Το δημοσιογραφικό δαιμόνιο και η ερευνητική διάθεση της «αειθαλούς» Βούλας Λούστα

Αυστηρή κριτική, έμπειρο μάτι, αλάθευτο αυτί


Η γνωριμία μας έγινε το 1991. Ήταν το δεύτερο ταξίδι της στην Αυστραλία και ως άνθρωπος των Μέσων -έχει Δίπλωμα τριετούς φοίτησης στην Πανελλήνια Ένωση Δημοσιογράφων Θεσσαλονίκης- πέρασε από τα Γραφεία της εφημερίδας μας όταν ακόμα στεγάζονταν στο Russell Street στην πόλη, να μας χαιρετήσει.

Αρχισυντάκτης ήταν ο κ. Νώντας Πεζάρος, ο οποίος την καλοδέχθηκε και την φιλοξένησε στο γραφείο του.

Κατά περιόδους, οσάκις κατέβαινε στο σίτι, περνούσε να πει ένα γεια, δείχνοντας ιδιαίτερη συμπάθεια στο πρόσωπό μου. Ίσως γιατί έχουμε τις ίδιες ανησυχίες και πάθος για την παροικία. Ο λόγος για την Φλωρινιώτισα κ. Βούλα (Άρτεμις Παρασκευή) Λούστα, αδελφή του καταξιωμένου ζωγράφου Κώστα Λούστα, γνωστή στην παροικία για την αυστηρή κριτική της, το έμπειρο μάτι και το αλάθευτο αυτί.

– Πώς βρεθήκατε στην Αυστραλία;

Δεν μπορώ να πω ότι η πατρίδα μ’ έδιωξε. Εγώ την απαρνήθηκα και, μάλιστα, δυο φορές. Το 1956, το πρώτο μου ταξίδι στους Αντίποδες, διήρκησε 11,5 χρόνια. Επανήλθα το 1991 και από τότε ρίζωσα για καλά. Θεωρώ, ότι είναι ίδιον του Έλληνα να μεταναστεύει και να παλιννοστεί.

Η κ. Βούλα Λούστα

– Ας μιλήσουμε για τις καταβολές.

Ο πατέρας μου γεννήθηκε στο Νυμφαίο του Νομού Φλωρίνης το 1904. Ήταν ευπατρίδης, από αρχοντική οικογένεια και εμποροράφτης στο επάγγελμα. Γνωστός συνδικαλιστής, μιλούσε πολλές γλώσσες και εκπροσώπησε την Ελλάδα σε πολλά διεθνή συνέδρια. Το 1974 ταξίδεψε και στην Αυστραλία και μελέτησε το κοινωνικό της σύστημα. Για την προσφορά του στο τόπο μας, τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Βασιλικού Τάγματος Γεωργίου του Α’. Πέθανε το 1992.

Η ιστορία της μητέρας μου, Μαίρης Γκάλαν, είναι ένα κεφάλαιο από μόνο του. Σπούδασε με υποτροφία βιολί και τραγούδι, ήταν mezzo soprano, ενώ παράλληλα φοιτούσε σε Γαλλικό Κολλέγιο. Μετά τον χωρισμό των γονιών μας, τα τρία παιδιά μεγαλώσαμε με τον πατέρα μας, με τη βοήθεια της γιαγιάς, της θείας Λίνας και αργότερα της μητριάς μας. Παρά ταύτα σπούδασα πιάνο, ασχολήθηκα με το θέατρο και έχω δίπλωμα Αδελφής του Ερυθρού Σταυρού.

Η μητέρα μας ακολούθησε το δικό της δρόμο. Για πολλούς και διάφορους λόγους που δεν είναι του παρόντος, λέω μόνο τούτο. Αισθάνομαι ότι είναι οδυνηρό να χάνει κανείς τη μητέρα του στην πιο τρυφερή ηλικία και η οδύνη γίνεται ακόμα πιο αβάστακτη, όταν την χάνει για δεύτερη φορά. Αποκομμένη βίαια από τις ρίζες της, την πάλαι ποτέ βασιλεύουσα, περιπλανώμενη στον κόσμο μας, κατατρεγμένη, απογοητευμένη, προδομένη, παρεξηγημένη, κατέληξε να κολυμπά στα θολά νερά της Ωκεανίας, όπου –φευ!- προσπάθησε μάταια να διασώσει κάτι από τα συντρίμμια μιας ζωής.

Ωστόσο, η άφιξή της στην Αυστραλία το 1959 -έπαιξε βιολί στις πτέρυγες των πρώτων βιολιών σε καταξιωμένες συμφωνικές ορχήστρες της χώρας- τής επεφύλαξε μια λαμπρή καριέρα κι ένα βαρύ τίτλο. Της πρώτης Ελληνίδας στο χώρο της κλασσικής μουσικής. Ως θυγατέρα, αισθάνομαι περήφανη. Την βλέπω να περπατά με περισσή υπερηφάνεια κρατώντας το βιολάκι της, και, σκύβω με σεβασμό στην υπέρμετρη προσφορά της. Ο θρήνος και η μελωδία του βιολιού της, την συνοδεύουν από το 1994, όταν υπέγραψε το τελευταίο συμβόλαιο με τον θάνατο, στον τάφο.

1984 – Δίπλωμα τριετούς φοίτησης στην Πανελλήνια Ένωση Δημοσιογράφων Θεσσαλονίκης

– Και η Μελβούρνη;

Οι εμπειρίες εργασίας μ’ έκαναν να καταλάβω τι είχα, τι έχασα, και τι μού πρέπει. Κάθε μέρα διαπίστωνα κατάφορη αδικία και στυγνή εκμετάλλευση. Στο ελληνοκρατούμενο εργοστάσιο Tom Piper, για παράδειγμα, που κονσερβοποιούσε φρούτα, εργάστηκα 6 μήνες ως time keeper και ένα διάστημα στο γραφείο προσλήψεως εργατών. Σύντομα, όμως, αφού έφερα τα πάνω κάτω, με έδιωξαν… Άλλη μνήμη, άλλη ηλικία.

Ωστόσο, η πενταεετής υπηρεσία μου στο Απογευματινό Σχολείο της Κοινότητας Prahran της Αρχιεπισκοπής, μού έχει αφήσει άριστες αναμνήσεις. Θυμάμαι ξεκίνησα με 7 μαθητές και όταν για σοβαρούς οικογενειακούς λόγους επέστρεψα με πολύ πόνο στην Ελλάδα, άφησα 419 μαθητές με 92 στην Α’ τάξη. Φυσικά, καμιά σχέση με τη σημερινή οργανωμένη Ελληνομάθεια. Ήταν όμως το πρόπλασμα της σημερινής διαδοχής της εξέλιξης. Με δυο κουβέντες, χρόνια δημιουργικά που άξιζε τον κόπο.

– Είχατε όμως αφήσει πίσω μια λαμπρή καριέρα στην Ελληνική Ραδιοφωνία-Τηλεόραση Μακεδονίας.

Πριν την καριέρα μου στην ΕΡΤ Θεσσαλονίκης, προηγήθηκε μια σχεδόν πενταετής εργασία στην Πολυεθνική Ιαπωνική εταιρία TEKKOSA με έδρα τη Θεσσαλονίκη, όπου επεξεργαζόταν Ηλεκτρολυτικό Διοξείδιο του Μαγγανίου, πρώτη ύλη για μπαταρίες. Άριστη στη δουλειά μου, δεν άργησα να έχω την εύνοια και εμπιστοσύνη των Ιαπώνων διευθυντών. Έτσι μου έδωσαν την τιμητική ετικέτα «η μαμά Τεκόσα».

Το 1980 προσλήφθηκα στην Ελληνική Ραδιοφωνία-Τηλεόραση Μακεδονίας. Ξεκίνησα ως εκφωνήτρια ραδιοφώνου και τελείωσα το 1991, ως υπεύθυνη Δημοσίων Σχέσεων. Σ’ αυτό το διάστημα, πέρασα και από το διαφημιστικό και κατέγραψα το μουσικό αρχείο της ΕΡΤ. Παράλληλα ήμουν αρχισυντάκτης των «Αυστραλοελληνικών Νέων», δημοσιογραφικού οργάνου του Αυστραλοελληνικού Συνδέσμου Βορείου Ελλάδος, με σκοπό τη διατήρηση της φιλίας των δυο λαών και μέλος της Ένωσης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου.

1991 – Δεξίωση των Αυστραλών Βετεράνων Πολέμου στο Κυβερνείο της Θεσσαλονίκης

– Συνέδρια, συλλαλητήρια, διαλέξεις, πολιτιστικά δρώμενα…

Από τα μαθητικά μου χρόνια διοργάνωνα και λάμβανα μέρος σε πολιτιστικές εκδηλώσεις στη Φλώρινα. Επιγραμματικά αναφέρω την οργάνωση και τον συντονισμό του Ευρωπαϊκού Συμποσίου Θεσσαλονίκης το 1988, την διεύθυνση του Κρατικού Κέντρου Επιμορφώσεως Καλαμαριάς, με 49 τμήματα, που εξασφάλιζαν στους σπουδαστές Πιστοποιητικό Σπουδών σε διάφορους κλάδους, και την οργάνωση και δημοσιογραφική κάλυψη των Παγκόσμιων Συνεδρίων των Παμμακεδονικών, που γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1997.

Αναφέρω τη συμμετοχή μου στην οργάνωση του συλλαλητηρίου για την Μακεδονία το 1994 στο Wollongong, την διάλεξη «Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας στη Μακεδονία» την ίδια χρονιά, την ομιλία μου στην Ημερίδα για τον Θεσσαλονικιό λογοτέχνη Γιώργο Ιωάννου, που οργάνωσε το RMIT το 1995, τη διάλεξη «Η παρουσία και προσφορά των Αυστραλών κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη μνήμη του λοχία Reginald Tresise», με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων της Ελληνικής Κοινότητας το 1997, και την εμπεριστατωμένη ομιλία μου για τον Καπετάν Κώττα, στο πλαίσιο του Μακεδονικού Πολιτιστικού Δεκαπενθήμερου, τον Σεπτέμβρη του 2002. Έντονη είναι και η συμμετοχή μου στα Φιλοσοφικά Συμπόσια της πόλης μας.

– Πώς βλέπετε το μέλλον της παροικίας μας;

Η δική μας γενιά έστησε και στήριξε το υπόβαθρο της παροικίας. Αποδέχομαι την νέα τάξη πραγμάτων και αισιοδοξώ. Θεωρώ ότι υπάρχει όραμα και γίνεται προσπάθεια από τις νέες γενιές διατήρησης της γλώσσας και του πολιτισμού μας. Αλλά φευ! Ενστικτωδώς αισιοδοξώ. Η πραγματικότητα όμως με διαψεύδει. Η αφομοίωση είναι καταληκτική από τη φύση της.

Ωστόσο, θέλω να πιστεύω, ότι ο ερευνητής του μέλλοντος θα σκύψει με σεβασμό στα γραπτά μας, θα αφουγκραστεί την αγωνία μας και θα καταγράψει τις γνωστές και άγνωστες πτυχές της Παροικιακής μας Ιστορίας. Γιατί μέσα σ’ αυτά, υπάρχουν ψήγματα χρυσού και πολύτιμα στοιχεία ανεκτίμητης ιστορικής αξίας. Πιστεύω να συμφωνείτε μαζί μου, ότι η πορεία τα παροικίας μας, δεν εκφράζεται μόνο μέσα από τους ψυχρούς αριθμούς των στατιστικών στοιχείων, αλλά από την κατάθεση της ψυχής μας.

Ξεφυλλίζοντας το προσωπικό της αρχείο, στέκομαι στο σχόλιο του δρ. Κώστα Βίτκου 19/10/2006, για την διάλεξή της με θέμα «Λόγος ο Εναργείς»: «Εύγε (Παρασκευή) διά την σαφήνεια, γλαφυρότητα και λαμπρότητα του λόγου σου. Εις τον ωραίον ρητορικόν τρόπον της ανευρίσκω τα προτερήματα της εμβριθείας και του μέτρου. Απούσα η περιττή λογόρροια…»

Τελειώνοντας την συνέντευξη, ευχαρίστησα την κ. Λούστα για την αδελφική αγάπη και εκτίμηση και για το χρόνο που διαθέτει να σχολιάζει τα γραπτά μου και ενίοτε να μου υποδεικνύει τυχόν αδυναμίες μου. Της εύχομαι υγεία και ό, τι καλύτερο τα χρόνια που ακολουθούν.