Σώα είναι η μοναδική κάτοικος της Κινάρου που αγνοούνταν εδώ και λίγες μέρες.

Σύμφωνα με πληροφορίες του cyclades24 η μοναδική κάτοικος της Κινάρου, έχει κάποια βλάβη το τηλέφωνό της, μετά την κακοκαιρία που έπληξε την χώρα, με αποτέλεσμα να έχει χαθεί η επικοινωνία μαζί της. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που χάνεται η επικοινωνία με τη Κίναρο καθώς σύμφωνα με πληροφορίες, έχει ξανά συμβεί κάτι ανάλογο.

Στις 28 Δεκεμβρίου ο ΥΦΕΘΑ Αλκιβιάδης Στεφανής είχε επισκεφθεί την Κίναρο για να ευχηθεί στη μοναδική κάτοικο του νησιού. Μια γυναίκα δραστήρια, που είχε συνομιλήσει αλλά και ξεναγήσει τον κύριο Στεφανή.

Κίναρος: Τι λέει η κόρη της αγνοούμενης

«Δεν έχω επικοινωνήσει με την μητέρα μου τις τελευταίες τρεις ημέρες, το κινητό της είναι κλειστό», είπε η κόρη της αγνοούμενης. Όπως είπε οι καιρικές συνθήκες στην περιοχή είναι κακές.

Η ίδια, όπως είπε, έχει επικοινωνήσει με τον υφυπουργό Άμυνας Αλκιβιάδη Στεφανή, ο οποίος την ενημέρωσε ότι θα σταλεί ελικόπτερο στην περιοχή, μόλις το επιτρέψουν οι καιρικές συνθήκες.

ΣΤΟ “ΝΕΟ ΚΟΣΜΟ”

Η πρώην συμπάροικος και μοναδική κάτοικος της νησίδας Κίναρος, Ειρήνη Θηραίου-Κατσοτούρχη είχε μιλήσει πριν τρία χρόνια στο “Νέο Κόσμο” και την Θεοδώρα Μάϊου.

Η συνέντευξη είχε ως εξής:

«Από την Αυστραλία;» με ρωτά με έκπληξη η 70χρονη Ειρήνη Θηραίου-Κατσοτούρχη, η μοναδική κάτοικος της μικρής και απόκρημνης νησίδας Κίναρος (όπου συνετρίβη πρόσφατα το μοιραίο ελικόπτερο της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας) όταν της λέω ότι τηλεφωνώ από την μακρινή πατρίδα, η οποία φιλοξένησε και την ίδια με την οικογένειά της στο παρελθόν.

Η Ειρήνη και ο Νομικός Κατσοτούρχης γεννήθηκαν στην Κίναρο και την Κάλυμνο, αντίστοιχα, και εγκαταστάθηκαν στην πόλη του Darwin για περίπου 15 χρόνια κατά τη δεκαετία του ’70.

Απέκτησαν τρία παιδιά.

«Αχ, τι μου θύμισες τώρα!» μου λέει συγκινημένη.

«Δεν υπήρχαν δουλειές τότε στην Κάλυμνο και φύγαμε με τον σύζυγό μου Μικέ και τον πρωτότοκο γιο μας για την Αυστραλία, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον εκεί».

«Ζήσαμε καλή ζωή, αλλά με πείραζε πολύ το κλίμα και η ζέστη του Darwin».

Η κ. Ειρήνη περιγράφει την Αυστραλία και τους ανθρώπους της ως δίκαιους και φιλόξενους, αλλά παραδέχεται πως παρ’ ότι η χώρα τους «φέρθηκε καλά», δεν ένιωσε ποτέ «σαν στο σπίτι της».

«Ήμουν συνέχεια άρρωστη, βίωνα την ξενιτιά και ένιωθα λησμονιά. Έτσι, το 1985 αποφασίσαμε με τον Μικέ να επιστρέψουμε στην πατρίδα και να ασχοληθούμε με τις αγροτικές εργασίες» εξηγεί η γυναίκα, που τις τελευταίες ημέρες έγινε άθελά της το πρόσωπο των ημερών, όταν πριν δυο εβδομάδες, βρήκε τους τρεις αδικοχαμένους αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού στην πλαγιά της απόκρημνης περιοχής της Κινάρου σε απόσταση 40-50 μέτρων από την κορυφή όπου είχαν βρεθεί τα συντρίμμια του μοιραίου ελικοπτέρου Agusta Bell.

Η φωνή της χαμηλώνει και νιώθω ότι δυσκολεύεται να μιλήσει περαιτέρω γι’ αυτό που αντίκρισε.

«Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό που είδα» μου λέει, ξεσπώντας σε λυγμούς.

Τής προτείνω να σταματήσουμε για να μην ταραχθεί περισσότερο.

«Δεν με νοιάζει μη στενοχωρηθώ εγώ κόρη μου, εκείνα τα τρία παλικάρια σκέφτομαι».

Σταματά για λίγο, παίρνει μια βαθιά ανάσα και αντιλαμβάνομαι ότι παρ’ όλη την ταραχή και τη στενοχώρια της, νιώθει ένα «χρέος», μια ανείπωτη υποχρέωση, να μιλήσει γι’ αυτούς -στη μνήμη τους ίσως- «για να μάθουν όλοι για τους τρείς αγγέλους» όπως μου λέει με τρεμάμενη φωνή.

«Τον έναν τον βρήκαμε απανθρακωμένο. Τρία παλικάρια που αφήνουν πίσω όνειρα και ελπίδες, μικρά παιδιά και αγέννητα μωρά» μου λέει με τη συμπόνια της μάνας, της αδελφής και της συζύγου.

«Τόσο κρίμα και άδικο».

Τη ρωτάω αν έχει μάθει κάτι παραπάνω για τα πραγματικά αίτια του ατυχήματος.

«Γιατί και να ξέρουν, θα μας πουν ποτέ την αλήθεια;» με ρωτάει με αφοπλιστική ειλικρίνεια.

«Ποιον μπορείς να εμπιστευτείς σήμερα κόρη μου;

Κοίτα πώς κατάντησαν την πατρίδα μας» είπε.

Ακούγεται πικραμένη, αλλά και προβληματισμένη για το τι θα φέρει το μέλλον.

«Και τα παλιά χρόνια ήταν δύσκολα, αλλά τώρα αυτή η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη. Πού θα πάει, κανείς δεν ξέρει».

Με έκταση μόλις 4,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων, η Κίναρος είναι νησίδα των Δωδεκανήσων που βρίσκεται στον θαλάσσιο χώρο δυτικά της Καλύμνου και της Λέρου και ανατολικά της Αμοργού.

Παλαιά στο νησί ζούσαν οκτώ οικογένειες.

Η κ. Ειρήνη ήταν το τέταρτο παιδί μιας 8μελούς οικογένειας. Παντρεύτηκε στην Κάλυμνο.

Σήμερα ζει μόνη της με μια πενιχρή σύνταξη και στην καθημερινότητά της ασχολείται με την κτηνοτροφία. Έχει δύο σπίτια της οικογένειάς της, αλλά η ίδια προτιμά να μένει κάτω στο απάνεμο λιμανάκι, στο παλιό καφενείο του πατέρα της. Αραιά και πού, την επισκέπτονται τα πέντε εγγονάκια της από την Κάλυμνο. Η μοναδική παρέα της, ο «μπαρμπα Μικές» (όπως φώναζαν όλοι τον σύζυγό της) «έφυγε» πριν από τρία χρόνια, τον Ιούνιο του 2013. Μαζί με την «Ρηνιώ» του ήταν γνωστοί ως «Οι Ροβινσώνες της Κινάρου».

Ο ένας γιος της οικογένειας ζει και εργάζεται στην Αυστραλία, η κόρη και ο δεύτερος γιος στην Κάλυμνο. Και ενώ δεν μετανιώνει που άφησε το Darwin και γύρισε στην πατρίδα της που υπεραγαπά, παραδέχεται ότι, πάνω απ’ όλα, τη στενοχωρεί η αβεβαιότητα που επικρατεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.

Την ρωτώ αν φοβάται το αύριο με όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας.

«Εγώ δεν φοβάμαι τίποτα. Αντέχω» μου λέει με περηφάνια που δεν με ξαφνιάζει.

«Για μένα δεν με νοιάζει. Τα παιδιά μου και τα παιδιά όλου του κόσμου σκέφτομαι που δεν έχουν δουλειά και το μέλλον τους είναι αβέβαιο».

«Η Ευρώπη δεν μας βοηθάει καθόλου. Όλοι μας χτυπούν» εξηγεί, με ένα ίχνος παραπόνου, πριν με αποχαιρετήσει ευγενικά και εγκάρδια, με χιλιάδες ευχές για υγεία και ευτυχία, για να γυρίσει στις δουλειές της.

Η Ειρήνη Κατσοτούρχη είναι μια γυναίκα αυτάρκης και δυναμική, γεμάτη ψυχική δύναμη και καλοσύνη.

Ξέρει τι θα πει πόνος, ξενιτιά και φτώχεια.

Και ενώ πικραίνεται με όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, δεν την προδίδει ποτέ.

«Αυτή είναι η πατρίδα μου. Ο τόπος μου. Και έχω χρέος να τον αγαπώ και να τον προστατεύω» λέει συγκινημένη η Ρηνιώ της Κινάρου, δίνοντας μαθήματα γενναιότητας και αυθεντικού πατριωτισμού από τη μικρή κουκίδα του ελληνικού χάρτη που τόσο πολύ αγαπά.

Δεν την απασχολεί τι θα γράψω για κείνη και τη ζωή της.

«Καλό παράδεισο στα παλικάρια. Αυτό να μην ξεχάσεις να γράψεις, κόρη μου».