ΜΕ το φαινόμενο των υβριστών του Facebook έχω ασχοληθεί και στο παρελθόν. Υποχρεώνομαι, όμως, να επανέλθω σήμερα καθώς τον τελευταίο καιρό έχουν πληθύνει τα κρούσματα. Όπως έχω γράψει αρκετές φορές, στα 40 και πλέον χρόνια που ασχολούμαι με τα μέσα ενημέρωσης, φυσικό είναι να έχω κάνει λάθη. Αναδημοσιεύω, λοιπόν, ένα σχόλιο που είχα κάνει πριν δυο χρόνια με αφορμή τις ύβρεις που διατυπώνουν κάποιοι σε ειδήσεις ή σχόλιά μας:

«ΠΡΙΝ έρθει στη ζωή μας το Facebook όταν γινόταν ένα λάθος εδώ στον «Νέο Κόσμο», ή κάποιος διαφωνούσε με ένα γραπτό, μια άποψη, μια ιδέα, μια προσέγγιση, έκανε αυτό ακριβώς που απαιτεί η στοιχειώδης ευγένεια και η πραγματική δημοκρατία.
Μας τηλεφωνούσε και με κόσμιο τρόπο και εποικοδομητικά επιχειρήματα, διατύπωνε την άποψή του. Ακόμα γίνεται αυτό. Μας αρέσει αυτό. Το αναζητάμε αυτό. Το επικροτούμε και το θαυμάζουμε.
Βέβαια, κάποιοι από τους αναγνώστες μας δεν περιορίζονταν στο τηλεφώνημα, αλλά μας έγραφαν και επιστολές όπου εξέφραζαν την διαφωνία τους και την αιτιολογούσαν. Και, φυσικά, οι επιστολές αυτές ήταν και καλοδεχούμενες, αφού μας έδιναν μια διαφορετική οπτική και, φυσικά, δημοσιεύονταν.

Οι «παραδοσιακοί» αναγνώστες της έντυπης έκδοσής μας εξακολουθούν και σήμερα να ενεργούν με τον ίδιο τρόπο.
Εδώ και χρόνια εκτός από την έντυπη έκδοσή μας έχουμε και την διαδικτυακή, η οποία, επίσης, έχει δεκάδες χιλιάδες αναγνώστες.
Θα μου πείτε τώρα, γιατί σας τα λέω όλα αυτά…

Γιατί την εμφάνιση του Facebook και των άλλων Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης εμφανίστηκε και μια άγνωστη, έως τώρα σε μας, ομάδα αναγνωστών. Διαφορετική. Πολλές φορές σοκαριστική και αυθάδης.
Θα μου πεις, βέβαια, μέσα σε τόσους χιλιάδες αναγνώστες σε όλο τον πλανήτη, πάντα υπάρχει η μειοψηφία που σε διαβάζει όχι για να καταλάβει και να προβληματιστεί, αλλά απλώς και μόνο για να απαντήσει. Να απαντήσει στο καθετί. Να εκφέρει άποψη επί παντός επιστητού. Είτε κατέχει το θέμα είτε όχι, είτε γνωρίζει είτε όχι. Πολλές φορές, χωρίς να έχει καν κάνει τον κόπο να διαβάσει αυτό που κάποιος ερεύνησε, ρώτησε, συζήτησε και έμαθε πριν το γράψει στο χαρτί και το υπογράψει με το πραγματικό του όνομα, με παρρησία, σεβασμό και ευγένεια προς τους αναγνώστες του.

Τα θέματα που δημοσιεύουμε για τους πιστούς μας αναγνώστες που τόσα χρόνια μας βοηθούν, μας ενθαρρύνουν, μας διορθώνουν και μας μαλώνουν (και πολύ καλά κάνουν), πολλές φορές αναρτώνται και στο Facebook όπου -όπως είναι αναμενόμενο, θεμιτό και, σας διαβεβαιώνω, επιθυμητό- μερικά από τα θέματα αυτά προκαλούν θύελλα αντιδράσεων.
Άλλωστε, είπαμε, αυτό είναι και ελευθερία.

Και μιας και μιλάμε για την ταλαίπωρη αυτή λέξη, αναρωτιέμαι τι απέγινε, άραγε, η θεωρία που έλεγε ότι η δική μου ελευθερία σταματά εκεί που ξεκινάει η δική σου. Το σκέφτομαι συχνά αυτό. Με προβληματίζει.
Αναρωτιέμαι… πώς γίνεται; Πώς γίνεται στο όνομα της πιο πολυχρησιμοποιημένης λέξης της πατρίδας μας, της ελευθερίας, αυτή η (ευτυχώς) μειοψηφία των αναγνωστών μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θεωρεί αποδεκτό και ανθρώπινο να σχολιάζει, να εκφράζει απόψεις και να κατακρίνει ανθρώπους υπό τη μορφή επιθετικών, προσβλητικών, ακόμα και ρατσιστικών σχολίων.

Τα θέματα που «αναστατώνουν» αυτή τη μερίδα των φοβισμένων πίσω από ένα πληκτρολόγιο φανατικών, ήταν, είναι και πάντα θα είναι τα λεγόμενα εθνικά μας θέματα, ο ρατσισμός, η θρησκεία, το μεταναστευτικό, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, η σεξουαλικότητα κ.ά.
Εδώ, λοιπόν, κάποιοι αναγνώστες που κάνουν σχόλια στο Facebook, δεν περιορίζονται στην κριτική. Η κριτική όταν βασίζεται σε λογικά επιχειρήματα και συνοδεύεται με στοιχεία, είναι καλοδεχούμενη.

Όμως, κάποιοι σχολιαστές, αντί να κάνουν κριτική, καταφεύγουν σε ύβρεις με αισχρό τρόπο.
Βρίζουν καταγόμενους από άλλες χώρες γκέι, θρησκευόμενους, άθεους, πολιτικούς, καλλιτέχνες, δημοσιογράφους και, φυσικά, την εφημερίδα!
Σύμφωνα με τους ειδικούς, «ο χρήστης του ίντερνετ που προσβάλλει, απειλεί, συκοφαντεί ή απλώς βρίζει, φαίνεται ότι έχει κάποια αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά: πιστεύει ότι όποιος εκφράζει απόψεις διαφορετικές από τις δικές του, το κάνει για να επικρίνει τον ίδιο προσωπικά για τις επιλογές και τις πεποιθήσεις του. Θεωρεί ότι ο ίδιος έχει το δικαίωμα να σταματήσει με απαξιωτικά και επιθετικά σχόλια ή ακόμα και ευθείες απειλές, όλους αυτούς που (νομίζει ότι) προσπαθούν να τον ξεγελάσουν, να τον χειριστούν, να του επιβάλλουν τα πιστεύω τους».

Ναι, πιστεύω στην ελευθερία του λόγου, γι’ αυτό και υπηρετώ τη δημοσιογραφία τόσα χρόνια. Σε κάποιους η δουλειά μας αρέσει, σε κάποιους όχι.
Και αυτό, δεν είναι το πρόβλημα. Αυτό έως ένα σημείο μας κρατά όλους σε εγρήγορση σε ένα επάγγελμα όπου κάθε λέξη, κάθε συλλαβή, κάθε γραπτό, μας κάνει να εκτιθέμεθα. Αλλά εμείς το επιλέξαμε, γιατί το αγαπάμε και θέλουμε να το υπηρετούμε.
Όχι, το έχω σκεφτεί πολλές φορές και το έχουμε συζητήσει στην εφημερίδα ακόμα περισσότερες. Δεν αποκλείουμε και δεν θα αποκλείσαμε ποτέ κανέναν. Δεν θα σταματήσουμε και δεν αποθαρρύνουμε κανέναν αναγνώστη μας από το να εκφράζει την γνώμη του, με τον ίδιο τρόπο που θα ήθελε και ο ίδιος, όμως, να του μιλούν και να κρίνουν τη ζωή και τη δουλειά του.
Όχι με ύβρεις, όχι με απειλές, όχι με ειρωνείες και υποτιμητικά σχόλια για τον συνάνθρωπό μας. Το να αποκλείσεις τη μειοψηφία να κάνει σχόλια δεν αποτελεί λύση, δεν είναι ελευθερία του λόγου και εμείς δεν θα συμβιβάσουμε τα πιστεύω μας για να λύσουμε ένα πρόβλημα που αφορά την ψυχολογία και την παιδεία μιας μικρής μειοψηφίας.

Ναι. Υπάρχει λύση. Όπως υπάρχει και ελπίδα. Ελπίδα να καταφέρουμε να εξηγήσουμε στην πλειοψηφία ότι όταν μπαίνει ο φασισμός και η αγένεια από την πόρτα, το δίκιο, η ανθρωπιά και η πραγματική ελευθερία φεύγουν από το παράθυρο. Ότι αδικούν και μειώνουν πρώτα τους ίδιους τους εαυτούς τους όταν εκφράζονται με τον τρόπο που επιλέγουν σε μια απόπειρα να μειώσουν τον συνάνθρωπό τους για να νιώσουν προσωρινά ανώτεροι.
Να τους δώσουμε να καταλάβουν ότι το γεγονός ότι κάποιος δεν συμφωνεί μαζί τους, δεν είναι αφορμή να ξεθάψουν ό,τι χειρότερο έχουν μέσα τους, αλλά ευκαιρία να ανοίξουν το μυαλό και την καρδιά τους και να μάθουν να διατυπώνουν τις όποιες διαφορές τους κόσμια, με ευγένεια ψυχής και πραγματικά λογικά επιχειρήματα».

Σ.Χ.

ΦΑΙΝΕΤΑΙ ότι οι καταστροφικές πυρκαγιές στην Αυστραλία, όπως και όλες αυτές οι πυρκαγιές του τελευταίου χρόνου, ειδικά στη Σιβηρία και τον Αμαζόνιο, έχουν ήδη ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου για τα περί της κλιματικής αλλαγής.

ΟΙ ΑΜΕΣΕΣ συνέπειες της κλιματικής αλλαγής δεν είναι πλέον κάτι που ανάγεται στο μέλλον, είναι πραγματικότητα, είναι ήδη εδώ, στην μπροστινή αυλή του σπιτιού μας και μας χτυπάει την καλή μας πόρτα…

ΔΕΝ ζούμε σε ένα περιβάλλον που κάποτε το βλέπαμε στις ταινίες του κινηματογράφου ή το φανταζόμασταν σαν ένα σενάριο κακοπαιγμένου φιλμ επιστημονικής φαντασίας χωρίς καμία βάση λογικής.
Η χώρα μας σήμερα κυβερνάται από έναν πρωθυπουργό, ο οποίος χαρακτηρίζεται από πολλούς ως ανάλγητος, ψυχρός και άνθρωπος που δεν φαίνεται να έχει καμιά σχέση με τα τεκταινόμενα γύρω του.

ΕΙΝΑΙ όμως έτσι; Είναι σωστό να επικαλούμαστε την αναλγησία, τη ψυχρότητα και την «μη αντίληψη» του Scott Morrison; Είναι αρκετό σε μας να στεκόμαστε μέχρι εκεί και να μην πηγαίνουμε και λίγο παραπέρα;

Ο MORRISON είναι ο πολιτικός υπάλληλος μιας ολόκληρης κουστωδίας μεγιστάνων του πλούτου, μιας σειράς μεγαλοδιευθυντών πολυεθνικών και μιας ιδιαίτερης κάστας κονδυλοφόρων οι οποίοι έχουν βαλθεί να μας πείσουν ότι δεν υφίσταται ζήτημα κλιματικής αλλαγής.

ΟΛΟΙ αυτοί ξέρουν πολύ καλά τι είναι η κλιματική αλλαγή, ποιες είναι οι συνέπειες και τι συνεπάγεται αυτό όχι μόνο για την Αυστραλία,, αλλά και για ολόκληρο τον πλανήτη. Ξέρουν πολύ καλά ότι σε έναν ενδεχόμενο κίνδυνο ανεπανόρθωτης βλάβης στον πλανήτη φυσικά θα καταρρεύσει και το σύστημά τους.

ΕΙΝΑΙ ταγμένοι, λοιπόν, στο να κάνουν οτιδήποτε είναι δυνατόν για να σώσουν το δικό τους σύστημα, το κεφάλι τους, τον καπιταλισμό, με κάθε κόστος, ακόμα και εάν το πλανητικό οικοσύστημα ή σημαντικό του μέρος καταστραφεί.

ΕΙΝΑΙ σαν «άγγελοι του θανάτου», όπως περιγράφονται σε ένα κείμενο που διάβασα υπογραμμένο από τον James Plested, από το Hampton Institute τη Νέας Υόρκης. Φαίνεται σαν να είναι αυτοί που θα δώσουν στον καπιταλισμό την τελευταία ανάσα ζωής.

ΔΕΝ ξέρω εάν ακούγεται λίγο εσχατολογικό αυτό που λέω… Εκείνο που ξέρω είναι ότι σε μια ενδεχόμενη πλανητική καταστροφή αυτοί που έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να επιζήσουν, όπως επιζήσουν, θα είναι οι πλούσιοι και άνθρωποι σαν τον Morrison.

ΓΙΑΤΙ αυτοί ζουν σε πιο προσεγμένες και καθαρές περιοχές, σε πιο ευαίσθητα σε κάθε είδους «διαταραχές» σπίτια, τρέφονται καλύτερα, δεν έχουν άγχος. Αυτοί έχουν ήδη πάρει τα μέτρα τους.

ΟΠΟΤΕ το ζήτημα που μπαίνει εδώ και μάλιστα ξεκάθαρα και επιτακτικά είναι πώς όλοι εμείς οι υπόλοιποι, δηλαδή η τεράστια πλειοψηφία, θα αφυπνιστούμε και θα ανατρέψουμε αυτή την κατάσταση που εξακολουθεί να γέρνει σε βάρος μας. Δηλαδή το μεγάλο και ίσως μόνο ερώτημα είναι πότε θα πάρουμε εμείς τα δικά μας μέτρα…

Δ.Τ.

ΥΠΟΜΟΝΗ. Όσοι ρωτάτε ποιες είναι οι δυο εκκλησίες στις οποίες ψάλλεται η λειτουργία μόνο στα Ελληνικά, δεν κατάφερα να μάθω. Μόλις όμως γίνει γνωστό θα σας το μεταφέρω. Η συζήτηση γίνεται μετά την δημοσίευση της επιστολής του Σ.Κ. («ΝΚ», 9.1.2020) που εκφράζει τις ανησυχίες και τη δυσαρέσκειά του για τη χρήση της Αγγλικής κατά τη διάρκεια της Κυριακάτικης λειτουργίας.

ΣΥΜΜΕΡΙΖΟΜΑΙ τον προβληματισμό για τους κόπους, τις στερήσεις και τις θυσίες ΜΑΣ, να κτίσουμε εκκλησίες, σχολεία και άλλα ιδρύματα για να διατηρήσουμε τη γλώσσα και τη θρησκεία μας. Διαφωνώ, ότι «τα πάντα θυσιάζονται για τη μελλοντικά αδιαμαρτύρητη νεολαία…» Θεωρώ ότι υπάρχει ένας αριθμός νέων που εκκλησιάζονται και γι’ αυτούς, επιβάλλεται να κάνουμε κάποιες υποχωρήσεις.

ΑΛΛΩΣΤΕ, η δικιά μας γενιά, δεν ήταν αυτή που εξέφραζε την ανάγκη δημιουργίας μιας Θεολογικής Σχολής για δίγλωσσους ιερείς, ώστε να μπορούν τα παιδιά μας να παρακολουθούν τη θεία λειτουργία; Πώς λοιπόν ζητάτε να βγάλουμε την Αγγλική εδώ και τώρα; Ωστόσο συμφωνώ να γίνεται μερική ανάγνωση στα Αγγλικά και όχι ολοκληρωτικά.

ΚΑΙ ΚΑΤΙ ακόμα. Στην Μονή της Παναγίας Άξιον Εστί στο Northcote, λειτουργεί εδώ και δυο χρόνια, πλήρες παράρτημα της Ακαδημαϊκής Θεολογικής Σχολής «Άγιος Ανδρέας» Σίδνεϊ.

Κ.Γ.