Η Αυστραλία είναι μια πολυπολιτισμική χώρα χωρίς επίσημη γλώσσα καθώς οι κάτοικοί της συνεννοούνται σε δεκάδες διαφορετικές γλώσσες.

Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του Μαρτίου του 2019, ο πληθυσμός της Αυστραλίας ανέρχεται σε 25.287.000 κατοίκους. Από αυτούς, αν εξαιρεθούν οι αυτόχθονες Αβορίγινες που είναι περίπου 650.000, οι υπόλοιποι κάτοικοι είναι μετανάστες άποικοι και οι απόγονοι τους, που ανήκουν φυλετικά κυρίως σε διάφορους πληθυσμούς της Ευρώπης. Οι Βρετανοί, οι Ιταλοί, οι Γερμανοί και οι Έλληνες είναι από τις κυριότερες εθνότητες Ευρωπαίων πολιτών της Αυστραλίας. Άλλες σημαντικές πληθυσμιακά εθνότητες της Αυστραλίας είναι οι Κινέζοι, οι Ινδοί καθώς και άλλοι λαοί της Ασίας.

Οι πρώτοι μετανάστες του μεγάλου μεταναστευτικού κύματος των δεκαετιών ’50 και ’60 κατάφεραν να διατηρήσουν τη γλώσσα τους και στην επόμενη γενιά καθώς αυτή ήταν ο μόνος τρόπος επικοινωνίας. Με το πέρασμα των ετών, όμως, το φαινόμενο της αφομοίωσης άρχισε να επενεργεί στη γλώσσα με αποτέλεσμα η χρήση της να μειώνεται σταδιακά από την τρίτη γενιά και επέκεινα.

Έτσι, παρόλο που η γλωσσική ποικιλομορφία αυξάνεται στην Αυστραλία, οι παραδοσιακά ευρύτερα ομιλούμενες γλώσσες σιγά – σιγά χάνονται.

ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ

Σύμφωνα με τα δεδομένα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, η γλώσσα που έχει σημειώσει τη μεγαλύτερη πτώση είναι τα ιταλικά με απώλεια 81.600 χρηστών μέσα σε μια δεκαπενταετία από το 2001 που 353.200 άτομα μιλούσαν ιταλικά μέχρι το 2016 που α αριθμός αυτός έπεσε στα 271.600.

Τα ελληνικά ακολουθούν, ωστόσο ο ρυθμός μείωσης είναι σημαντικά πιο αργός από αυτόν των ιταλικών, κάτι το οποίο σύμφωνα με τους εδικούς οφείλεται κυρίως στην πληθώρα των ελληνικών σχολείων.

Συγκεκριμένα, οι 263.487 χρήστες της ελληνικής γλώσσας το 2001 μειώθηκαν κατά 25.900 φτάνοντας τους 237.583 το 2016.

Στη λίστα ακολουθούν τα κροατικά με μείωση των χρηστών κατά 12.900 κατά την ίδια δεκαπενταετία.

ΤΙ ΦΤΑΙΕΙ;

Οι ειδικοί αποδίδουν την πτωτική τάση στη χρήση γλωσσών διαφορετικών από τα αγγλικά στο γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους πρώτους μετανάστες που έφτασαν στη χώρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχουν πλέον πεθάνει και οι νεώτερες γενιές δεν χρησιμοποιούσαν τη μητρική τους γλώσσα ώστε να καταφέρουν να αναπληρώσουν το κενό.

Μια άλλη αιτία του φαινομένου είναι και η σημαντική επιβράδυνση της μετανάστευσης από την Ευρώπη από τα μεταπολεμικά χρόνια και ύστερα καθώς και η ελευθερία κίνησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις τελευταίες δύο δεκαετίες, που στέρησε από την Αυστραλία ένα μεγάλο αριθμό πιθανών μεταναστών.

ΟΙ ΝΕΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ

Παρόλο που οι παραδοσιακά «επικρατούσες» – εκτός των αγγλικών – ομιλούμενες γλώσσες της χώρας υποχωρούν, ο αριθμός των κατοίκων της Αυστραλίας που μιλούν άλλη γλώσσα στο σπίτι αυξήθηκε από 15,1% το 2001 σε 20,8% το 2016 λόγω της αύξησης των μεταναστών από άλλα μέρη του κόσμου.

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών, η Ασία είναι πλέον η μεγαλύτερη πηγή μόνιμων μεταναστεύσεων της Αυστραλίας, αντιπροσωπεύοντας το 56% της συνολικής μεταναστευτικής πρόσληψης της Αυστραλίας κατά το οικονομικό έτος 2016-17.

Τα Μάνταριν είναι η πιο δημοφιλής γλώσσα που ομιλείται στο σπίτι με 597.000 ομιλητές, ακολουθούμενη από τα Αραβικά με 321.700 και τα Καντονέζικα με 281.000 χρήστες, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή.

Την ίδια στιγμή, νέες γλώσσες αναδύονται όπως τα νεπαλικά που αυξήθηκαν από μόλις 2.500 το 2001 σε 62.000 το 2016.

Ομοίως, οι λιγότερο γνωστές γλώσσες στην Αυστραλία, όπως τα Πουντζάμπι, τα Μαλαγιαλάμ και η Γκουτζαράτι, αυξάνονται επίσης σε δημοτικότητα.

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΥΓΛΩΣΣΙΑΣ

Η Alice Chik, Λέκτορας στο Τμήμα Εκπαιδευτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Macquarie, εξηγεί ότι η μετάβαση από τη μετανάστευση των οικογενειών στη μετανάστευση των ειδικευμένων που ξεκίνησε επί Πρωθυπουργίας John Howard είναι υπεύθυνη για την εισροή μεταναστών από την Ασία τις τελευταίες δεκαετίες.

Κατά την Δρ Chik, ενώ η Αυστραλία διαθέτει ένα πολύ περίπλοκο πολυπολιτισμικό πρόγραμμα σε εθνικό και κρατικό επίπεδο, «οι γλώσσες φαίνεται να μην περιλαμβάνονται σε αυτό».

Ωστόσο, όπως ισχυρίζεται η Δρ Chik για να παραμείνει η χώρα «διεθνώς ανταγωνιστική», είναι σημαντικό το εργατικό δυναμικό της Αυστραλίας να είναι «πολύγλωσσο και πολυπολιτισμικό».

«Όταν μιλάμε για πολυπολιτισμό αναφερόμαστε στο φαγητό, στις γιορτές αλλά όχι απαραίτητα και στις γλώσσες», λέει η επιστήμονας.

«Αυτό κατά κάποιο τρόπο σημαίνει ότι αγνοούμε ένα σημαντικό κομμάτι των πολιτισμών, καθώς είναι αδύνατον να διαχωρίσουμε τη γλώσσα από τον πολιτισμό ή τον πολιτισμό από τις γλώσσες, γι ‘αυτό είναι σημαντικό, ως έθνος, να διαθέσουμε περισσότερους πόρους στη διδασκαλία των γλωσσών για να διαμορφώσουμε ένα εργατικό δυναμικό πραγματικά πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο» καταλήγει η Δρ Chik.