Στο σημερινό άρθρο θα κάνω μια συνοπτική αναφορά στον ρόλο που διαδραμάτισε η Φιλική Εταιρεία για την εξέγερση του ελληνικού λαού κατά της τουρκοκρατίας, που οδήγησε στην Επανάσταση του 1821, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η απελευθέρωση της Ελλάδας, και η σύσταση του σύγχρονου ελληνικού κράτους το 1830. Αρχικά όμως κρίνω πως χρειάζονται κάποιες πληροφορίες για την Οδησσό, την πόλη στην οποία είχε συσταθεί η Φιλική Εταιρεία.

Η Οδησσός είναι μια πόλη στα βορειοδυτικά παράλια του Εύξεινου Πόντου. Κατά την περίοδο του 18ου και 19ου αιώνα η Οδησσός αποτελούσε περιοχή της νοτιοδυτικής Ρωσίας, αργότερα όμως ενσωματώθηκε στην Ουκρανία. Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι την αρχαία Οδησσό την είχαν ιδρύσει Έλληνες από την ελληνική Μίλητο της Ιωνίας γύρω στα 700 π.Χ.

Το 1775 ιδρύθηκε το Δημαρχείο της Οδησσού, και ο πρώτος Πρόεδρός του ήταν Έλληνας. Στις αρχές του 1800 η ελληνική κοινότητα της Οδησσού ήταν από τις πιο ακμάζουσες της πόλης, με εκκλησίες, εκπαιδευτήρια, σωματεία, και λέσχες. Οι περισσότεροι από τους Έλληνες κατοίκους της ήταν ευκατάστατοι καραβοκύρηδες, τραπεζίτες και έμποροι, και κατοικούσαν στην συνοικία που είχε ονομαστεί ‘Ελληνική’.

Η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε από τους ακόλουθους τρεις Έλληνες κατοίκους της Οδησσού: τον Εμμανουήλ Ξάνθο, 42 ετών, τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, 26 ετών, και τον Νικόλαο Σκουφά, 35 ετών. Ο Εμμανουήλ Ξάνθος καταγόταν από την Πάτμο, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ από τα Ιωάννινα, και ο Νικόλαος Σκουφάς από ένα χωριό της Ηπείρου. Και οι τρεις ήταν μικρέμποροι ή κατά καιρούς γραμματείς εμπόρων.

Με άλλα λόγια, η Φιλική Εταιρεία είχε ιδρυθεί από μέλη της ελληνικής διασποράς, γεγονός που καταδεικνύει πως αν και ζούσαν σε μια πόλη μακριά από την Ελλάδα, αφιέρωσαν το χρόνο τους, και αψήφησαν κάθε προσωπικό κίνδυνο, εργαζόμενοι για την απελευθέρωση της Ελλάδας.

Ιδιαίτερο συμβολισμό έχει η ημερομηνία της ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας το 1814: 14 Σεπτεμβρίου: εορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού. Η επιλογή της ημερομηνίας αυτής είναι συμβολική, και δείχνει πως ο στόχος της Φιλικής Εταιρείας ήταν διπλός: εθνικός και θρησκευτικός, καθότι συμβόλιζε και την ‘ύψωση’, με άλλα λόγια την ‘ανάσταση’ του ελληνικού γένους από την σκλαβιά.

Εξυπακούεται πως για να επιτύχουν τους στόχους τους, οι Φιλικοί θα έπρεπε να κάνουν τεράστιες οργανωτικές προσπάθειες, καθώς ο ελληνισμός ήταν διάσπαρτος σ’ έναν ευρύ γεωγραφικό χώρο, ενώ παράλληλα έπρεπε να δράσουν με μεγάλη μυστικότητα, ώστε να μην γίνουν αντιληπτοί από την διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η Φιλική Εταιρεία φρόντιζε και για την συγκέντρωση χρημάτων, με τα οποία αγόραζε όπλα και άλλου είδους πολεμικό υλικό, και εξόπλιζε καράβια με κανόνια και πληρώματα. Όμως πάνω από όλα φρόντιζε για την μύηση όσο το δυνατόν περισσοτέρων Ελλήνων για την εθνική εξέγερση.

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΥΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Η διαδικασία μύησης στην Φιλική Εταιρεία γινόταν κρυφά, και έπαιρνε μορφή ιεροτελεστίας. Ο υποψήφιος έδινε όρκο ότι θα τηρήσει το μυστικό, και θα ακολουθήσει τις εντολές της Εταιρείας. Αφού ακουμπούσε το χέρι του πάνω στο Ευαγγέλιο, έδινε τον παρακάτω όρκο, σε σύγχρονη διασκευή:

«Ορκίζομαι μπροστά στον αληθινό Θεό
ότι θα μείνω πιστός στην Εταιρεία
σε όλη μου τη ζωή και δεν θα φανερώσω
ποτέ το μυστικό μου σε συγγενείς μου,
ούτε σε φίλους μου…
Ορκίζομαι σε σένα, ιερή πατρίδα!
Ορκίζομαι στα πολύχρονα βάσανά σου.
Ορκίζομαι στα πικρά δάκρυα που
χύνουν αιώνες τώρα τα παιδιά σου.
Ορκίζομαι να αφιερώσω σ’ εσένα τη ζωή μου».

Η δράση της Φιλικής Εταιρείας υπήρξε δυσχερέστατη, με πολλές αντιξοότητες, και από τη φύση της ενείχε μέγιστο κίνδυνο για το έθνος, αν η δραστηριότητά της γινόταν αντιληπτή από τους Τούρκους. Οι αρχηγοί της όμως δεν ήταν επιπόλαιοι επαναστάτες, είχαν υψηλού βαθμού πατριωτισμό και τόλμη επαναστατική, αλλά και τη συναίσθηση εναγώνιας ευθύνης προς το Γένος.

Καθοριστική για την μελλοντική της εξάπλωση υπήρξε η απόφαση των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας το 1818 να μεταφέρουν τη βάση της από την Οδησσό στην Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα τότε της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκτός του ότι στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε μια μεγάλη και ακμάζουσα ελληνική παροικία, από εκεί περνούσαν και σημαντικοί Έλληνες έμποροι και ναυτικοί, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους Φιλικούς να τους μυήσουν, και να τους καταστήσουν αποστόλους της οργάνωσής τους.

Ευτυχής συγκυρία υπήρξε και το γεγονός ότι στην Κωνσταντινούπολη ζούσε τότε ο μεγαλέμπορος Παναγιώτης Σέκερης, ο οποίος μετά από τη μύησή του στήριξε οικονομικά την Εταιρεία στα κρίσιμα χρόνια της ύπαρξής της. Επί πλέον, όταν λίγους μήνες μετά τη μεταφορά της έδρας της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη πέθανε ο Νικόλαος Σκουφάς, ένας από τους ιδρυτές της, την θέση του την κατέλαβε ο Παναγιώτης Σέκερης.

Καθώς ο καιρός περνούσε, οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, καταλαβαίνοντας ότι τα άσημα ονόματά τους δύσκολα θα ενέπνεαν τους συμπατριώτες τους, αποφάσισαν να αναθέσουν την ηγεσία σε έναν γνωστό Έλληνα, με πανελλήνια εμβέλεια, για να μπορέσει να φέρει εις πέρας το βαρύ έργο που είχε αναλάβει να επιτελέσει η Φιλική Εταιρεία.

Αρχικά, απευθύνθηκαν στον Ιωάννη Καποδίστρια, τότε Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, ο οποίος δε αποδέχθηκε την πρόταση για τους ακόλουθους κύριους λόγους:

* Ήταν της γνώμης πως η επανάσταση δεν ήταν το κατάλληλο μέσο, την εποχή εκείνη, για να απελευθερωθούν οι Έλληνες.
* Η Ιερά Συμμαχία, που είχε συσταθεί μεταξύ της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας ήταν ενάντια στις εθνικές εξεγέρσεις.
* Ως Υπουργός του Τσάρου, δεν ήθελε να τον εκθέσει, αναλαμβάνοντας την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας.

Τελικά η ηγεσία ανατέθηκε στον Αλέξανδρο Yψηλάντη, 28 ετών τότε, ανώτερο αξιωματικό του ρωσικού στρατού. Ο Α. Υψηλάντης, γόνος διάσημης ελληνικής οικογένειας, δέχθηκε την προσφορά και ανέλαβε την μεγάλη ευθύνη προς το έθνος, στις 12 Απριλίου 1820.

Η αναγγελία για την ανάληψη της ηγεσίας από τον Α. Υψηλάντη προσέδωσε μεγάλο κύρος στην Φιλική Εταιρεία, και συνέβαλε στην εμπέδωση της πειθαρχίας των στελεχών και των μελών της. Εφεξής ο συντονισμός της προετοιμασίας για την Επανάσταση, και η απόφαση για την έναρξή της, είχαν περιέλθει στην αρμοδιότητα του Α. Υψηλάντη.

Τους υπόλοιπους μήνες του 1820, αφού Υψηλάντης αναδιοργάνωσε την Φιλική Εταιρεία, επιδόθηκε εντατικά στην προετοιμασία για την Επανάσταση. Μετά από διακυμάνσεις της γνώμης για το από πού έπρεπε να αρχίσει η επανάσταση, δηλαδή από την Πελοπόννησο ή από την Μολδοβλαχία, τελικά η επανάσταση άρχισε από την Μολδοβλαχία, με απόφαση του Υψηλάντη. Παράλληλα όμως και σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας είχαν αρχίσει επαναστατικές δραστηριότητες.

Όταν τελικά η επανάσταση στην Μολδοβλαχία απέτυχε, παρά τους έξοχους ηρωισμούς των νεαρών αγωνιστών που είχαν πάρει μέρος, ενώ και ο ίδιος ο Υψηλάντης είχε συλληφθεί και φυλακισθεί στην Αυστρία, η επανάσταση στην Ελλάδα είχε ήδη σταθεροποιηθεί. Το έργο της Φιλικής Εταιρείας να συνεγείρει τους Έλληνες σε αγώνα προς την απελευθέρωσή τους είχε πραγματοποιηθεί.

Θα κλείσω την αναφορά μου αυτήν στην Φιλική Εταιρεία, και στο εθνικό έργο που είχε επιτελέσει, με τρία αποσπάσματα από τον πρώτο τόμο του μνημειώδους έργου έξι μεγάλων τόμων «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ», του ακαδημαϊκού Διονύσιου Α. Κόκκινου, αναφορικά με τον όρκο που έδιναν οι Έλληνες κατά την μύησή τους στην Φιλική Εταιρεία και για την εν γένει ενόραση και δραστηριότητα της Φιλικής Εταιρείας:

{…} «Ο όρκος επί του Ευαγγελίου είχε μεγάλην σημασίαν κατά την εποχήν εκείνην και εκρίθη απαραίτητος διά την συγκράτησιν των μελών. Ο αδελφοποιτός δεν εγνώριζε τίποτε περί των σκοπών της Εταιρείας και περί του καθήκοντός του, παρά μόνον ότι έπρεπε να ενδιαφέρεται διά την πατρίδα του και να υπακούη εις τας εντολάς που θα του εδίδοντο».

{…} «Υπάρχουν δύο κεφαλαιώδη σημεία εις το πρόγραμμα της Φιλικής Εταιρείας, που φαίνονται ότι αποτελούν πολιτικήν σύλληψιν. Η Εταιρεία, παρά τα μέχρι των ημερών της γινόμενα και πιστευόμενα, δεν εστήριξε την επανάστασιν παρά μόνον εις τας ελληνικάς δυνάμεις. Η αποστολή του Ξάνθου προς τον Καποδίστριαν διά την αρχηγίαν δεν ήτο αποστολή προς Ρώσσον Υπουργόν, αλλά προς κορυφαίον Έλληνα. Το δεύτερον, η Εταιρεία απηυθύνθη προς όλας τας τάξεις των Ελλήνων: προς τους προκρίτους, προς τους κληρικούς, προς τους εμπόρους, προς τους εγγραμμάτους, προς τον λαόν.

{…} Η Φιλική Εταιρεία απηυθύνθη προς όλους τους Έλληνας. Και η ιδέα και το κίνημά της έχουν αγνώς και καθολικώς εθνικόν χαρακτήρα».

Για εμάς τους Έλληνες της Διασποράς η Φιλική Εταιρεία αποτελεί κλασικό παράδειγμα ότι όταν στις συλλογικές μας πράξεις πρυτανεύουν η αποφασιστικότητα, η σύμπνοια και η ενόραση, μπορούμε πολλά να προσφέρουμε στα εθνικά μας θέματα.