Όπως ανέφερα την περασμένη εβδομάδα, η Βενετία είχε καταλάβει την Κρήτη το 1211, και η Ενετοκρατία που επιβλήθηκε διήρκεσε μέχρι το 1669, χρονιά που οι Τούρκοι κατέλαβαν τη νησί, και ακολούθησε η Τουρκοκρατία.

Η ελληνική λογοτεχνία της Κρήτης κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας είναι πολύ αξιόλογη, και σημαντική για την μετέπειτα πορεία της ευρύτερης Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία αυτή χωρίζεται σε δύο περιόδους.

Η πρώτη περίοδος ξεκίνησε από τα μέσα του 14ου αιώνα και συνέχισε μέχρι το 1590 περίπου. Ονομάζεται «περίοδος της προετοιμασίας», γιατί τα έργα της περιόδου εκείνης διαφοροποιούνται αισθητά από τη βυζαντινή παράδοση και τη δυτική λογοτεχνία του Μεσαίωνα.

Η δεύτερη περίοδος, από το 1590 μέχρι την άλωση της Κρήτης από τους Οθωμανούς το 1669, θεωρείται η περίοδος της ακμής, καθότι κατά τη διάρκειά της γράφτηκαν τα πρώτα μεγάλα έμμετρα και θεατρικά έργα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.

Με την Κρητική Λογοτεχνία αυτής της περιόδου θα ασχοληθώ σήμερα, αναφερόμενος κυρίως σε απόψεις ειδημόνων, καθότι μόνο αποσπάσματα από τα έργα της έχω διαβάσει.

Ο Λίνος Πολίτης, στο βιβλίο του «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Αθήνα 1980, για τη λογοτεχνική ακμή της Κρήτης, μεταξύ άλλων γράφει και τα ακόλουθα:

{…} Ύστερ’ από την πτώση και της Κύπρου στους Τούρκους (1571) – και ξέρουμε από την ιστορία τι εσήμαινε αυτή η απώλεια για όλη την Ευρώπη – τα μόνα σχεδόν ελληνικά μέρη που μένουν υπό την κυριαρχία των Βενετών είναι η Κρήτη και τα Εφτάνησα. Θα παίξουν και τα δύο σημαντικό ρόλο στη λογοτεχνία, η Κρήτη αμέσως, τα Εφτάνησα αργότερα. Στην Κρήτη, στα εκατό χρόνια που μεσολαβούν από το 1571 ως το 1669 (όπου έπεσε κι αυτή στους Τούρκους), θα ολοκληρωθεί η λογοτεχνική ακμή που την είδαμε αρχινισμένη κιόλας από την προηγούμενη περίοδο, και θα φτάσει σε μια κορύφωση θαυμαστή. Η κρητική λογοτεχνία του τέλους του 16ου και του 17ου αιώνα είναι μια χρυσή περίοδος στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

{…} Είναι μαζί και η κορύφωση της λογοτεχνίας της Αναγέννησης στην Ελλάδα. Και το πιο ουσιώδες χαρακτηριστικό της, ότι, έξω από την πρώιμη Βοσκοπούλα και από το ωριμότερο έργο, τον Ερωτόκριτο, όλα τα έργα της περιόδου αυτής είναι έργα θεατρικά. Τούτο έχει βασική σημασία, γιατί καθώς το θέατρο είναι από όλα τα είδη της λογοτεχνίας το περισσότερο κοινωνικό, εκείνο που προϋποθέτει απαραίτητα ένα κοινό στο οποίο απευθύνεται. Η ανάπτυξη αυτή του θεάτρου τα χρόνια αυτά στην Κρήτη σημαίνει πως είχαν ακριβώς δημιουργηθεί εκεί οι κοινωνικές συνθήκες που προϋποθέτουν και ευνοούν ένα τέτοιο φαινόμενο.

Κι ένα άλλο χαρακτηριστικό της κρητικής λογοτεχνίας του 17ου αιώνα πρέπει να υπογραμμίσουμε: τη λογοτεχνικά καθαρή και υψωμένη γλώσσα. Οι ποιητές της περιόδου αυτής χρησιμοποιούν την ομιλουμένη κρητική διάλεκτο, εντελώς καθαρμένη από μεσαιωνικά κατάλοιπα ή άλλα λόγια στοιχεία. Το ντόπιο ιδίωμα υψώνεται σε μια γλώσσα λογοτεχνική, κομψή, ικανή να αποδώσει τις πιο λεπτές αποχρώσεις του ποιητικού στοχασμού. Μια γλώσσα διαμορφωμένη με βούληση καλλιτεχνική. Ίσως ποτέ άλλοτε η δημοτική δε γράφτηκε με τόση καθαρότητα και με τόση συνέπεια στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Ο «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου, περίπου 10.000 στίχων, θεωρείται όχι μόνο ως ένα από τα πιο σημαντικά έργα της Κρητικής Λογοτεχνίας, αλλά και ως ένα από τα ωραιότερα αφηγηματικά ποιήματα που γράφτηκαν στην νεοελληνική γλώσσα.

Ο Νομπελίστας ποιητής Γεώργιος Σεφέρης, αναφερόμενος στο παρακάτω απόσπασμα από τον «Ερωτόκριτο», εξέφρασε τις απόψεις που ακολουθούν για την Κρητική Λογοτεχνία:

Ποιος εις τον κόσμο φάνηκε κι’ αγάπη δεν κατέχει;
Ποιος δεν την εδοκίμασε; Ποιος δεν τήνε ξετρέχει;
Οχ’ οι άνθρωποι μοναχά πού ‘χου μιλιά και γνώση
τρέχου σε τούτο το δεντρό τσ’ αγάπης για να τρώσι.
Πέτρες, δεντρά και σίδερα, κι’ οζά στην οικουμένη,
όλα γνωρίζου και γρικού τον πόθο πως τα γιαίνει,
κι ένα με τ’ άλλο τη φιλιά κι’ αγάπη λογαριάζει,
κι όλα αγαπούν και πεθυμούν το πράγμα που ταιριάζει.
Μα όλα για μένα σφάλασι και πάσιν άνω κάτω,
για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραμάτω.

Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα πως η Κρητική Λογοτεχνία αποτελεί την πρώτη αξιόλογη προσπάθεια του ελληνικού λαού, ύστερα από πολλούς αιώνες αρχαϊκής μίμησης, να δημιουργήσει λογοτεχνία στην προφορική γλώσσα του ελληνικού λαού. Για παρόμοιους λόγους και το Κρητικό Θέατρο θεωρείται πρωτοποριακό, γιατί έκανε την εμφάνισή του ύστερα από πολλούς αιώνες σιωπής.

Η πλούσια λογοτεχνική παραγωγή οφείλεται στην οικονομική και πνευματική ανάπτυξη που παρατηρήθηκε στην Κρήτη τις τελευταίες δεκαετίες της Βενετοκρατίας. Η ειρηνική διαβίωση κατά την περίοδο εκείνη μεταξύ των Ελλήνων και των Βενετών, και η επαφή με έναν ανεπτυγμένο πνευματικά και πολιτιστικά λαό, ήταν οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην άνθηση της παιδείας και των γραμμάτων και στην εμφάνιση αξιόλογης λογοτεχνικής παραγωγής. Οι Βενετοί της Κρήτης δήλωναν ότι ήταν Γραικοί (homo graecus) με βενετικά επίθετα, καθολική θρησκεία και τίτλους ευγενείας.

ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

Εκτός από τη «Βοσκοπούλα», που ανήκει στην ποιμενική ποίηση, και τον «Ερωτόκριτο», που έδωσε τη βασική φυσιογνωμία στην ποίηση της Κρήτης, κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας, δημιουργήθηκαν και σημαντικά θεατρικά έργα.

Εισηγητής του θεάτρου ήταν Γεώργιος Χορτάτσης (1550-1610), για τη ζωή του οποίου δεν υπάρχουν πληροφορίες. Ο Λίνος Πολίτης, στο προαναφερθέν βιβλίο του, μεταξύ άλλων γράφει και τα ακόλουθα για ένα από τα έργα του :

Το αριστούργημα του Γεώργιου Χορτάτση είναι η «Ερωφίλη», τραγωδία κλασικιστική, στ’ αχνάρια των ανάλογων ιταλικών. Οι δύο κεντρικοί ήρωες, η Ερωφίλη, κόρη του βασιλιά Βιλόγου, και ο Πανάρετος, άξιος στρατηγός, έχουν παντρευτεί κρυφά, και ο βασιλιάς όταν το μαθαίνει αφήνει να ξεχυθεί όλη του η οργή για τον παράταιρο γάμο. Θα σκοτώσει με μαρτυρικό θάνατο τον Πανάρετο, και καμώνοντας πως τη συγχωρεί θα χαρίσει στην κόρη του, τάχα για δώρο γάμου, σε μια χρυσή λεκάνη, τα κομμένα μέλη του αγαπημένου της. Η Ερωφίλη θα αυτοκτονήσει μοιρολογώντας, αλλά και τα κορίτσια του χορού θα σκοτώσουν στο τέλος τον άκαρδο βασιλιά.

Ο Χορτάτσης έγραψε και την καλύτερη από τις τρεις κωμωδίες του κρητικού θεάτρου που έχουν σωθεί, τον «Κατζούρμπο», χρονολογημένο γύρω στην πενταετία 1595-1600, η οποία είναι το ωριμότερο έργο του.

Τα θεατρικά έργα της Κρητικής Λογοτεχνίας κατατάσσονται στις ακόλουθες κατηγορίες:

α) Τραγωδίες:

1. Ερωφίλη. Είναι το σημαντικότερο έργο του Γεωργίου Χορτάτση.

2. Βασιλεύς ο Ροδολίνος. Συγγραφέας της είναι ο Ιωάννης Ανδρέας Τρώιλος από το Ρέθυμνο. Το θέμα που κυριαρχεί στην τραγωδία είναι η σύγκρουση του ήρωα ανάμεσα σε δύο αισθήματα: το αίσθημα της φιλίας και το αίσθημα του έρωτα.

3. Ζήνων. Ο συγγραφέας μάς είναι άγνωστος.

β) Κωμωδίες:

I. Κατζούρμπος, του Γεωργίου Χορτάτση.

II. Στάθης. Δεν είναι γνωστό το όνομα του ποιητή, ούτε και ο χρόνος που γράφτηκε.

III. Φουρτουνάτος, του Μάρκου Αντωνίου Φώσκολου.

γ) Θρησκευτικό δράμα:

Η Θυσία του Αβραάμ. Εικάζεται ότι συγγραφέας του έργου αυτού είναι ο Βιτσέντζος Κορνάρος. Το έργο διακρίνεται για τη δραματική του ένταση και τη σκιαγράφηση του ανθρώπινου πόνου του πατέρα και της μητέρας. Θεωρείται το πιο ποιητικό έργο του κρητικού θεάτρου, και έχει όλες τις αρετές των μεγάλων έργων: ωραία σύνθεση και βαθιά ψυχολογική ανάλυση προσώπων.

δ) Ποιμενικό δράμα:

Πανώρια. Είναι νεανικό έργο του Γεωργίου Χορτάτση. Παλιότερα ήταν γνωστό με τον τίτλο Γύπαρης.

Θα κλείσω την αναφορά μου στην Ελληνική Λογοτεχνία στην Κρήτη κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας με τις ακόλουθες επισημάνσεις που έχει κάνει ο φιλόλογος και ερευνητής Γεώργιος Βαλέτας, στο βιβλίο του «Επίτομη Ιστορία της Νεοελληνικής Ιστορίας», Αθήνα 1966, σελίδα 40:

1. Η Ενετοκρατία στην Κρήτη ήταν ήπια και άφησε πολλά περιθώρια παιδείας κι ελεύθερης ανάπτυξης στο ελληνικό στοιχείο.

2. Γιατί παρατάθηκε στην Κρήτη δύο και παραπάνω αιώνες μετά την άλωση απ’ τους Τούρκους όλων των νησιών και τόπων της Ελλάδας (εκτός απ’ τα Εφτάνησα), κι έτσι κατόρθωσε ν’ αντλήσει όλα τα δημοτικά σπέρματα της Αναγέννησης στη Δύση.

3. Γιατί η πολύχρονη αντίσταση της Κρήτης ενάντια στους Τούρκους δημιούργησε κλίμα πατριωτισμού, τόνωσε το εθνικό λαϊκό πνεύμα, που στάθηκε ο κεντρικός μοχλός της κρητικής λογοτεχνίας.

4. Δίπλα στους Ενετούς κυρίαρχους αναπτύχθηκε μέσα στην πολύχρονη συμβίωση μια μορφωμένη αριστοκρατία, που είχε εθνικό χαρακτήρα και καλλιεργούσε τα γράμματα.