Γεννημένη και μεγαλωμένη στη Σκύρο, έφτασε στην Αθήνα το 2007 –εν μέσω κρίσης– αποφασισμένη να σταθεί όρθια και να παλέψει.

«Στο νησί δεν έβλεπες έντονα τη διαφορά. Στην Αθήνα όμως η ανεμελιά αντικαταστάθηκε από την κατήφεια και την αγωνία επιβίωσης. Έβγαινες στους κεντρικούς δρόμους και τίποτε δεν ήταν πια το ίδιο. Τα μαγαζιά έκλειναν το ένα μετά το άλλο, μεγάλες φίρμες τις κατάπινε εν μία νυκτί η κρίση, η ανεργία απίστευτη, ο προβληματισμός διάχυτος, ο τόπος άδειαζε».

Η ίδια και ο σύντροφός της, όπως θα πει, είχαν δουλειά.

«Αυτό όμως δεν αρκούσε. Βλέπαμε ότι δεν υπήρχε φως στον ορίζοντα. Δεν ήταν μια μπόρα που θα περνούσε εύκολα.

Αντίθετα, το νοιώθαμε στο πετσί μας ότι ήταν εκεί για να μείνει με φόβο μάλιστα να επιδεινωθεί».

– Πώς προέκυψε η Αυστραλία;

«Μετά από κάποια μελέτη, πολλή σκέψη και προγραμματισμό. Θεωρητικά γνωρίζαμε αρκετά, ο άνδρας μου είχε το εφόδιο της αυστραλιανής υπηκοότητας, δεδομένου ότι οι γονείς του είχαν ζήσει πολλά χρόνια στην Αυστραλία και κατά συνέπεια, μας ήταν κατά κάποιο τρόπο πιο οικεία από την Ευρώπη η οποία αντιμετώπιζε κι εκείνη τα δικά της προβλήματα.

Πρώτα ήλθε να ερευνήσει τον ορίζοντα κα να προετοιμάσει το έδαφος ο άνδρας μου με 15.000 ευρώ στην τσέπη.

Βρήκε δουλειά, νοίκιασε ένα σπιτάκι στο Clayton και προσπάθησε να με προετοιμάσει: «Κοίταξε, τα πράγματα είναι δύσκολα και περίεργα. Το σπίτι είναι παλιό και δεν θα σου αρέσει. Επίσης, η Μελβούρνη είναι επίπεδη και ο τρόπος ζωής πολύ διαφορετικός από αυτόν που ξέραμε. Από την άλλη, υπάρχει μεγάλη τάξη, καθαριότητα και προοπτική για το μέλλον των παιδιών μας».

Έτσι απλά μου έθεσε τα πράγματα και περίμενε τη δική μου απόφαση».

– Καταφατική, όπως προκύπτει εκ των πραγμάτων… Πού τη στήριξες;

«Κοίταξε, προτεραιότητα και των δύο ήταν και είναι τα παιδιά μας, η Κλεοπάτρα 8 χρόνων τότε και ο Δημήτρης 6.

Η ξενιτιά, από όποια πλευρά και να τη δεις, στην καλύτερη των περιπτώσεων, είναι δύσκολη. Από τη στιγμή όμως που ξέρεις ότι κάνεις κάτι σωστό για το μέλλον των παιδιών σου, δεν σου γίνεται αγκάθι.

Όταν ήλθα όντως όλα ήταν περίεργα και ένοιωθα ότι πνιγόμουν. Άνοιγα την πόρτα και έβλεπα το φράχτη της γειτόνισσας. Αυτά τα πελώρια πάρκα, περίεργο, αλλά με φόβιζαν. Έρχομαι από ένα πανέμορφο αλλά πετρώδες νησί. Το ατελείωτο αυτό πράσινο μ’ έκανε να τρομάζω.

Από την άλλη με γοήτευε η τάξη, η οργάνωση, η καθαριότητα.

Πήρα την άδεια οδήγησης σε χρόνο μηδέν, πήρα κλήση γιατί πέρασα το νόμιμο όριο ταχύτητας και το… χάρηκα γιατί αυτό με προστατεύει.

Το κυριότερο όμως όλων, αισθάνθηκα ότι απομακρύνθηκα και απαλλάχθηκα από το βουνό αυτό της γραφειοκρατίας και το τέρας της αβεβαιότητας στην Ελλάδα».

– Τι βοήθησε, αν μπορώ να το θέσω έτσι, στην προσαρμογή σου εδώ και ποια ήταν η δυσκολότερη περίοδος;

«Η δυσκολότερη περίοδος ήταν η αρχή. Ήλθα Σεπτέμβρη του 2013 και μέχρι το Φλεβάρη ήμουν κλεισμένη σ’ ένα περίεργο σπίτι με δυο παιδιά. Μετά όλα άλλαξαν.

Γράψαμε τα παιδιά στο Ημερήσιο Δίγλωσσο Κολλέγιο του Αγίου Ιωάννη, όπου είχαν τη δυνατότητα να εξοικειωθούν με τα αγγλικά και το νέο περιβάλλον. Εγώ βρήκα απασχόληση ικανοποιητική οικονομικά και απέκτησα έναν κύκλο γνωριμιών με τους νεοφερμένους, πράγμα που μ’ έκανε να αισθάνομαι οικεία σ’ έναν ξένο τόπο».

– Μόλις μου έδωσες το έναυσμα να ρωτήσω τι εισέπραττες από τους άλλους νεοφερμένους;

«Ποικίλες απόψεις. Όπως γνωρίζεις, χονδρικά υπάρχουν δύο κατηγορίες. Εκείνοι που έρχονται καλά πληροφορημένοι για την εδώ κατάσταση και είναι διατεθειμένοι να προσαρμοστούν με ό,τι αυτό συνεπάγεται, και αυτοί που πέφτουν από τα σύννεφα γιατί αλλιώς τα νόμιζαν και αλλιώς τα βρήκαν. Εκείνοι που ανήκουν σ’ αυτήν την κατηγορία είναι συνήθως και μονίμως παραπονούμενοι. Κάνουν συγκρίσεις με την Ελλάδα, τους φταίνε όλα σχεδόν εδώ, ξεκινώντας από τον καιρό μέχρι τον καφέ φραπέ (!) αλλά δεν παίρνουν και την απόφαση να γυρίσουν πίσω.

– Προφανώς εσύ ανήκεις στην πρώτη κατηγορία. Σήμερα έχεις δεύτερες σκέψεις;

«Είχα προετοιμάσει τον εαυτό μου για σκληρή δουλειά και μόνιμη εγκατάσταση.

Δεν είχα ψευδαισθήσεις. Γνώριζα ότι πρόκειται για απόφαση ζωής. Ήξερα ότι το μέλλον των παιδιών μου δεν ήταν στην Ελλάδα που την είχα ζήσει και στις καλές και στις κακές της μέρες. Ήξερα ότι αν ερχόμουν θα έμενα.

Εδώ, σίγουρα, δεν είναι όλα ρόδινα. Είναι, όμως, πιο σταθερά και προβλέψιμα. Αν είσαι διατεθειμένος να προσαρμοστείς στις νέες συνθήκες, αυτό σου δίνει το δικαίωμα να κάνεις σχέδια και –γιατί όχι;– όνειρα για το μέλλον.

Αν όμως κολλήσεις στο ουζάκι και το φραπέ με τους φίλους, στο τι ήξερες πριν, τότε σίγουρα έχεις πρόβλημα».

– Το θέμα της επανόδου σε απασχολεί;

«Γνωρίζω ότι οι Έλληνες της μαζικής μετανάστευσης, στην πλειονότητά τους, είχαν το όνειρο της επανόδου. Δούλευαν σκληρά, έκαναν αιματηρές οικονομίες και έφευγαν πίσω στη γενέτειρα μετά από μία ή δύο δεκαετίες. Τη συνέχεια τη γνωρίζετε νομίζω καλύτερα από μένα. Οι προσδοκίες τους για διάφορους λόγους διαψεύδονταν και μία ωραία πρωία, βρίσκονταν εκεί από όπου ξεκίνησαν να προσπαθούν να ορθοποδήσουν.

Ε, αυτό δεν συμβαίνει μ’ εμάς. Δεν ζούμε με ψευδαισθήσεις. Πηγαίνουμε στην Ελλάδα κάθε δεύτερο καλοκαίρι και κρατάμε επαφή με τους γονείς, τα αδέλφια μας, τους συγγενείς και φίλους.

Χαιρόμαστε τον τόπο μας, έστω και για λίγο, οπότε δεν αφήνουμε χώρο στη νοσταλγία να μας κυριεύσει.

Από ό,τι γνωρίζω αυτό συμβαίνει με πολλούς νεομετανάστες. Είναι πραγματιστές και ζουν περισσότερο για το σήμερα.

– Μελλοντικά, αν άλλαζαν οι συνθήκες, θα σ’ ενδιέφερε να γυρίσεις πίσω;

« Δεν νομίζω. Τι νόημα θα έχει όταν φύγουν από τη ζωή οι γονείς μας; Εκτός και αν τα παιδιά μας, μετά από χρόνια, αποφασίσουν να ζήσουν εκεί. Η Ελλάδα μας δημιουργεί ένα αίσθημα ανασφάλειας, ξεκινώντας από το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, μέχρι το συνταξιοδοτικό και το προσφυγικό που μέρα με τη μέρα επιδεινώνεται.

Στην αρχή όλοι μιλούσαν για μια κρίση που σε κάποιο στάδιο θα περνούσε. Για κάποιες πληγές που κάποια στιγμή θα επουλώνονταν. Ο χρόνος όμως απέδειξε το αντίθετο.

Όμως, το χειρότερο όλων ότι ζεις σ’ ένα κλίμα ανασφάλειας».

Λέγοντας όλα αυτά βέβαια θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Ελλάδα είναι ασύγκριτη και οι ομορφιές της αξεπέραστες.