Νικόλαος Ραυτόπουλος: Σοφότερος μετά από πολλά και μεγάλα ταξίδια σε μακρινούς χρόνους της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας

Άφησε πίσω την «κρανή ουδ' ευρεία χωρίς ευρέες ούτε λειμών» κατά τον Όμηρο Ιθάκη


Το όνομά του συνδέεται με την Ενορία Αγίου Χαραλάμπους Templestowe. Ιεροψάλτης για 31 χρόνια, αφότου κτίστηκε η εκκλησία και στο στάδιο της χρυσής ηλικίας, μοιράζει τον χρόνο του στην εκκλησία, το Γηροκομείο της περιοχής, προσφέροντας συντροφιά και ψυχαγωγία στους τροφίμους και στον κήπο του.

Ωστόσο, ασχολείται και με τη μελέτη ιστορικών βιβλίων και καθώς είναι φανατικός φίλος του λόγου, αφιερώνει σημαντικό χρόνο στη λογοτεχνία. Συχνά πυκνά, επιστολές του, άρθρα θα έλεγα επί το σωστότερο, δημοσιεύονται στη σελίδα «Γράμματα στον “Νέο Κόσμο”». Ο λόγος για τον κ. Νίκο Ραυτόπουλο από την Εξωγή Ιθάκης, που μεταξύ άλλων, έχει αναλύσει και τη θεωρία του Πλάτωνα!

Πού μάθατε Βυζαντινή μουσική;

Βοηθούσα τον πατέρα μου Διονύση, που ήταν ιεροψάλτης στην Ιθάκη. Με το που φτάσαμε στην Μελβούρνη, ανέλαβε το ψαλτήρι του Ευαγγελισμού. Ακολούθησε ένα διάλειμμα 35 χρόνων μέχρι που κτίστηκε η εκκλησία. Έμαθα την ψαλτική τέχνη από τον δάσκαλο της Βυζαντινής μουσικής Ευκλείδη Ζυγουρίδη. Και λίγο το ακουστικό μου αυτί, λίγο η εμπειρία, με βοήθησαν να καθιερωθώ ως ιεροψάλτης.

Το ζεύγος Ραυτοπούλου στο Κάρλοβι Βάρι της Τσεχίας

Πόσο εύκολο είναι οι νέοι σήμερα, να μάθουν να «πατούν» σωστά στους Βυζαντινούς ήχους; Θα συμβουλεύατε τους γονείς να ενθαρρύνουν τα παιδιά τους από μικρή ηλικία στο ψαλτήρι;

Η Βυζαντινή μουσική, η υμνολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που είναι γραμμένη σε σύμβολα, δεν μαθαίνεται εύκολα. Και για τα νέα παιδιά είναι ακόμα δυσκολότερη. Άλλο η ψαλτική και άλλο η ψαλμωδία. Χαίρομαι, όμως, που στη δική μας περίπτωση, έχουμε 6 με 7 νέους που εξελίσσονται. Θέλω να πιστεύω ότι θα είναι οι συνεχιστές. Λόγω ηλικίας, παρέδωσα στον Βάιο Αναστασόπουλο αλλά δηλώνω παρών.

Με την ευκαιρία, θα ήθελα να πω ότι η Βυζαντινή μουσική και το δημοτικό τραγούδι, έχουν στενή συγγένεια. Είναι η συνέχεια των Βυζαντινών ακριτικών τραγουδιών.

Συμπληρώνονται φέτος 72 χρόνια από τότε που μεταναστεύσατε στην Αυστραλία. Μιλήστε μας για τον τόπο καταγωγής σας.

Η Ελλάδα τότε, ήταν σε άσχημη κατάσταση. Πριν ακόμα συνέλθει από τα κατάλοιπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε φουντώσει ο εμφύλιος. Η φτώχεια και η μιζέρια ανάγκαζαν τους νέους να φύγουν. Και καθώς τα χωριά άδειαζαν, οι χώρες που φάνταζαν ως σανίδες σωτηρίας, ήταν η Αμερική και η Αυστραλία. Μαζί με τον πατέρα μου και τον Κεφαλλονίτη φίλο μου Χρήστο Ζησημάτο, επιλέξαμε την Αυστραλία. Η πρόσκληση είχε έλθει από τον θείο μου Κωνσταντίνο Πεταλά, που είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία το 1908. Με το που φτάσαμε μας υποδέχθηκαν οι συγγενείς μας και σε χρόνο μηδέν, τακτοποιηθήκαμε σε δουλειές. Βλέπετε τότε, είχαν ανάγκη από εργατικά χέρια.

Συγκομιδή τομάτας από τον κήπο του σπιτιού του

Αφήσατε όμως πίσω την Ιθάκη…

Ναι. «Την κρανή ουδ’ ευρεία, χωρίς ευρέες ούτε λειμών», κατά τον Όμηρο Ιθάκη. (γη πετρώδη, βραχώδη και όχι ευρύχωρη χωρίς πλατιούς δρόμους και λιβάδια), κι όμως γη ιστορική και αγαπημένη. Η φτώχεια όμως δεν άφηνε περιθώρια.

Πώς ήταν το ταξίδι;

Ωσάν να ακολουθούσαμε τους στίχους του Καβάφη «σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας να μάθεις και να μάθεις από τους σπουδασμένους», το πλοίο από τον Πειραιά αγκυροβόλησε στην Αίγυπτο. Μετά από πολλές περιπέτειες στην Αλεξάνδρεια και το Κάιρο, καταλήξαμε στο Πορτ Σάιντ, με την ελπίδα να βρούμε καράβι για το υπερπόντιο ταξίδι. Εκεί συναντήσαμε αρκετούς συμπατριώτες μας, που ήταν στο «περίμενε» 6 με 8 μήνες έως και χρόνο. Οφείλω, όμως, να πω, ότι το διάστημα που ήμασταν εκεί, περάσαμε καλά. Με τις βόλτες μας στην είσοδο της Διώρυγας του Σουέζ, κινηματογράφο, εξοχικά κέντρα κλπ. Πήγαμε και στις Πυραμίδες!

Τελικά μας τσουβάλιασαν σε ένα βαθύ αμπάρι του αγγλικού «Asturia», γύρω στα 240 άτομα και σε 14 μέρες, φτάσαμε στην Πέρθη. Από εκεί αεροπορικώς, καταλήξαμε στον προορισμό μας, που ήταν η Μελβούρνη. Γόνοι του Οδυσσέα είχαμε πάντα στο νου μας την Ιθάκη. «Το φθάσιμον εκεί είν ο προορισμός σου», όπως λέει και ο ποιητής.

O Νικόλαος και η Τούλα στο Milk Bar επί της Victoria Parade στο East Melbourne

Στο Κάιρο επισκεφθήκατε τις Πυραμίδες! Ποιες οι εντυπώσεις σας;

Η Αίγυπτος τότε είχε αναπτυγμένο τουρισμό. Για τους Ευρωπαίους η χώρα του Νείλου με βασιλιά τον Φαρούκ, ήταν παράδεισος. Για τους ιθαγενείς όμως κόλαση. Πήραμε λοιπόν το εκδρομικό λεωφορείο και φτάνοντας, κάναμε τον γύρο με τα πόδια. Θυμάμαι, ο Αυγουστιάτικος ήλιος έκαιγε πέτρες. Ήταν όμως ένα προσκύνημα ζωής. Είναι σαν να επισκεφθείς την Αθήνα και να μην ανεβείς στην Ακρόπολη.

Το 1953 αγοράσατε μαγαζί στο Victoria Parade στο East Melbourne. Τι θυμάστε;

Ο Ελληνισμός τότε ήταν λιγοστός. Φυσικά τις Κυριακές εκκλησιάζονταν στον Ευαγγελισμό. Εκεί οι γάμοι, εκεί και τα βαφτίσια. Το μαγαζί ήταν μιλκ μπαρ. Πουλούσαμε πολλά κουτιά με σοκολάτες για τους πελάτες που επισκέπτονταν τα γύρω νοσοκομεία και σάντουιτς στα γραφεία. Το μεγαλύτερο κτίριο ήταν το Note Issue, που έκανε την κοπή των χαρτονομισμάτων και απασχολούσε γύρω στα 800 άτομα προσωπικό. To 1961 παντρεύτηκα την Τούλα, το γένος Μανωλοπούλου, από το Σιδηρόκαστρο Τριφυλίας. Μείναμε 23 χρόνια στο ίδιο μαγαζί.

Από πού αντλείτε τα θέματα για τα άρθρα σας;

Διαβάζω αφότου θυμάμαι. Είναι το χόμπι, η αδυναμία μου. Όταν η θεία μου, που ήταν δασκάλα, μετανάστευσε στην Νότια Αφρική, είχε αφήσει τα βιβλία της στην Ιθάκη. Από τότε το βιβλίο έγινε ο καλύτερός μου φίλος. Θεωρώ ότι το διάβασμα είναι μια εσωτερική ώθηση και το γράψιμο, εκτόνωση, εξωτερίκευση των σκέψεών μου.

Τραγούδι με τσιγγάνικα βιολιά στη Βουδαπέστη

Και η τεχνολογία;

Καμιά συγγένεια. Έχω πολλά βιβλία αλλά δανείζομαι και από τη βιβλιοθήκη.

Νομίζετε ότι η Ιθάκη εξακολουθεί να είναι ο τουριστικός προορισμός για τους Ελληνοαυστραλούς και τους Αυστραλοέλληνες;

Εννοείται. Με αμείωτο ενδιαφέρον θα έλεγα. Τους καλοκαιρινούς μήνες το νησί σφύζει από ζωή. Οι επισκέπτες χαίρονται τις αμμουδερές ακρογιαλιές, τα παραδοσιακά ταβερνάκια και τις μοντέρνες καφετέριες.

Τα κτίρια διατηρούν τον παραδοσιακό ρυθμό αρχιτεκτονικής;

Γενικά στην Ιθάκη, δεν υπάρχουν πολυώροφα κτίρια. Η πόλη και τα χωριά διατηρούν την αίγλη της παλαιάς αρχιτεκτονικής. Στενά δρομάκια, παραδοσιακές γειτονιές, κάνουν το νησί μας μοναδικό τουριστικό προορισμό.

Στο Townsville της Κουησλάνδης

Και ενώ η κουβέντα μας τελειώνει μ’ ένα περιποιημένο καφέ από την ευγενέστατη σύζυγό του, ο κ. Ραυτόπουλος με εκπλήσσει ευχάριστα. Θέτει υπόψη μου ένα ντοσιέ με τα περισσότερα άρθρα που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς στην εφημερίδα μας.

Εκεί τα ταξιδιωτικά, οι αναλύσεις της Αυστραλιανής οικονομίας, τα κοινωνικά, τα παροικιακά, τα φιλολογικά και άλλα πολλά. Ξεφυλλίζω ένα προς ένα τα τελευταία και πραγματικά, υποκλίνομαι στον άνθρωπο, που αν και φοίτησε μόνο μέχρι την Α’ τάξη Γυμνασίου, καταπιάνεται και αναλύει τον “Επιτάφιο” του Περικλέους, την Σαπφώ την ποιήτρια, γράφει για τα Αρχαία Ελληνικά θέατρα, έχει γνωριμίες με τους Καβάφη, Σικελιανό, Παλαμά, Δομίνικο Θεοτοκόπουλο, Παπαδιαμάντη, έτσι για να θυμηθούμε μερικές από τις μελέτες του. Αναμενόμενο, σκέφτομαι, αφού μελέτησε την «Θεωρία του Πλάτωνα». Γράφει λοιπόν για τις πεποιθήσεις του για τη αθανασία της ψυχής.

«Στους νεανικούς Διαλόγους, φαίνεται ολοκληρωτικά απορροφημένος από την προβληματική του δασκάλου του μέχρι του σημείου οι διάλογοι να είναι η πιο αξιόλογη πηγή για να γνωρίσουμε τη φιλοσοφία του Σωκράτη». Ο Πλάτων, καταλήγει σε ένα εσχατολογικό όραμα, ότι δηλαδή, «η ανθρώπινη ψυχή που είναι αθάνατη, θα απολαύσει ή θα υποφέρει αναπόφευκτα στη μετά θάνατο ζωή, ανάλογα με το πώς συμπεριφέρθηκε σε αυτό τον κόσμο».

Αντιλαμβάνομαι, ότι ο κ. Ραυτόπουλος, έχοντας ζήσει 72 χρόνια στους Αντίποδες, με πολλά ταξίδια σε χώρες της Ευρώπης, νοιώθοντας τη χαρά να μπαίνει σε «λιμένας πρωτοειδωμένους», και να μη φοβάται τους «Λαιστρυγόνας, τους Κύκλωπας και τον άγριο Ποσειδώνα», με τις μελέτες του, έχει κάνει πολλά και μεγάλα ταξίδια σε μακρινούς χρόνους της Ιστορίας, και έχει διεισδύσει βαθιά στα μονοπάτια της φιλολογίας και λογοτεχνίας.

Σοφότερος, αφήνει τη σκέψη του να εξελίσσεται, να περιπλανάται, να αναζητά εξηγήσεις και να τα αποτυπώνει στο χαρτί.

Του εύχομαι υγεία και μακροημέρευση.