Το 1993, μετά από την αποτυχία των Φιλελευθέρων να υπερισχύσουν των Εργατικών, ένας συνάδελφος έγραψε ότι εάν το Φιλελεύθερο Κόμμα δεν κατάφερε να νικήσει τον Paul Keating τότε ίσως ποτέ δεν θα ξανακερδίσει εκλογές και ότι η κεντροδεξιά θα έπρεπε να αναδιοργανωθεί πλήρως.

Ήταν μια μεγάλη κουβέντα και ανακριβής, όπως αποδείχθηκε, καθώς τρία χρόνια αργότερα οι Εργατικοί τέθηκαν εκτός και ο Συνασπισμός επέστρεψε στην εξουσία με τον John Howard ως πρωθυπουργό. Οι αναμνήσεις του 1993 ζωντάνεψαν ξανά μετά από την ήττα του Εργατικού Κόμματος το 2019 και από την επακόλουθη εσωκομματική ενδοσκόπηση που επικεντρώθηκε στους λόγους για τους οποίους το κόμμα δεν κατάφερε να κερδίσει τις «αήττητες» εκλογές.

Το αποτέλεσμα ήταν να χρεωθεί η ήττα σε μια σειρά από παράγοντες ανάλογους με εκείνους που είχαν προκαλέσει την ήττα του ηγέτη των Φιλελευθέρων Dr John Hewson το 1993. Όπως και ο ατυχής Hewson, έτσι και ο ηγέτης του Εργατικού Κόμματος Bill Shorten, δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους ψηφοφόρους. Όπως το προεκλογικό μανιφέστο του Hewson «Fightback» (Αντεπίθεση) που απηχούσε την προσέγγιση του Συνασπισμού στην πολιτική αντιπαράθεση του 1993, έτσι και οι Εργατικοί του Shorten το 2019 έγιναν εύκολος στόχος για τους επικριτές τους λόγω των πολλών και περίπλοκων πολιτικών που είχαν τροχοδρομήσει. Και από ό,τι φαίνεται, ο Shorten, όπως άλλωστε και ο Hewson, ως υπεύθυνος για τη διεξαγωγή της προεκλογικής εκστρατείας του Κόμματος, αποδείχθηκε ότι κώφευε σε κρίσιμες συμβουλές.

Όλες αυτές οι παρατηρήσεις έχουν κάποια βάση και δίνουν μια λογική εξήγηση στο ερώτημα γιατί οι Εργατικοί έχασαν τις εκλογές παρά το γεγονός ότι οι εθνικές δημοσκοπήσεις τους θεωρούσαν φαβορί. Ωστόσο, ο απολογισμός της ήττας ανέδειξε ένα πιο βαθύ πρόβλημα για το Εργατικό Κόμμα το οποίο σχετίζεται με το προφίλ των ψηφοφόρων του. Από τις εσωκομματικές αναλύσεις φαίνεται, λοιπόν, ότι το Κόμμα έχει μεγαλύτερη υποστήριξη από τους πιο εύπορους και μορφωμένους εκλογείς των εσωτερικών αστικών προαστίων σε αντίθεση με τους εκλογείς από άλλα κομμάτια της κοινότητας. Πολλοί είναι οι Εργατικοί που με αφορμή αυτήν την παρατήρηση, ισχυρίζονται ότι το κόμμα πρέπει να επιστρέψει στις ρίζες του εντός της εργατικής τάξης προκειμένου να επανέλθει στις βασικές αρχές και αξίες του.

Το πρόβλημα εδώ είναι ότι η εργατική τάξη δεν υφίσταται πλέον, τουλάχιστον με την παραδοσιακή μορφή της. Η Αυστραλία διανύει μια περίοδο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μεταβιομηχανική καθώς, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία Αυστραλίας, λιγότερο από το 10% των Αυστραλών εργάζονται στον δευτερογενή τομέα παραγωγής, ενώ το 80% εργάζονται στη βιομηχανία παροχής υπηρεσιών. Οι παλιές καλές ημέρες του εργατικού κινήματος, της στρατιάς των συνδικαλισμένων εργαζομένων που οι αγώνες τους αποτελούσαν πραγματική απειλή για την οικονομία, έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Το συνδικαλιστικό κίνημα σήμερα αποτελείται μάλλον από μια στρατιά γυναικών, εργαζόμενων, κυρίως στο δημόσιο τομέα και στον τομέα παροχής υπηρεσιών.

Ο τομέας των υπηρεσιών της οικονομίας είναι γνωστός για τους χαμηλούς μισθούς του, την ανομοιομορφία του, την εξάρτησή του από εποχικούς, εργαζόμενους μερικής απασχόλησης καθώς και συμβασιούχους, γεγονός που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αποτελεσματικούς αγώνες διεκδίκησης. Η στασιμότητα των μισθών που είναι τόσο χαρακτηριστική, ώστε ακόμα και η Αποθεματική Τράπεζα Αυστραλίας (Reserve Bank of Australia) την αντιμετωπίζει ως πρόβλημα, αποτελεί εύγλωττη μαρτυρία για την νωθρότητα του σύγχρονου συνδικαλιστικού κινήματος. Το ίδιο αποδεικνύεται και από τη μείωση των εγγραφών στα συνδικάτα.

Το κενό που δημιουργείται από αυτή την παρακμή του βιομηχανικού τομέα έρχονται να καλύψουν οι υψηλού μορφωτικού επιπέδου εκπρόσωποι της μεσαίας τάξης για τους οποίους η πολιτική της κεντροαριστεράς σχετίζεται λιγότερο με την οικονομία και περισσότερο με τα κοινωνικά ζητήματα. Η άνοδος αυτής της κοινωνικής ομάδας επηρέασε όλα τα πολιτικά κόμματα, όπως άλλωστε δείχνει και η ποιοτική μετατόπιση της φύσης του πολιτικού διαλόγου στην Αυστραλία. Οι συζητήσεις σχετικά με την προστασία της βιομηχανίας, την έρευνα και την ανάπτυξη, ακόμη και τις εργασιακές σχέσεις φαίνεται να μην έχουν πια θέση στην πολιτική ατζέντα της Αυστραλίας. Αντί αυτών γίνονται συζητήσεις σχετικά με την ισότητα του γάμου, την ισότητα των φύλων ή με την ανάγκη συμφιλίωσης των αυτοχθόνων και μη αυτοχθόνων της Αυστραλίας και το περιβάλλον με επίκεντρο την κλιματική αλλαγή.

Αυτά τα θέματα απασχολούν όλα τα μεγάλα κόμματα ακόμα και όσα ανήκουν στον κεντροαριστερό χώρο, με τη διαφορά ότι τα τελευταία διατρέχουν τον κίνδυνο να θεωρηθούν ότι ασχολούνται με ζητήματα που δεν συνάδουν με την ιδεολογική τους βάση αδιαφορώντας για τα σοβαρά οικονομικά θέματα που απασχολούν τις βασικές τους εκλογικές περιφέρειες.

Το Εργατικό Κόμμα είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Οι βουλευτές του δεσμεύονται να αναγνωρίσουν τους αυτόχθονες μέσω της συνταγματικής μεταρρύθμισης, αλλά δεν κάνουν και δεν υπόσχονται τίποτα για να αντιμετωπίσουν τον τρόπο με τον οποίο το Άρθρο 44(i) του Συντάγματος αποκλείει ενδεχομένως τους μετανάστες, τα παιδιά και τα εγγόνια τους από τη συμμετοχή τους στα πολιτικά δρώμενα της χώρας. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι οι μετανάστες ψηφοφόροι αποτελούν την μεγαλύτερη εκλογική δύναμη των Εργατικών. Μια από τις πιο αμήχανες στιγμές μεταξύ των εκλογών του 2016 και του 2019 για το Εργατικό Κόμμα ήταν η δημοσκόπηση για την ισότητα των γάμων, όπου η μεγαλύτερη αντίδραση προήλθε από τις έδρες του Σίδνεϊ και της Μελβούρνης που χαρακτηρίζονται από εθνοτική ποικιλομορφία.

Παρά τις ενδείξεις περί εντάσεων μεταξύ των κεντρικών εκλογικών περιφερειών με αφορμή τις προοπτικές και τις προσδοκίες του Κόμματος, οι σύγχρονοι Εργατικοί κατέβηκαν στις εκλογές του 2019 σταθερά ευθυγραμμισμένοι με την ανώτατη μεσαία τάξη του υψηλού μορφωτικού επιπέδου, με υποσχέσεις για εγχώρια συμφιλίωση, μεγαλύτερη ισότητα των φύλων και μία μη χρηματοδοτούμενη και όχι ιδιαίτερα καλά σχεδιασμένη πολιτική για την αλλαγή του κλίματος που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει προταθεί από τους Πράσινους της Αυστραλίας. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να αποδώσει μόνο στους ψηφοφόρους των πανεπιστημιουπόλεων και των καφέ ή των σαλονιών της αστικής Μελβούρνης, αλλά όχι της περιφέρειας. Και καθώς το Εργατικό Κόμμα είναι στη βάση του ένα αστικό κόμμα, η εξεύρεση ισορροπίας μεταξύ των ανταγωνιστικών ταξικών θέσεων αποδεικνύεται πολύ δύσκολη αποστολή.

Η προσπάθεια αναβίωσης των παλαιών καλών εποχών του Bob Hawke με τις κορπορατιστικές τάσεις* του Bill Kelty και της Συνομοσπονδίας Εργατικών Συνδικάτων Αυστραλίας (ACTU) δεν βοηθάει καθώς σε αντίθεση με τότε, σήμερα το τοπίο στον τομέα της βιομηχανίας έχει αλλάξει εντελώς και η απουσία των μεγάλων εργοστασίων με τα ισχυρά συνδικάτα εργαζομένων το αποδεικνύει περίτρανα.

Αυτό άραγε σημαίνει ότι οι πιθανότητες επανεκλογής του Εργατικού Κόμματος είναι πλέον από λιγοστές έως μηδαμινές; Σε ένα διπολικό σύστημα (όπως είναι το πολιτικό σύστημα της Αυστραλίας), το κόμμα που βρίσκεται στην αντιπολίτευση έχει συνήθως αυξημένες πιθανότητες να κερδίσει τις εκλογές, ιδιαίτερα εάν οι ψηφοφόροι κουραστούν από την κυβέρνησή τους. Είναι μια μικρή πιθανότητα, ωστόσο, όπως έδειξαν και οι εκλογές του 2019, ακόμη και τα προβλήματα ηγεσίας που αντιμετώπιζαν τα άλλα κόμματα δεν αποτέλεσαν εγγύηση για την εκλογική επιτυχία. Η ήττα του Bill Shorten το 2019 ήρθε να προστεθεί στον μεγάλο αριθμό αποτυχιών που έχουν καταγραφεί στην ιστορία του Εργατικού Κόμματος σε επίπεδο Ομοσπονδίας.

Και εάν ήδη δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ίσως η ματαιόδοξη, εν τούτοις αποτυχημένη απόπειρα της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατικής κομματικής πολιτικής το 2019 να φανεί επίκαιρη και σχετική στη μεταβιομηχανική περίοδο που διανύουμε, να αποτελεί δείκτη για την κατεύθυνση που θα ακολουθηθεί στο μέλλον.

*Ο κορπορατισμός ορίζεται ως ένα σύστημα τριμερών διαπραγματεύσεων μεταξύ αντιπροσώπων του κράτους, των εργοδοτών και των εργαζομένων. Ο κορπορατισμός είναι ουσιαστικά σύστημα διαπραγματεύσεων μεταξύ των ελίτ των κοινωνικών ομάδων και τάξεων με το κράτος και δεν περιορίζεται στην οργανωμένη εργασία αλλά και σε οργανώσεις καταναλωτών, αγροτών και άλλων κοινωνικών ομάδων.