ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ πολίτες που βρίσκονται μόνιμα ή προσωρινά στο εξωτερικό και είναι ήδη εκλογείς, δηλαδή είναι εγγεγραμμένοι στα Δημοτολόγια και τους εκλογικούς καταλόγους ενός Δήμου του ελληνικού Κράτους, έχουν δικαίωμα ψήφου όπως και οι άλλοι Έλληνες, με βάση το Άρθρο 51 Παρ. 3 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι «οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως ο νόμος ορίζει». Είναι προφανές ότι κανένας νόμος δεν μπορεί να τους στερήσει αυτό το δικαίωμα ή να το περιορίσει, για τον λόγο ότι κατοικούν ή διαμένουν στο εξωτερικό.

Το Άρθρο 51 Παρ. 4 του Συντάγματος που παρέχει τη δυνατότητα στον κοινοβουλευτικό νομοθέτη να ψηφίσει νόμο με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών, σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των Ελλήνων του εξωτερικού, δεν εισάγει λοιπόν ένα «νέο» δικαίωμα για τους πολίτες αυτούς, αλλά απλώς θέλει να καταστήσει εφικτή την άσκησή του στον τόπο της κατοικίας ή της διαμονής τους, δηλαδή να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητά του, κατ’ εφαρμογήν και του Άρθρου 25 Παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «όλα τα κρατικά όργανα» και πρωτίστως ο κοινός νομοθέτης «υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων» και κατά μείζονα λόγο των πολιτικών δικαιωμάτων.

Θεωρητικά, ο κοινός νομοθέτης θα μπορούσε να προβλέψει κίνητρα οικονομικού χαρακτήρα για τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος της ψήφου των εκλογέων αυτών στην Ελλάδα, ωστόσο το δημοσιονομικό κόστος μιας τέτοιας επιλογής θα ήταν μεγάλο. Εξάλλου η παροχή οικονομικών κινήτρων δεν θα κάλυπτε όλες τις περιπτώσεις, αφού οι εργαζόμενοι εκλογείς του εξωτερικού δεν δικαιούνται «εκλογικής άδειας» για την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος στην πατρίδα τους.

Υπό τα δεδομένα αυτά, η επιλογή είναι πρακτικά μεταξύ της ψήφου σε πρεσβείες, προξενεία ή άλλα ειδικά εκλογικά τμήματα εξωτερικού, με εφορευτικές επιτροπές, δικαστικούς αντιπροσώπους κ.λπ., ή της επιστολικής ψήφου. Η ψήφος in loco σε εκλογικά τμήματα εξωτερικού δεν διασφαλίζει την αρχή της καθολικότητας της ψηφοφορίας, αφού όσοι κατοικούν ή διαμένουν μακριά από τις πόλεις στις οποίες θα συσταθούν τα τμήματα αυτά δεν θα μπορέσουν να ψηφίσουν. Σε σχέση με την αυτοπρόσωπη προσέλευση, η επιστολική ψήφος διευκολύνει σε μεγαλύτερο βαθμό την καθολικότητα της ψηφοφορίας, δεν είναι, όμως, πλήρως συμβατή με την αρχή της μυστικότητας της ψήφου, αφού ο εκλογέας δεν ψηφίζει αθέατος σε χωριστό χώρο.

Ωστόσο, ο αναθεωρητικός νομοθέτης με το Άρθρο 54 Παρ. 1 του Συντάγματος συνεκτίμησε και αποδέχθηκε τις αποκλίσεις αυτές από τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν την ψήφο και την ψηφοφορία.

Αυτό που δημιουργεί όμως σοβαρό συνταγματικό πρόβλημα είναι η τυχόν μη ενσωμάτωση των εκτός επικρατείας ψήφων στο γενικό εκλογικό αποτέλεσμα. Αν, για παράδειγμα, η εκλογική αποτελεσματικότητα της ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού περιοριστεί στην ανάδειξη ευάριθμων βουλευτών επικρατείας «εξωτερικού», χωρίς να ασκεί οποιαδήποτε άλλη επιρροή στη σύνθεση του αντιπροσωπευτικού οργάνου, τότε η ψήφος αυτή δεν θα είναι ούτε καν τυπικά ίση με την ψήφο των άλλων Ελλήνων πολιτών.

Είναι ένα περαιτέρω ζήτημα -που θα μας απασχολήσει σε ένα επόμενο άρθρο μας- αν οι ψήφοι των εκλογέων του εξωτερικού πρέπει να ενταχθούν μόνο στο σύνολο των ψήφων της επικράτειας ή στις επιμέρους εκλογικές περιφέρειες όπου αυτοί θα ψήφιζαν αν ασκούσαν το εκλογικό τους δικαίωμα στην Ελλάδα (για τα υπέρ και τα κατά βλ. Γ. Δρόσου, «Το δικαίωμα ψήφου των εκτός επικρατείας Ελλήνων εκλογέων», Αθήνα-Κομοτηνή, 1990, σ. 180 επ.). Όμως, χωρίς την προσμέτρησή τους στο γενικό εκλογικό αποτέλεσμα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το εγχείρημα της υλοποίησης του Άρθρου 54 Παρ. 1 του Συντάγματος θα έχει στην ουσία συμβολική μόνο σημασία.