Η Βάσω Καλαμάρα ταξιδεύει στην «αιώνια λιακάδα»

Λίγα λόγια για την ζωή και το έργο της

Η πολυτάλαντη, πολυγραφότατη και πολυβραβευμένη Βάσω Καλαμάρα από τις 3 Ιανουαρίου ταξιδεύει στην «αιώνια λιακάδα», εκεί όπου την λούζει το Απολλώνιο Φως από το οποίο αντλούσε πνευματικότητα, φώτιση, την αγάπη και το πάθος της για τις Τέχνες, τον δημιουργικό της οίστρο.

Η Βάσω Καλαμάρα γεννήθηκε στην Αθήνα, στην περιοχή του Θησείου, το 1932. Όπως λέει η ίδια στη συνέντευξή της που μου παραχώρησε όταν την επισκέφτηκα στο Περθ το 2009:

«…τα παιδικά μου χρόνια με σημάδεψαν. Γεννήθηκα σε μια οικογένεια από ευκατάστατους γονείς. Ο πατέρας μου είχε εργοστάσιο ξυλείας. Παπαγιαννάκης Δημήτριος, κρητικής καταγωγής… Η μητέρα μου πέθανε στη γέννα του αδελφού μου και η θεία μου Αλεξάνδρα ανέλαβε το μεγάλωμά μου. Μεγάλωσα πολύ άνετα με τη γιαγιά μου, τη μητέρα τής μητέρας μου, την οποία έλεγαν Νικοτσάρα κι ήταν τρισέγγονη του καπετάν-Νικοτσάρα. Η γιαγιά μου με βοήθησε με το λεξιλόγιό μου, ήταν Ρουμελιώτισσα. Σχολείο πήγα στην Καλλιθέα. Δημοτικό. Αργότερα μπήκα εσωτερική σε κολλέγιο θηλέων. Μου στοίχισε πολύ η έλλειψη της γιαγιάς μου». (1) .

«Ό,τι μου έλειπε και με πονούσε το έκανα ιστορία… Έβαζα τον εαυτό μου μέσα στις ιστορίες που ήθελα να ζήσω. Η γιαγιά μου ήταν αυτή που μού εμφύσησε την ικανότητα να λέω ιστορίες, απ’ αυτές που μου έλεγε (αυτή) όταν ήμουν μικρή». (2)

«Στο παρθεναγωγείο κάναμε γαλλικά, πιάνο, μπαλέτο, λογοτεχνία. Δηλαδή δεν είχαμε τόσο τυπικά μαθήματα, αλλά μαθήματα που βοηθούσαν να διευρύνουμε το πνεύμα μας. Οι πρώτοι μου συγγραφείς ήταν ο Ιούλιος Βερν. Από πολύ μικρή όλοι με πήγαιναν θέατρο».

Προσωπικοί λόγοι ανάγκασαν την Καλαμάρα να μεταναστεύσει στην Αυστραλία το 1950, μαζί με τον σύζυγό της Λεωνίδα, ο οποίος είχε αποφασίσει να γνωρίσει τον πατέρα του, που είχε μεταναστεύσει και ζούσε στη Δυτική Αυστραλία από το 1932, τότε που ο Λεωνίδας ήταν μόλις τριών μηνών. Όταν τον συνάντησαν ζούσε σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Η Καλαμάρα τις περιγράφει ως εξής:

«Νοίκιαζε ένα καλυβάκι σε ένα οικόπεδο κι έκοβε ξύλα για την κατασκευή των τρένων και ό,τι λεφτά έβγαζε τα έστελνε πίσω στην οικογένειά του. Μέσα στο οικόπεδο φύτευε και καπνό. Όταν ήρθαμε με το Λεωνίδα, εγώ μαγείρευα κι επέβλεπα τους εργάτες, βοηθούσα στη διαλογή καπνού, έδενα δεμάτια. Ζούσαμε με λίγα χρήματα γι ‘αυτό δεν παίρναμε παιχνίδια στα παιδιά. Εκείνα όμως, με τη δημιουργικότητά τους, έφτιαχναν τα δικά τους».

Η ίδια διηγείται την ιστορία της μετανάστευσής της με γλαφυρό τρόπο:

«Νομίζω πως έφυγα με την αφορμή ότι υπήρχε ένας «τοίχος» ανάμεσα σε μένα και στη μητριά μου. Συνάντησα τον Λεωνίδα (τον σύζυγό μου) στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εγώ πήγαινα τότε εκεί και είχα πείσει τη φίλη μου να ποζάρει για τον Καπράλο, προκειμένου να δουλέψω δίπλα του. Τότε ήρθε ο Σικελιανός, πρόσεξε το έργο μου, το έβαλε στη γωνία και είπε: «Εδώ έχουμε μια ποιήτρια. Ότι θα τα καταφέρεις φαίνεται από τα μάτια σου». Κάναμε παρέα με τον Λεωνίδα, γιατί είχε έρθει από τη Φλώρινα και τον ξεναγούσαμε. Εντωμεταξύ, αυτός είχε έτοιμα τα χαρτιά του για την Αυστραλία. Και κλεφτήκαμε. Η θεία μου η Αλεξάνδρα με στήριξε και μου έδωσε πολλά χρυσαφικά της μητέρας μου. Πήγαμε για ένα διάστημα στη Φλώρινα και μετά Αυστραλία. Το ’50 ήρθαμε στην Αυστραλία με το Κερύνεια».

Για την Καλαμάρα, τα πρώτα χρόνια στην Αυστραλία ήταν επίσης δύσκολα, αφού ζούσε στην Αυστραλιανή ύπαιθρο, σε μια μικρή κοινότητα Ελλήνων στο Munjimup. Οικονομικές δυσκολίες την ανάγκασαν να αναστείλει τα όνειρά της για σπουδές. Τα παραπάνω προκύπτουν από δικά της λόγια:

«Όταν ήρθαμε (στην Αυστραλία) ήταν αυτό, η ιδέα να σπουδάσουμε. Αλλά αφού δεν μπορούσαμε οικονομικά, αποφασίσαμε να δουλέψουμε, να βγάλουμε τα χρήματα για να σπουδάσουμε. Δεν παραιτηθήκαμε ποτέ από την ιδέα, απλά το αναστείλαμε για εννέα χρόνια. Στο διάστημα αυτό εγώ ξεκίνησα να γράφω. Δημοσιεύτηκαν τα γραπτά μου στο περιοδικό «Οικογένεια»…

«Το 1981, έγραψα το θεατρικό έργο Μια Φάκα με Ψωμάκι, το οποίο εμπνεύστηκα από την προσωπική οικογενειακή καταστροφή που υπεστήκαμε το 1961, όταν αναγκαστήκαμε να κάψουμε τα καπνά, επειδή δεν τα αγόρασαν οι αμερικάνικες εταιρίες. Μετά ο Λεωνίδας με τον πατέρα του πήραν με δάνειο ένα τρακτέρ και ξερίζωναν δέντρα, καθάριζαν το δάσος πάνω στο οποίο γινόντουσαν οικόπεδα. Πριν όμως απ’ αυτό έγραψα το «Μικρό ‘Αλκη», το «Μανταμουαζέλα», αφού ήμουν ακόμα εμπνευσμένη από τη θεία μου την Αλεξάνδρα. Έγραψα το «Να δώσει η Παναγιά, να πάει». Έγραφα με τη λάμπα και το κερί, γιατί δεν είχαμε ηλεκτρικό το 1961. Είχα πολύ καλό άντρα και τα κατάφερα…».

Το βραβευμένο από την «Λαϊκή Σκηνή» έργο Μια Φάκα με Ψωμάκι φέρνει στη σκηνή την απίστευτη τραγωδία που έζησαν 250 οικογένειες στο Munjimup, στη Δυτική Αυστραλία. Γύρω στο 1960, η κυβέρνηση της Αυστραλίας άνοιξε τις πόρτες της στη διεθνή αγορά και οι καπνοκαλλιεργητές αναγκάστηκαν να κάψουν με τα ίδια τους τα χέρια τη σοδειά τους, αφού οι εταιρίες εισήγαγαν φτηνότερο καπνό από τη Ροδεσία, με αποτέλεσμα να βρεθούν αυτοί και οι οικογένειές τους καταχρεωμένοι και άστεγοι σε αρκετές περιπτώσεις. Όπως εύγλωττα το θέτει η συγγραφέας σε συνέντευξή της:

«Από τη μια μέρα στην άλλη, οι άνθρωποι αυτοί βρέθηκαν στο δρόμο, θύματα της αρχής της παγκοσμιοποίησης θα έλεγα».

Το έργο επίσης εστιάζεται και στη διαφωνία μεταξύ των παραδόσεων της πρώτης γενιάς, μελών της ελληνικής κοινότητας που έφθασαν στη δεκαετία του ’20, με τα παιδιά τους, το δεύτερο κύμα των μεταναστών, που έφθασε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Σχολιάζει τους τρόπους που οι μεταναστευτικές κοινότητες διαμορφώθηκαν και τις δυσκολίες στην αφομοίωσή τους στην τότε, σχετικά πρόσφατα καθιερωμένη, μεταναστευτική κουλτούρα.

«Ο πόνος, τα βάσανα και η νοσταλγία είναι κοινά συναισθήματα όλων των νεοφερμένων σ’ ένα ξένο έδαφος» λέει η ίδια.

Το 1982 και το 1983 το ίδιο έργο με τον τίτλο Breadtrap σε μετάφραση του Reg Durack και δική της, ανέβηκε από το ‘Patch Theatre’, στο Περθ, στην αγγλική γλώσσα, και στο Festival of Perth, αντίστοιχα (Castan, 1986.σ.29). Το 2001 ανεβαίνει και πάλι με τον ίδιο θίασο σε σκηνοθεσία του Boris Radmilovich, στο Playhouse Theatre. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Black Swan Theatre, Andrew Ross αποκάλεσε την Καλαμάρα, ως τον «θηλυκό Λόρκα» της Αυστραλίας και το έργο της Μια φάκα με ψωμάκι μια επική οικογενειακή τραγωδία, ένα ευρωπαϊκό δράμα σε αυστραλιανό τοπίο.

«Μου άρεσε που σεβάστηκε τη δουλειά μου από την αρχή, δεν έβγαλε ούτε μια λέξη μου από το σενάριο, το κείμενο», επισημαίνει η Καλαμάρα.

Όταν η Βάσω Καλαμάρα ερωτήθηκε, πώς η συγγραφέας παρ’ όλες τις δυσκολίες της κατάφερε να εκπληρώσει το μεγάλο της όνειρο να διαπρέψει μέσα από τη γραφή της, η Καλαμάρα απάντησε:

«Ξέρετε, το όνειρο, ο στόχος, δεν ήταν να διαπρέψω, αλλά να γράψω και να γνωρίσω στους άλλους αυτό που έχω μέσα μου. Τα υπόλοιπα ήρθαν μόνα τους σιγά-σιγά… Κάθε καινούργια δυσκολία γινόταν έμπνευση που μου άνοιγε δρόμους…».

Η χρήση της αγγλικής γλώσσας στα έργα της, που αρχικά είχε αποκλείσει, ήταν το μέσο που την καθιέρωσε ως μια σημαντική συγγραφέα ανάμεσα στους σύγχρονους Αυστραλούς συγγραφείς, «contemporary Australian writer», όπως την αποκαλούν οι Αυστραλοί.

Το συγγραφικό της έργο κυρίως διαπνέεται από τα καθολικά θέματα της αγάπης, του ανθρωπισμού, της ελευθερίας και της ειρήνης. Η εξερεύνηση των ανθρώπινων σχέσεων, ειδικά το πεπρωμένο της γυναίκας στον κόσμο, έχει επηρεάσει άμεσα το έργο της. Σύμφωνα με την συγγραφέα, η ζωή δεν αλλάζει, η βασική μας ψυχοσύνθεση και η καρδιά μας παραμένουν τα ίδια. Η κοινωνική αδικία, η ταξική πάλη, είναι ζητήματα διαχρονικά και την απασχολούν. Η συγγραφέας αντλεί θέματα από την ελληνική παράδοση, συνδυάζει αρχαίους μύθους με σύγχρονα ζητήματα. Στόχος της είναι να αγγίζει τα αισθήματα των αναγνωστών/ακροατών/θεατών της. H Καλαμάρα είναι η πρώτη Ελληνίδα συγγραφέας στην Αυστραλία που γράφει στην ελληνική και αγγλική γλώσσα.

Τα έργα της λογοτέχνιδας είναι μεταφρασμένα στα αγγλικά, αλλά και στα κινέζικα.

Η πνευματική παρακαταθήκη της Βάσως Καλαμάρα είναι και θα παραμείνει ένας πολύτιμος θησαυρός τον οποίο χρειάζεται να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού και να την μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενιές.

*Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο «ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΘΕΑΤΡΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ (1910-2010)
της Ελένης Τσεφαλά. Η Ελένη Τσεφαλά είναι Φιλόλογος-Θεατρολόγος.

Σημειώσεις:
1. Πηγή: Συνέντευξη στα ελληνικά που μου παραχωρήθηκε από την Βάσω Καλαμάρα, α’ γενιά στο Περθ, 09.07.2009.
2. Ό.π.