Εν μέσω της πανδημίας COVID-19 όλα μοιάζουν να έχουν παγώσει. Τίποτα δεν φαίνεται να μας ενδιαφέρει, εκτός και αν εμπεριέχει τη λέξη «κορονοϊός». Έτσι προβληματίστηκα αρκετά ως προς το να γράψω αυτή την ιστορία που, αρχικά, μοιάζει τόσο άσχετη με την επικαιρότητα και την αγωνία της, αλλά τελικά, όπως αποδεικνύεται, είναι τόσο σχετική.

Γιατί η ιστορία του δικού μας παιδιού, του Παναγιώτη (Πίτερ) Τριάντου είναι μια ιστορία διαρκούς αγώνα, πείσματος, αντίστασης και νίκης. Έχει, λοιπόν, όλα τα χαρακτηριστικά που χρειαζόμαστε για να αντεπεξέλθουμε σε αυτές τις ώρες της δοκιμασίας.

Ακολουθώντας τους κανόνες της κοινωνικής απόστασης έκανα τη συνέντευξη με τον Πίτερ τηλεφωνικά. Με το που απάντησε στην κλήση, μια θετική αύρα και μια αίσθηση ότι συνομιλούσα με έναν άνθρωπο γεμάτο πάθος και διάθεση για ζωή γέμισε την ατμόσφαιρα.

«Πώς γίνεται, τώρα, γιατί δεν ξέρω» με ρώτησε με αφοπλιστική αθωότητα καθώς αυτή ήταν η πρώτη φορά που κάποιος του έπαιρνε συνέντευξη και μάλιστα με θέμα την προσωπική του ιστορία.

ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ

Ο Πίτερ (Παναγιώτης) Τριάντος είναι Ελληνοαυστραλός δεύτερης γενιάς. Ο πατέρας του ήρθε στην Αυστραλία το ’68 με το «Αυστραλίς» και η μητέρα του το ’73.

Οι δυο τους γνωρίστηκαν, αγαπήθηκαν και αποφάσισαν να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια στη νέα τους πατρίδα που τους υποσχόταν ένα καλύτερο μέλλον.

Απέκτησαν τρία παιδιά, μια κόρη και δυο γιους. Ο Πίτερ ήταν ο μεσαίος και αυτό που θυμάται έντονα από τα παιδικά του χρόνια ήταν η σκληρή δουλειά των γονιών του. Ο πατέρας στο λιμάνι και η μητέρα στις μηχανές δεν σήκωναν κεφάλι και πάλευαν αγόγγυστα για να προσφέρουν στα παιδιά τους μια καλύτερη ζωή. Αυτό άλλωστε ήταν το όνειρο όλων των μεταναστών εκείνης της εποχής.

Τα χρόνια κυλούσαν ήρεμα ώσπου ο Πίτερ στα 16 του χρόνια αποφασίζει να κάνει την επανάστασή του και εγκαταλείπει το σχολείο, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών του και τις προβλέψεις όλων στην ευρύτερη οικογένεια ότι θα αποτύχει.

Ο Πίτερ δεν νοιαζόταν, ό,τι και αν του έλεγαν. Έσπασε το κατεστημένο που ήθελε τα «καλά» παιδιά να σπουδάζουν για να γίνουν «άνθρωποι» και το έκανε με απόλυτα συνειδητό τρόπο.

«Οι προκαθορισμένες διαδικασίες δημιουργούν προκαθορισμένους ανθρώπους. Το σύστημα υπάρχει για να δημιουργεί υπαλλήλους και όχι αφεντικά. Έτσι είπα πως το σχολείο δεν είναι για μένα και το άφησα. Ήθελα να ριχτώ στα βαθιά, να λερώσω τα χέρια μου, να δω μόνος μου πώς κερδίζεται η ζωή», μου λέει.

Έτσι, άρχισε να δουλεύει σε σούπερ μάρκετ, να πλένει αυτοκίνητα ακόμα και πιάτα, ώσπου στα 17 του ο πόνος χτύπησε την οικογένειά του και τον ίδιο προσωπικά για πρώτη φορά, όταν η μητέρα του διαγνώστηκε με λευχαιμία.

«Αυτό με έριξε πολύ. Άρχισα να γίνομαι καταθλιπτικός, εμφάνισα διαταραχή άγχους, πάθαινα κρίσεις πανικού γιατί ήμουν πολύ κοντά στη μητέρα μου», θυμάται ο Πίτερ συγκινημένος.

Κάποια από τις φορές που η μητέρα του νοσηλευόταν στο νοσοκομείο την είχε επισκεφτεί κι εκείνη βλέποντάς τον να μην μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάστασή του έπιασε το χέρι, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «Σφίξε τα δόντια σου και προχώρα».

Αυτό ήταν. Ο Πίτερ «έσφιξε τα δόντια» και προχώρησε. Το πόσο ψηλά θα έφτανε μόνο η μοίρα το γνώριζε…

Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ

Μετά από έναν με ενάμιση χρόνο, η μητέρα του Πίτερ άρχισε να πηγαίνει καλύτερα κι εκείνος αποφάσισε να ριχτεί στις επιχειρήσεις.
Ήταν μόλις 21 χρόνων. Πούλησε κάτι αυτοκίνητα που είχε ως νεαρός και με τα χρήματα που συγκέντρωσε αγόρασε ένα κοτάδικο στο Ρίτσμοντ. Επρόκειτο για μια παραπέουσα επιχείρηση που είχε τα μαύρα της τα χάλια.

Κι όμως… Ο νεαρός Πίτερ με την 19χρονη τότε αρραβωνιαστικιά του Κάθυ στο πλευρό του, η οποία σημειωτέον παραιτήθηκε από τη θέση της στην τράπεζα για να τον στηρίξει, ξεκινώντας από το μηδέν, καθάρισαν το μαγαζί, το ξανάνοιξαν και από την πρώτη μέρα πήγαιναν καλά. Σε λίγο τα κέρδη διπλασιάστηκαν και σε έξι μήνες τριπλασιάστηκαν.

«Είχα μια ακατάπαυστη δίψα και επιθυμία να πετύχω. Την ίδια ακριβώς δίψα κι επιθυμία που είχαν οι γονείς μου όταν έφτασαν μετανάστες σε αυτή τη χώρα», εξηγεί ο Πίτερ μιλώντας για το ρίσκο που πήρε σε τόσο μικρή ηλικία.

«Το είχα από μικρός, ίσως και να το κληρονόμησα από τον πατέρα μου που ήταν πολύ εργατικός, έτσι όταν πήρα αυτό το μαγαζί έδωσα τα πάντα εκεί μέσα. Δούλευα ατελείωτες ώρες, φρόντιζα για την ποιότητα των υλικών αλλά και το αποτέλεσμα, οι πελάτες ήταν ευχαριστημένοι από εμάς, δεν κλείναμε καθόλου, ήμαστε ανοιχτοί κάθε μέρα όλη την εβδομάδα», περιγράφει παθιασμένα ο Πίτερ.

Για τον ίδιο, όλο αυτό το εγχείρημα ήταν κι ένα μεγάλο στοίχημα. Όχι μόνο με τον εαυτό του αλλά και με ολόκληρη την κοινότητα που τον περιέβαλε.

«Ήταν η ευκαιρία μου να αποδείξω στον εαυτό μου ότι τα κατάφερα. Μην ξεχνάς ότι είχα παρατήσει το σχολείο. Αυτό στην ελληνική κοινωνία δεν ήταν αποδεκτό. Το στάνταρτ για ένα παιδί ήταν οι σπουδές. Το σόι μου όλο μίλαγε για μένα», λέει.

Με την αγάπη του γι’ αυτό που έκανε και με το πάθος του να πετύχει αγκιστρώθηκε σε αυτό το μαγαζί. Τότε ήταν που ο πόνος χτύπησε για δεύτερη φορά. Ο πατέρας του, το πρότυπό του, διαγνώστηκε με όγκο στον εγκέφαλο. Έτσι τώρα είχε δύο γονιούς με καρκίνο. Αυτή τη φορά, ο Πίτερ δέχτηκε την πρόκληση και στάθηκε όρθιος και ετοιμοπόλεμος.

ΖΟΥΜΕ ΜΟΝΑΧΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ

«Στη ζωή καλείσαι να αντιμετωπίσεις καταστάσεις που σε διαμορφώνουν ως προσωπικότητα και ως χαρακτήρα. Αν όλα αυτά δεν συνέβαιναν, ίσως να μην είχα αποκτήσει ποτέ τη δύναμη να ξεπερνώ τα εμπόδια που έμπαιναν στο δρόμο μου. Γιατί υπήρχαν συνέχεια εμπόδια, αλλά επειδή γνώρισα τον πόνο από πολύ μικρός, δεν φοβόμουν. Όταν βλέπεις τους γονείς σου να μπαινοβγαίνουν στα νοσοκομεία δεν φοβάσαι πια τίποτα μετά από αυτό», λέει.

Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά και με τον πατέρα του, ο οποίος σήμερα καμαρώνει για το γιο του.

Ωστόσο, αυτά τα χτυπήματα και οι τόσο κοντινές αναμετρήσεις με τον θάνατο, ταρακούνησαν τον Πίτερ και τον έκαναν να αλλάξει εντελώς τη στάση του απέναντι στη ζωή.

«Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι ζούμε μόνο μια φορά. Ότι έχουμε μόνο μία ευκαιρία στη ζωή. Και οι άνθρωποι θα σε θυμούνται γι’ αυτά που θα αφήσεις πίσω σου. Έτσι πήγα κι άνοιξα ακόμα πέντε μαγαζιά και πήγαινα πολύ καλά. Χάρη στη γυναίκα μου που ήταν στο πλευρό μου και δούλευε κι αυτή σα μηχανή, ενώ στην πορεία αρχίσαν να έρχονται και τα παιδιά, στήσαμε μια υπέροχη ζωή».

Όμως, η ανήσυχη φύση του Πίτερ που του είχε φέρει την επιτυχία σε τόσο μικρή ηλικία αναπόφευκτα τον έσπρωχνε τώρα σε ακόμη μεγαλύτερα βήματα.

«Είχα άρχισα να βαριέμαι. Ήθελα κι άλλα από τη ζωή. Αυτά δεν ήταν αρκετά. Το μεγάλο μου πάθος ήταν ο χώρος της βιομηχανίας. Ήθελα να ανοίξω ένα εργοστάσιο που να παράγει σάλτσες για τις επιχειρήσεις εστίασης».

ΔΑΥΙΔ ΚΑΙ ΓΟΛΙΑΘ

Έτσι το 2007 αποφάσισε να πουλήσει τα μαγαζιά του και να ανοίξει την εταιρία «8food» ρίχνοντας 3 εκατομμύρια δολάρια στη νέα επιχείρηση για υποδομές. Η βιομηχανία, όμως, είναι ένας εντελώς άλλος τομέας από τα μαγαζιά και τα πράγματα αγρίεψαν.

Τα μεγάλα ονόματα του χώρου δεν ήταν έτοιμα να μοιραστούν την αγορά αλλά ούτε και την πίτα των κερδών με μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση που ξεπετάχτηκε από το πουθενά. Έτσι ξεκίνησε ένας πόλεμος που δεν ήταν άλλο από επίδειξη δύναμης. Ο Γολιάθ υψώθηκε απειλητικός μπροστά στον Δαυίδ και αυτή τη φορά φάνηκε να τον νικά.

«Με πολεμούσαν μέσα από τους διανομείς δίνοντάς τους προσφορές τη στιγμή που εγώ ως νέος στο χώρο δεν μπορούσα ακόμα να κάνω κάτι τέτοιο. Ήθελαν να τεστάρουν τις οικονομικές αντοχές μου, σκεπτόμενοι ότι αν κάνουν προσφορές κι εγώ δεν μπορώ να πουλήσω, τότε πολύ σύντομα θα κλείσω», λέει ο Πίτερ.

Ήταν ένας αργός θάνατος που επήλθε τελικά οριστικά το 2008. Έχασε το σπίτι του στο Thornbury. Δεν μπορούσε να πληρώσει τα δάνεια, ούτε τις υποχρεώσεις του κι έτσι όλα άρχισαν να γκρεμίζονται.

«Το 2008 ήταν η χειρότερη χρονιά της ζωής μου», παραδέχεται.

Ωστόσο, ο Δαυίδ δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη. Κρατώντας την πέτρα στο χέρι του κατάφερε να κρατήσει την επιχείρησή του.

Όταν έχασε το σπίτι του, παρακάλεσε τον πατέρα του να του παραχωρήσει ένα σπίτι που είχε και το νοίκιαζε, το οποίο ήταν σε άθλια κατάσταση, ίσα μέχρι να ξανασταθεί στα πόδια του.

«Θυμάμαι πόσο άσχημη ήταν αυτή η περίοδος για μένα και την Κάθυ. Το άγχος και των δύο μας ήταν απίστευτο, ώσπου μια μέρα της είπα: ‘Δεν πάει άλλο. Τι θα κάνω;’ εκείνη μου απάντησε: ‘πες μου εσύ πότε είναι η ώρα και θα τα παρατήσουμε’. Τότε θυμήθηκα τα λόγια της μητέρας μου, ‘σφίξε τα δόντια σου και προχώρα’ και είπα ‘δεν σταματάμε, απλά αλλάζουμε τακτική. Ξεχνάμε τους διανομείς και πάμε στους πελάτες απευθείας’».

Έτσι έβγαλε 7 βαν στους δρόμους με έναν αντιπρόσωπο σε κάθε ένα από αυτά και πήγαινε στους πελάτες κατευθείαν. Σιγά – σιγά άρχισε να χτίζει προσωπικές σχέσεις με τους μαγαζάτορες και τα πράγματα έδειχναν να αλλάζουν προς το καλύτερο. Οι δουλειές ανέβαιναν και η αγορά άρχισε να μαθαίνει τον Πίτερ και την «8food».

Ο Δαυίδ είχε πετάξει την πέτρα…

ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ

Σήμερα, 12 χρόνια μετά, η “8food” τροφοδοτεί περίπου 6.000 μαγαζιά μεταξύ των οποίων Costco, Coles, Woolworths και εταιρίες κέτερινγκ ενώ εξάγει τα προϊόντα της σε Χονγκ – Κονγκ και Φίτζι. Οι εγκαταστάσεις στα δύο εργοστάσια της εταιρίας στο Τόμασταουν καλύπτουν έκταση σχεδόν 4.500 τετραγωνικών μέτρων ενώ η αξία της εταιρίας υπολογίζεται στα 25 εκατομύρια δολάρια.

Για τον Πίτερ ήταν καθήκον να επιτύχει διακιώνοντας τους αγώνες των γονιών του για να του προσφέρουν μια καλύτερη ζωή.
«Άφησαν τη ζωή τους, τα χωριά τους, τις οικογένειές τους και ήρθαν εδώ για να μας δώσουν ένα καλύτερο μέλλον. Γι’ αυτό και ήθελα να μιλήσω στον «Νέο Κόσμο» γιατί εκπροσωπεί κυρίως αυτή τη γενιά των πρώτων μεταναστών και θέλω να τους πω ότι ‘ναι, τα κατάφερα’. Θέλω να τους δείξω ότι η σκληρή δουλειά τους και οι θυσίες τους έπιασαν τόπο. Δεν είναι μόνο οι περιουσίες που κατάφεραν να στήσουν αλλά όλα τα διδάγματα περί κουράγιου, μαχητικότητας, υπομονής και επιμονής. Όταν διαβάσουν την ιστορία μου ελπίζω να την χρησιμοποιήσουν ως παράδειγμα προς τα εγγόνια τους. Για να τα ενθαρρύνουν να προχωρήσουν», λέει ο Πίτερ.

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΤΕΡΟΥΣ

Όπως ο ίδιος πιστεύει, η παγκοσμιοποίηση και η ψηφιακή τεχνολογία δίνουν πολλές ευκαιρίες στους νέους που θέλουν να πετύχουν κάτι.

«Δεν χρειάζεται να είσαι τέλειος. Επιτρέπεται να κάνεις και λάθη. Και μην ψάχνεις να κάνεις κάτι καινούριο. Απλά σε ό,τι κι αν κάνεις φρόντισε να βάλεις όλο σου το πάθος, την αγάπη και την εργατικότητά σου», συμβουλεύει.

«Το μυστικό είναι να ζεις τη ζωή που εσύ διάλεξες και να την ζεις με τους δικούς σου όρους», λέει κλείνοντας την κουβέντα μας κι αυτό είναι κάτι που ο Πίτερ το αποδεικνύει καθημερινά.