Μεταξύ λευκού μοσχάτου οίνου και «νεαρού» ψημένου ψαριού («νεαρόν» σημαίνει «φρέσκο») ένας των συνδαιτυμόνων με ρωτά αν συνέλαβα τον εαυτό μου ν’ αλλάζει απόψεις. Στο νου μου ήρθε Κωστής Παλαμάς, που λέει:

«Έχω τη συνείδηση πως ένας δεν είμαι. Είμαι όχι με το, αλλά με τα εγώ μου. Γι’ αυτό δεν πολυστέκομαι σε τίποτε. Φτάνω ίσα με την αντιπάθεια, ξαφνικά, προσώπων που συμπαθούσα και ίσα με την άρνηση ιδεών που διαλαλούσα».

Η άρνηση ιδεών είναι καλή ιδέα! Το κάνω συχνά. Αλλά στην αντιπάθεια προσώπων δεν φτάνω, γιατί το «αντί- πάθος» δεν παύει να είναι να είναι πάθος, δηλ. φθορά ψυχής. Προσπαθώ να μετατρέψω την αντι-πάθεια σε α-πάθεια και να εφαρμόσω το «ανέχου και απέχου». Ανέχομαι ανθρώπους, αλλά στέκομαι μακριά από τα στείρα δόγματά τους.

Όμως σήμερα το θέμα μου είναι άλλο: είναι ο αγαπημένος μου φιλόσοφος, ο Δημόκριτος, που ενώ ο Ηράκλειτος έκλαιγε, αυτός γελούσε – γελούσε με τη μωρία των ανθρώπων! Πέρα από το αστείρευτο γέλιο του («πολύγελως»), αγαπώ τον Δημόκριτο επειδή τον μισούσε ο Πλάτωνας.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Για τα πρώτα χρόνια του βίου του Δημόκριτου, θα περιοριστώ στα όσα μας μεταφέρει ο Διογένης Λαέρτιος.

Ο Δημόκριτος, λοιπόν, (το όνομά του σημαίνει «ο εκλεκτός του δήμου, του λαού») γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης (460 π.Χ. ή 470 π.Χ.). Κάποιοι τον θέλουν να έχει γεννηθεί στη Μίλητο («Αβδηρίτης ή, ως ένιοι, Μιλήσιος»).

Για το όνομα του πατέρα του δεν είμαστε βέβαιοι. Έχουμε τρία πιθανά ονόματα: Ηγησίστρατος, Αθηνόκριτος, Δαμάσιππος. Πάντως, όποιο και να ήταν το όνομα, ο πατέρας τού Δημόκριτου ήταν από «τζάκι» αριστοκρατικό και αρκετά πλούσιος για να φιλοξενήσει στο σπίτι του τον Ξέρξη («εξενίσθη παρ’ αυτώ»), όταν επέστρεφε στην Περσία, ηττημένος, το 480 π.Χ. Ως αντάλλαγμα της φιλοξενίας, ο Ξέρξης άφησε στον πατέρα τού Δημόκριτου κάποιους Πέρσες ιερείς (γνωστοί ως «Χαλδαίοι»).

Από αυτούς τους Πέρσες «μάγους» (σοφούς) ο Δημόκριτος, μικρό παιδί ακόμη («έτι παις ων»), διδάχτηκε θεολογία και αστρονομία. Μετά μαθήτευσε στον Λεύκιππο (κ’ ενδεχομένως στον Αναξαγόρα).

ΤΑΞΙΔΙΑ

Ταξίδεψε στην Αίγυπτο για να μάθει γεωμετρία («γεωμετρίαν μαθησόμενον») από τους εκεί ιερείς, μετά πήγε στην Περσία, κ’ έφτασε μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα. Πήγε και στην Ινδία, όπου «ανακατεύθηκε» με τους Ινδούς γυμνοσοφιστές («γυμνοσοφισταίς συμμίξαι αυτόν εν Ινδία»). Στην Αιθιοπία δεν ξέρουμε για ποιον λόγο πήγε. Όλ’ αυτά τα ταξίδια χρηματοδοτήθηκαν από το μερίδιο που πήρε ως ένας από τους τρεις κληρονόμους (είχε άλλα δύο ηλικιακά μεγαλύτερα αδέρφια).

Επισκέφτηκε και την Αθήνα («και Αθήναζε ελθείν»), αλλά δεν μπήκε στον κόπο να κάνει γνωστή την επίσκεψή του, γιατί δεν τον ενδιέφερε η υπόληψή του («δόξης καταφρονών»).

Στην Αθήνα είδε τον Σωκράτη, αλλά ο Σωκράτης δεν τον γνώρισε από κοντά («και ειδέναι μεν Σωκράτη, αγνοείσθαι δε υπ’ αυτού»). Όπως ο ίδιος ο Δημόκριτος λέει: «ήλθον γαρ εις Αθήνας και ούτις με έγνωκεν» («ήρθα στην Αθήνα και κανένας δεν με ήξερε»). Έζησε με το γέλιο στο στόμα και πέθανε, σύμφωνα με τον Ίππαρχο, σε ηλικία 109 ετών («εννέα προς τοις εκατόν έτη βιούς»).

ΠΑΝΤΟΔΑΗΣ

Στη φιλοσοφία ο Δημόκριτος ήταν «πενταθλητής»: ασχολήθηκε με πολλούς κλάδους (φυσική, ηθική, μαθηματικά κ.ά.). Σ’ αυτόν ανήκει η φράση: «η λέξη είναι η σκιά της πράξης». Ήταν τόσο μελετηρός («φιλόπονος»), που κλεινόταν μέσα σ’ ένα δωμάτιο, στον κήπο του σπιτιού του.

Υπήρξε οπαδός των πυθαγορείων δογμάτων («ζηλωτής γεγονέναι των Πυθαγορικών») και ο ίδιος εξέφραζε τον θαυμασμό του για τον Πυθαγόρα, στον οποίο ενδεχομένως μαθήτευσε.

Συνήθιζε να εξετάζει τις ιδέες του με λεπτομέρεια, απομονωμένος («ερημάζων»), και μερικές φορές σύχναζε στο νεκροταφείο («ενίοτε και τοις τάφοις ενδιατρίβων»)!

Πίστευε ότι το σύμπαν αποτελείται από δύο μόνο πράγματα: άτομα και κενό χώρο («άτομο» σημαίνει «ατεμάχιστο»). Όταν κόβουμε με το μαχαίρι ένα μήλο, το μαχαίρι δεν κόβει τα άτομα του μήλου, αλλά περνά ανάμεσα από αυτά, στον κενό χώρο. Το σύμπαν είναι ένα τεράστιο «μήλο» και το διαστημόπλοιο που το διασχίζει δεν τεμαχίζει πλανήτες, αλλά περνά ανάμεσά τους, στον κενό χώρο.

Η ύπαρξη του σύμπαντος δεν εξυπηρετεί κανέναν ειδικό σκοπό. Δεν φτιάχτηκε από κάποιον «θεό-δημιουργό» για να το απολαύσει ο ίδιος ή κάποια δίποδα σκουλήκια.

Σκοποί υπάρχουν μόνο μέσα στον δικό μας μικρόκοσμο: φτιάχνω μια βιβλιοθήκη για να τακτοποιήσω τα βιβλία μου, νυμφεύομαι γυναίκα για ν’ απολαύσω το κορμί της και να διαιωνίσω το είδος μου.

Δεν υπάρχει σώμα άυλο. Τα πάντα είναι ύλη. Ακόμη και η ψυχή είναι ύλη: αποτελείται από μικροσκοπικά σφαιροειδή, ευκίνητα άτομα, όμοια με αυτά της φωτιάς.

Να γιατί τα βιβλία του Δημόκριτου έπρεπε να καταλήξουν στη φωτιά! Ο Πλάτωνας δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί υλική ψυχή. Ο Αθηναίος σοφός ήθελε, σώνει και καλά, την ψυχή άυλη και αθάνατη, χωρίς να πολυσκοτίζεται με την αθανασία του ανθρώπου.

Στη Θέση τού Δημόκριτου, εγώ θα έλεγα: Φίλε Πλάτων, δεν με νοιάζει αν η ψυχή μου είναι αθάνατη: με νοιάζει αν εγώ είμαι αθάνατος, δηλ. ο νους μου.

Ωστόσο, δεν κατηγορώ τον Πλάτωνα. Την εποχή εκείνη ο άνθρωπος δεν γνώριζε ότι ο νους εδρεύει στον εγκέφαλο.