Προς μεγάλη έκπληξη των επιστημόνων, νέα έρευνα, που βασίστηκε σε μετεωρολογικά δεδομένα των τελευταίων πενήντα ετών, αποδεικνύει ότι η Ανταρκτική δεν μπορεί να αντισταθεί στην κλιματική αλλαγή. Στην “ψυχρή ήπειρο”, ο υδράργυρος ανεβαίνει σχεδόν όσο και στον υπόλοιπο πλανήτη.

Το τελευταίο “θύμα” του φαινομένου του θερμοκηπίου είναι το μεγαλύτερο παγόβουνο της Ανταρκτικής – το μέγεθός του είναι όσο της Βόρειας Ιρλανδίας!

Για τους επιστήμονες, ένα μεγάλο τμήμα του παγόβουνου “Wilkins Ice Shelf”, που υποστηρίζεται πλέον από μία λεπτή λωρίδα πάγου, είναι απίθανο να μην αποκοπεί στο εγγύς μέλλον.

Όπως ισχυρίζεται ο καθηγητής, Ντέιβιντ Βόγκαν, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η αποκόλληση του παγόβουνου συνδέεται με την ανθρώπινη δραστηριότητα, που θεωρείται ο κύριος υπαίτιος για την κλιματική αλλαγή και τις καιρικές μεταβολές.

Μέχρι σήμερα, πολλοί επιστήμονες πίστευαν ότι το μόνο κομμάτι της ηπείρου που έλιωνε είναι η Ανταρκτική Χερσόνησος, κάτω από τη Νότια Αμερική, ενώ στο υπόλοιπο τμήμα, η θερμοκρασία έχει ελαφρώς μειωθεί και ο πάγος επεκτείνεται.

Ωστόσο, τα πορίσματα της έρευνας που προέκυψαν από μετρήσεις μετεωρολογικών σταθμών αλλά και δορυφόρων που καταγράφουν την ανάκλαση υπέρυθρης ακτινοβολίας από το κάλυμμα πάγου, διέψευσαν αυτές τις εκτιμήσεις και προβλημάτισαν ιδιαίτερα την επιστημονική κοινότητα.

“Αυτό που ακούμε συνέχεια για την Ανταρκτική είναι ότι ψύχεται. Όμως αυτό δεν είναι αληθές”, σχολίασε στο Ρόιτερς ο επικεφαλής της μελέτης, Έρικ Στάιγκ, του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ.

Η Ανταρκτική συγκεντρώνει το 90% του γλυκού νερού στον πλανήτη, και ενδεχόμενο λιώσιμο των πάγων θα ανέβαζε τη στάθμη των ωκεανών κατά δεκάδες μέτρα.

“Η μέση άνοδος της θερμοκρασίας στη λευκή ήπειρο είναι συγκρίσιμη με τον παγκόσμιο μέσο όρο”, υπογράμμισε ο Στάιγκ. Τα τελευταία 50 χρόνια, η μέση θερμοκρασία στην Ανταρκτική έχει ανέβει κατά περίπου 0,5 βαθμούς Κελσίου.

Το φαινόμενο είναι εντονότερο στην Ανταρκτική Χερσόνησο -παρατηρείται άνοδος κατά 0,1 βαθμούς Κελσίου ανά δεκαετία- και στη Δυτική Ανταρκτική (0,17 βαθμούς Κελσίου ανά δεκαετία).