Παραφράζοντας τον τίτλο του περιεκτικότατου ποιήματος του Καβάφη που γράφτηκε το 1900, με τίτλο «Περιμένοντας τους Βαρβάρους», θα ήθελα να ερευνήσω περισσότερο το δεύτερο σκέλος του. Φρονώ ότι το πιο εντυπωσιακό από άποψη τεχνικής σ’ αυτό το ποίημα, είναι ο θεατρικός τρόπος ανάπτυξής του και οι βάρβαροι χωρίς καν να παρουσιαστούν στη σκηνή δίνουν ένα μήνυμα ότι αυτοί «οι βάρβαροι», θα έδιναν «μια κάποια λύση» στα προβλήματα της Ρώμης.

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ

-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΒΑΡΒΑΡΟΣ;

Την απάντηση θα μας την δώσει ο καθηγητής μας Ι. Κακριδής, ο οποίος στο βιβλίο του «Οι αρχαίοι μας και οι ξένες γλώσσες» σημειώνει τα εξής:

«Πρώτα-πρώτα να ξεκαθαρίσουμε τη σημασία της λέξης βάρβαρος, που τόσο συχνά τη χρησιμοποιούμε και σήμερα, όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε έναν άνθρωπο ή έναν λαό άξεστο και απολίτιστο. Στους αρχαίους όμως Έλληνες βάρβαρος αρχικά σημαίνει κάθε λαός αλλόγλωσσο, χωρίς καμιά μειωτική απόχρωση και κάθε άνθρωπος, που δεν έχει για μητρική του γλώσσα τα Ελληνικά, είναι βάρβαρος, άσχετα τελείως με την πνευματική και ψυχική του καλλιέργεια. Ώστε βάρβαρος δεν θα πει παρά αλλόγλωσσος.

Και από πού παράγεται ή λέξη; Από την επανάληψη της συλλαβής βαρ. Όταν ακούει κανείς μια γλώσσα που δεν την ξέρει, οποιαδήποτε και να είναι η γλώσσα αυτή, τη νιώθει σα μια σειρά από συλλαβές δίχως νόημα, σαν ένα λόγο αδιάρθρωτο, χωρίς κλίση, χωρίς σύνταξη, χωρίς κανόνες. Ο πρώτος που έπλασε τη λέξη βάρβαρος θ’ άκουσε κάποιους ξένους να μιλούν και με την επανάληψη της συλλαβής βαρ θέλησε να αποδώσει την παράξενη ακουστική εντύπωση που του έκανε ο ακατανόητος αυτός λόγος…

Το παράξενο είναι ότι η λέξη βάρβαρος δεν είναι καν ελληνική, είναι βαρβαρική ! Στα παλιά ινδικά Barbara σημαίνει τραυλός. Και οι Ινδοί και οι Έλληνες όμως έχουν δανειστεί τη λέξη από τους Σημίτες: barbar και barbara στα σουμμερικά και στα βαβυλωνιακά έχει τη σημασία του ξένος αλλοεθνής. Ο χαρακτηρισμός βάρβαρος για τους αλλόγλωσσους έμεινε και όταν αργότερα οι Έλληνες, τουλάχιστον όσοι ζούσαν στα ξένα, έμαθαν την εγχώρια γλώσσα και κατάλαβαν πως κάθε άλλο από συσσώρευση από συλλαβές δίχως νόημα είναι, πως κι’ αυτή έχει κλιτικό σύστημα και συνταχτικούς κανόνες, άλλο ζήτημα αν διαφορετικούς από τους ελληνικούς.

Δεν μπορεί λοιπόν να είναι από περιφρόνηση που οι Έλληνες δεν δίνουν σημασία στον ξένο λόγο, δεν μεταφράζουν, δεν προσπαθούν από παιδιά να μάθουν άλλες γλώσσες, δεν ζητούν να διατηρήσουν τον ξένο λόγο στα δικά τους κείμενα. Ο λόγος της γλωσσικής αυτής απομόνωσης πρέπει να βρίσκεται πολύ πιο βαθιά, στην ιδιοσυστασία της ελληνικής ψυχής. Φτάνουμε στο πιο κρίσιμο σημείο της έρευνάς μας και είναι ανάγκη ν’ απλώσουμε τη ματιά μας.

Οι αρχαίοι Έλληνες είναι ένας λαός εντελώς ιδιότυπος, σαν κι’ αυτόν δε βρέθηκε άλλος στα ιστορικά του κόσμου. Όλη τους η ζωή, ατομική και κοινωνική, οργανώνεται σιγά-σιγά, τελείως ανεπηρέαστα από τη ζωή των λαών που τους κυκλώνουν. Έρχονται και καταχτούν την Ελλάδα — την Πελασγία θα λέγαμε καλύτερα. Οι θεοί τους, ίσως όχι τόσο οι λίγοι που φέρνουν μαζί τους, όσο οι πολλοί που βρίσκουν στην Ελλάδα και τους κάνουν και δικούς τους θεούς, είναι κατά κύριο λόγο χθόνιοι, τερατόμορφοι, ζωόμορφοι, σκοτεινοί κι εκδικητικοί. Και οι Έλληνες σιγά σιγά τούς αφαιρούν την αγριάδα και την ασκήμια, τους υψώνουν από τα σκοτεινά βάθη της γης στα διάφανα πλάτη τ’ ουρανού και πλάθουν έναν ολόφωτο κι’ ολόχαρο Όλυμπο, με θεούς πανέμορφους, ιλαρούς και τόσο ανθρώπινους, όσο σε καμιάν άλλη ποτέ θρησκεία, είτε παλιά είτε νεότερη. Ο κάθε θνητός μπορεί να τους πλησιάσει, και όρθιος, απροσκύνητος, κοιτάζοντάς τους στα μάτια να ζητήσει τη χάρη τους, χωρίς τη μεσολάβηση κανενός ιερέα.(!)…»

ΚΑΤΑΘΕΤΩ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΜΟΥ

Έτσι η λέξη βάρβαρος μπήκε στα Ελληνικά, αλλά εξελληνίστηκε και έγινε μέρος της χωρίς καν να διακρίνεται ως ξένη. Μπήκε σε όλο το κλιτικό και παραγωγικό σύστημα της Ελληνικής και έγινε ελληνική με διαφορετικές σημασίες σήμερα: Ο απολίτιστος, άξεστος, αγροίκος, αυτός που δεν έχει ανθρωπιά πάνω του, αυτός που δεν έχει ευγένεια. Από αυτήν κάναμε το επίθετο βαρβαρικός, αλλά και τη βαρβαρότητα ακόμη και το βαρβαρισμό! Με όλες αυτές τις σημασίες πέρασε σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες.

Ο Όμηρος στην Ιλιάδα Β 867 μιλάει για βαρβαρόφωνους και για τον Ηρόδοτο βάρβαρος είναι ο μη Έλληνας. Για τον Καβάφη στο παραπάνω ποίημα βάρβαρος είναι ο απολίτιστος, αλλά και πρωτόγονος και αρχικός άνθρωπος που ήταν απλός και η «κάποια λύση» θα έρθει από αυτόν. Πώς όμως;

Ο Κακριδής εδώ προσθέτει μια νέα οπτική γωνία που είναι η αρχαία ελληνική σημασία: Ο αλλόγλωσσος, ο ξένος ή ακόμη και ο μη Έλληνας χωρίς καμία μειωτική χροιά. Η λέξη μπήκε έτσι στο ελληνικό κλιτικό σύστημα για να μη ταραχτεί ο ειρμός της γλώσσας και το ξένο αφομοιώνεται και εξελληνίζεται. Ο Έλληνας μόνος του φτάνει στο συμπέρασμα πως όλοι οι πολίτες μέσα στη δημοκρατία είναι ίδιοι και με ίσα δικαιώματα. Το ίδιο ισχύει και για τους βαρβάρους, μιά και αυτοί είναι άνθρωποι. Άρα η ερμηνεία που δίνουμε σήμερα στο ποίημα δεν μπορεί να αναφέρεται στην αρχαία Αθήνα η οποία δεν ήταν ίδια με την αρχαία Ρώμη που πήρε έτοιμο το κάθε τι από τον ελληνικό πολιτισμό. Οι Ρωμαίοι δεν κατάλαβαν ποτέ πώς οι βάρβαροι θεωρούνταν από τους Έλληνες. Εμείς καταλαβαίνουμε αυτούς τους «βαρβάρους»;