Κάτσε σπίτι ρε πατέρα!

«Εγώ πέρασα πόλεμο, κατοχή και φτώχεια, δεν θα με ρίξει κάτω ένας ιός», λέει ο 88χρονος κ. Βαγγέλης…

Υπό άλλες συνθήκες ενδεχομένως και να γελούσα και ταυτόχρονα ίσως και να θαύμαζα το πείσμα και το τσαγανό του 88χρονου ομογενή κ. Βαγγέλη Μ., ο οποίος παρά τις απαγορεύσεις και τις υποδείξεις της Αυστραλιανής κυβέρνησης για ατομική αποστασιοποίηση λόγω της επιδημικής εξάπλωσης του κορωνοϊού την περασμένη Κυριακή αψήφησε τα πάντα, βγήκε από το σπίτι του και έβαλε πλώρη για το καφενείο για να απολαύσει το καθιερωμένο καφεδάκι του.

Όμως, την δεδομένη στιγμή, με όλα όσα περνάμε όχι μόνο εδώ στην Αυστραλία αλλά σε ολόκληρο τον πλανήτη, δεν υπάρχει περιθώριο για τέτοιες «χαριτωμενιές».

Τον κ. Βαγγέλη τον γνωρίζω σχεδόν μια δεκαετία.

Είναι κατά τα άλλα ένας γλυκύτατος, εύστροφος και εξαιρετικά ευγενής άνθρωπος.

Αφού τον χαιρέτησα εξ αποστάσεως και είπαμε για τις οικογένειες μας, δεν μπορούσα να μην τον ρωτήσω την ερώτηση που κάθε λογικός άνθρωπος θα αναρωτιόταν εκείνη τη στιγμή.

«Αγαπητέ μου κ. Βαγγέλη, γιατί είστε έξω»;

Ο κ. Βαγγέλης, ζωηρά και χαρωπά μου απάντησε πως είχε ήδη κανονίσει μια παρτίδα τάβλι με τον κ. Θανάση το γείτονα που τον περίμενε ήδη μέσα στο καφενείο.

Τον ρώτησα αν είχε μιλήσει με τα παιδιά του, αν ήξερε τί γίνεται εκεί έξω, για τα κρούσματα του κορωνοϊού που διαρκώς αυξάνονται και τον «μάλωσα» ευγενικά για το γεγονός πως παρά τα όσα μας λένε η κυβέρνηση, οι ειδικοί και οι τηλεοράσεις κάθε μέρα, εκείνος επιλέγει να είναι ακόμα έξω.

«Δεν με σκιάζουν αυτά εμένα κούκλα μου», μου λέει ο κατά τα άλλα συμπαθέστατος, γλυκύτατος και ευγενέστατος πρώην αγρότης που μετανάστευσε στην Αυστραλία πριν από μισό αιώνα.

«Δεν με πιάνει τίποτα. Εγώ πέρασα πόλεμο, κατοχή, φτώχεια και πείνα, έναν ιό θα φοβηθώ» συνέχισε και αφού με χαιρέτησε ευγενικά πήρε δρόμο με βήμα ταχύ για το καφενείο.

Είχε ήδη αργήσει.

Ο κ. Βαγγέλης, συνταξιούχος αγρότης, μένει μόνος.

Όντως είναι γερή «πάστα» ανθρώπου.

Υγιής, δυνατός και ευκίνητος.

Ο κ. Βαγγέλης έχει επίσης σώας τα φρένας, μυαλό ξυράφι, αλλά και καθώς φαίνεται πείσμα μικρού παιδιού.

Η πολυαγαπημένη του σύζυγος «έφυγε» πριν από τέσσερα χρόνια.

«Ίσως να μην παλεύεται η μοναξιά» σκέφτηκα προς στιγμήν καθώς τον έβλεπα να απομακρύνεται αλλά γρήγορα συνήλθα και αποφάσισα να πάρω τηλέφωνο την μια από τις δύο κόρες του, όχι για να προδώσω το μυστικό του, αλλά για να δω αν συμβαίνει κάτι άλλο και αν τα παιδιά του γνωρίζουν πως βρίσκεται έξω και προφανώς μπορεί να κινδυνεύει.

«Πλάκα μου κάνεις. Πού τον είδες», μου λέει ανήσυχη η κόρη του και καλή μου φίλη Κατερίνα όταν της διηγήθηκα το συναπάντημα μου με τον αγαπημένο της πατέρα.

«Δεν ξέρω τί άλλο να κάνω με αυτόν τον άνθρωπο. Δεν ακούει τίποτα. Τί τον έχω παρακαλέσει, τί τον έχω απειλήσει, τί έχω με την λογική προσπαθήσει να τον κάνω να καταλάβει πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση. Ειλικρινά μου έρχεται να τον κλειδώσω σπίτι.. Τον επισκέπτομαι κάθε μέρα, κάθε βράδυ μετά την δουλειά τρώμε παρέα, βλέπουμε μαζί τις ειδήσεις, του εξηγώ ξανά και ξανά πως οι επιστήμονες το έχουν πει από την πρώτη στιγμή πως τα αυστηρά αυτά μέτρα είναι κυρίως για τις ευπαθείς ομάδες και τους ηλικιωμένους. Και εκείνος το χαβά του. Δεν ακούει. Έχω τρελαθεί», μου λέει η Κατερίνα και προς στιγμήν μετανιώνω που την πήρα τηλέφωνο και την αναστάτωσα.

Οι δικοί μου γονείς είναι ακόμα νέοι.

Και όμως από την ημέρα που έμαθαν τα νέα, βρίσκονται οικειοθελώς, έγκλειστοι στο σπίτι.

Ίσως όταν είσαι πολύ μεγάλος σε ηλικία να μην σε νοιάζει και τόσο για τον εαυτό σου.

Για τους άλλους όμως;

Σαν τον κ. Βαγγέλη είναι κι άλλοι πολλοί αγαπημένοι μας παππούδες και γιαγιάδες.

Άλλοι ακούν, άλλοι πάλι όχι.

Άλλοι πάνε στις πλατείες για να κάτσουν στα παγκάκια, άλλοι κάνουν τις βόλτες τους στους δρόμους και άλλοι με την κάθε ευκαιρία βγαίνουν για έναν περίπατο.

Σίγουρα, δεν παλεύεται η μοναξιά.

Στην προκειμένη όμως, ούτε ο κορωνοϊός παλεύεται.

Και όχι μόνο δεν παλεύεται αλλά από ό,τι λένε οι ειδικοί, δεν συγχωρεί κιόλας, ειδικά στην Τρίτη ηλικία το παραμικρό λάθος.

Τα μέτρα πρόληψης που έχουν παρθεί γίνονται κυρίως για αυτούς.

Ωστόσο, αρκετοί από αυτούς δεν καταλαβαίνουν. Γιατί άραγε;