένα άλογο μια Ελληνίδα, την οποία πήγαιναν στην θάλασσα για να την πνίξουν, επειδή όπως είπαν είχε παράνομα ερωτική επαφή κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού, την θρησκευτική -μουσουλμανική- εορτή νηστείας.

Ο Βύρων δωροδόκησε τους Τούρκους και απελευθέρωσε την γυναίκα, την οποία βοήθησε να εγκατασταθεί στην Θήβα. Από εκεί ο Βύρων και ο Hobhouse πήγαν στην Κόρινθο, και στη συνέχεια στην Πάτρα, όπου παρέμειναν περισσότερο από ότι υπολόγιζαν, λόγω μιας κρίσης ελονοσίας που έπληξε τον Βύρωνα. Από την Πάτρα επέστρεψαν στην Αθήνα, όπου για ένα διάστημα ο Βύρων παρακολούθησε μαθήματα ελληνικής γλώσσας, ενώ παράλληλα συνέχισε το συγγραφικό του έργο.

Καθώς οι οικονομικές υποθέσεις του Βύρωνα απαιτούσαν την παρουσία του στο Λονδίνο, τον Απρίλιο του 1811 με τον Hobhouse πήραν το πλοίο για την Αγγλία.
Την ερχόμενη εβδομάδα θα αναφερθώ στην επιστροφή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι τον Δεκέμβριο του 1823 για να συμβάλει και αυτός, ως ένθερμος φιλέλληνας, στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων.