ΠΑΤΡΙΔΑ είναι ο χώρος που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος οι φιλοδοξίες και τα όνειρά σου, στέγη οι ιδέες και οι ανησυχίες σου.

Πατρίδα είναι οι άνθρωποι που αγαπάς και σ’ αγαπούν, που έχουν τον ίδιο γλωσσικό και ψυχικό κώδικα επικοινωνίας, τα ίδια πιστεύω, τις ίδιες έγνοιες, τις ίδιες ευαισθησίες, τις ίδιες αρχές, τις ίδιες αξίες με σένα.

Είναι το μέρος που έζησες και μεγάλωσες, η γειτονιά που έπαιξες τσιλίκι με τους παιδικούς σου φίλους και το παγκάκι που έδωσες το πρώτο σου δειλό φιλί.

Το σχολείο που έμαθες τα πρώτα σου γράμματα και ο τόπος με τα κυπαρίσσια που αποχαιρέτησες αγαπημένα σου πρόσωπα.

Είναι η παραλία που έκανες το πρώτο σου μπάνιο και το βουνό που είδες τον κόσμο από ψηλά.

Ο αέρας που αναπνέεις, το χώμα που πατάς, οι γεύσεις και οι μυρωδιές από τις δίπλες και τα μελομακάρονα της γιαγιάς.

Πατρίδα είναι ο Θεοδωράκης, ο Χατζηδάκης, ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, ο Μάνος και το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας που χόρεψες μεθυσμένος για μια χαμένη αγάπη κάποτε, σε μια ταβέρνα.

Είναι η ιστορία, οι αγώνες για την ελευθερία, την δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Πατρίδα είναι το «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη» που ακούγεται σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, όπου υπάρχει Ελληνισμός.

Είναι ο Ευριπίδης, ο Αισχύλος, ο Σωκράτης ο Αριστοτέλης, η Αντιγόνη του Σοφοκλή, η μυθολογία και τα Ομηρικά Έπη.

Είναι ο Σολωμός, ο Εμπειρίκος, ο Καββαδίας, ο Λουντέμης και το «Ένα παιδί μετράει τα άστρα».

Πατρίδα είναι αυτό που έχεις και το κουβαλάς μέσα σου, όπου και αν βρίσκεσαι, όπου και αν πας και δεν το αρνείσαι ποτέ και όχι ένα γεωγραφικό πλαίσιο που ορίζεται από ένα πλάτος, ένα μήκος και μπορεί να μην σε εκφράζει απόλυτα πάντα.

Αν αυτή η γεωγραφική κουκκίδα στο παγκόσμιο στερέωμα που ορίζεται από τέσσερις γραμμές στον χάρτη, στέκεται τροχοπέδη στις φιλοδοξίες και στα όνειρά σου, αν δεν έχει να σου προσφέρει τίποτα πια πέρα από την μιζέρια και την φαυλότητα των ανθρώπων της εξουσίας της, αν δεν μπορείς να πάρεις ανάσα από την μπόχα, την σαπίλα και την παρακμή, αν η κανονικότητα και η ομαλότητα αργήσει να έρθει αν θα έρθει και ποτέ, αν νιώθεις την αδικία και την αναξιοκρατία γύρω σου, αν το ανήθικο και το χυδαίο πιασμένα χέρι-χέρι συνδιαλέγονται σε μια αρμονική συνεργασία, αν πιστεύεις ότι δεν είσαι τίποτα άλλο από ένα αναλώσιμο κομμάτι,
ένα ασήμαντο πιόνι σε ένα παιχνίδι εξουσίας χωρίς κανόνες, χωρίς όρους και ηθική, χωρίς σκοπό και χωρίς τέλος,
αν αυτό το γεωγραφικό πλαίσιο που οριοθετούμε σαν πατρίδα, σου στερεί το όνειρο, την ελπίδα, το ταξίδι και τον προορισμό, τότε κλείνεις μέσα στην ψυχή σου τις αναμνήσεις σου, όλα αυτά που σε προσδιόρισαν σαν άνθρωπο, την εικόνα και τις ευχές των δικών σου ανθρώπων, κουβαλάς μαζί σου τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Ελύτη, τον Παλαμά, τον Σικελιανό και την μελαγχολική «Η Πόλις» του Καβάφη.

Κρατάς στην καρδιά σου τον Καζαντζάκη, τον Παπαδιαμάντη, τον Βάρναλη, τον Τσαρούχη και το «Θέατρο Τέχνης», τον Τσιφόρο, τον Σακελλάριο και τις παλιές Ελληνικές κωμωδίες που σε έκαναν να γελάσεις σαν παιδί και την αφήνεις πίσω σου να βράζει στην μιζέρια της. Δραπετεύεις απ’ αυτήν…

Κι αφήνεις όλους εκείνους που μέσα στην ασφάλεια της βολής τους, σε κατηγορούν ότι εγκατέλειψες την πατρίδα σου στην πιο δύσκολη στιγμή της, γιατί πρέπει κατά την γνώμη τους να μείνεις εδώ τρέχοντας και κυνηγώντας χίμαιρες, μακρινούς ορίζοντες, ουτοπίες, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, χαμένα όνειρα και στόχους.

Να μένεις εδώ ψάχνοντας για δουλειά με ελάχιστες πιθανότητες να βρεις και αν βρεις τελικά θα είναι μερικής απασχόλησης, με ελάχιστα χρήματα, χωρίς το δικαίωμα να αρρωστήσεις γιατί δεν θα έχεις ασφάλιση και αναρρωτική άδεια, χωρίς άδεια διακοπών, χωρίς εξέλιξη, χωρίς καριέρα, χωρίς μέλλον.

Η μόνη σου ελπίδα για να επιβιώσεις όχι για να ζήσεις, είναι το συμπλήρωμα από την πενιχρή σύνταξη της γιαγιάς, του παππού, του πατέρα, από την ελεημοσύνη της σακούλας και από τα εξευτελιστικά επιδόματα αλληλεγγύης που τόσο ξεδιάντροπα καμαρώνουν κάποιοι δίνοντάς τα, ισχυριζόμενοι ότι κάνουν κοινωνική πολιτική.

Αυτό το μέλλον απαιτούν κάποιοι για την νέα γενιά, υπερασπιζόμενοι τάχα τα φιλοπατριωτικά τους αισθήματα, ξεχνώντας ότι αυτό που είναι σήμερα η πατρίδα μας είναι έργο των κατοίκων αυτής της χώρας και όχι των Ελλήνων του εξωτερικού.

Ότι το χάλι αυτής της χώρας το όρισαν εκείνοι που έμειναν εδώ και όχι αυτοί που έφυγαν, ανεξάρτητα από τον χρόνο και τον λόγο που τους ανάγκασε να πάρουν αυτή την απόφαση.