«Δεν μπορούμε να κλείσουμε τα φώτα και να φύγουμε…»

Δηλώνει η αντιπρόεδρος της Κοινότητας Μελβούρνης Τάμμυ Ηλιού

Ναι, η αλήθεια είναι ότι δεν είναι λύση η φυγή. Δεν ήταν άλλωστε και προ κορονοϊού.

Η ίδια αναφέρεται τη δεδομένη στιγμή στα προγράμματα της Κοινότητας που έχουν ανασταλεί -στην καλύτερη περίπτωση– το ένα μετά το άλλο.

Όταν μιλάμε μόλις έχει κλείσει τις πόρτες του το Alphington Grammar και τα παιδιά έχουν σταλεί στα σπίτια τους. Μεταξύ αυτών o οκτάχρονος γιος της Μάξιμος και η επτάχρονη κόρη της Αριστέα.

Προς στιγμήν αφήνουμε τον σχολικό χώρο και πάμε στην ευρύτερη εικόνα, εκείνων που έχουν αποκλειστεί στο εξωτερικό. Ανάμεσά τους και ο σύντροφός της διπλωματικός Peter Horn, που μετατέθηκε στο Λονδίνο για δύο χρόνια και επρόκειτο να τον ακολουθήσει και η Τάμμυ με τα παιδιά.

«Αναγκαστικά, προς το παρόν τουλάχιστον, εκείνος μένει εκεί κι εγώ εδώ με τα παιδιά». Αυτά πριν λίγες μέρες. Σήμερα σε επικοινωνία που είχα μαζί της, με πληροφορεί ότι ίσως καταφέρει να επιστρέψει αν είναι τυχερός. Οι θέσεις είναι περιορισμένες και η ζήτηση υπερβολική. Προηγούνται οι διατάξεις και μετά ακολουθεί η πρακτική πλευρά.

Αυτήν καλούνται να αντιμετωπίσουν σε γενικότερη κλίμακα οι άνθρωποι σε όλον τον πλανήτη σήμερα.

Να ξεχάσουν τι ήξεραν χτες, να δουν και να προσαρμοστούν στο σήμερα.

Οι προσταγές από έναν «αόρατο εχθρό», όπως τον αποκάλεσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ένα αλλόκοτο, σε σχήμα, χταπόδι που απλώνει τα πλοκάμια του σ’ όλον τον πλανήτη, απειλώντας Θεούς και δαίμονες.

Αλίμονο σ’ αυτούς που θα τολμήσουν να υποτιμήσουν την ισχύ του και να κονταροχτυπηθούν μαζί του, προσποιούμενοι ότι δεν συμβαίνει τίποτε. Εκείνοι που εξακολουθούν να επισκέπτονται το καφέ της γειτονιάς και να κυκλοφορούν χωρίς καν τη στοιχειώδη ασπίδα. Φοβάται κανείς μήπως το πληρώσουν ακριβά οι ίδιοι, αλλά και άλλοι μαζί τους, ανίδεοι…

ΑΟΠΛΟΣ Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ

Άοπλος, αυτή τη στιγμή ο πλανήτης, παρακολουθεί μουδιασμένος τις εξελίξεις προσπαθώντας να κατανοήσει το αδιανόητο.

«Άκουσε μουσική», σου λέει ο άλλος, «θα σε καλμάρει».

«Ναι, αλλά μουσική άκουγα πριν το βράδυ, πριν κοιμηθώ. Τέτοια ώρα ήμουν στη δουλειά. Σήμερα δεν έχω πλέον δουλειά. Με απέλυσαν. Άσε να κάνω μια συζήτηση πρώτα με τον εαυτό μου, να δω την πλευρά τους που, ούτως ή άλλως, μεταφράζεται σε δολάρια και μετά βλέπουμε».

Άλλος συστήνει τη μαγειρική. «Κυρία μου βάλε την ποδιά και τρέχα στην κουζίνα. Καιρός να μάθεις να ζυμώνεις ψωμί. Χωριάτικο ή ιταλικό. Δεν έχει σημασία».

Τυχεροί –όπως η γράφουσα– που ούτως ή άλλως είχαν μια ζεστή – φιλική σχέση με τη μαγειρική. Δεν είναι υποχρεωμένοι σε δραστική αλλαγή, πλην να ζυμώνουν ίσως συχνότερα ψωμί.

Ίσως όμως δεν είναι ούτε καν ώρα γι’ αυτά. Εδώ ο κόσμος χάνεται.

Οι απαγορεύσεις άνευ προηγουμένου, οι περιορισμοί ανήκουστοι.

Θ’ ΑΛΛΑΞΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ

«Θ’ αλλάξει ο κόσμος προς το καλύτερο», λένε οι αισιόδοξοι. «Για όσους μείνουν ίσως» απαντούν οι κυνικοί.

«Κοίταξε ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα να ηρεμήσεις» λένε οι ρομαντικοί.

«Μάθε πώς εξαπλώθηκε ο ιός» απαντούν οι πραγματιστές.

Όλη αυτή η κατάσταση είναι εύκολο, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να σε αποσυντονίσει. Αυτό έγινε και με μένα σήμερα.

Ξεκίνησα αυτό το γραπτό μεταφέροντας μέρος της συζήτησης που είχα την περασμένη εβδομάδα και ξανά αυτήν την Τρίτη με την αντιπρόεδρο της Κοινότητας Μελβούρνης, φίλη Τάμμυ Ηλιού.

Μετά παρέκκλινα –το κάνω συχνά τελευταία– παρασυρόμενη από τη γενική εικόνα που δεσπόζει στις ζωές μας σήμερα.

Καλό όμως είναι να δούμε λίγο από κοντά –όσο μπορούμε ακόμη τουλάχιστον– μερικές από τις επιπτώσεις ξεκινώντας από αυτό το σπίτι μας. Από μια οικογένεια που ξυπνούσαν το πρωί τα παιδιά και η μαμά έπρεπε να τα ετοιμάσει-πρωινό μεσημεριανό, τριτς – για να πάνε στο σχολείο. Ο μπαμπάς είτε βοηθούσε σ’ όλη τη διαδικασία ή ετοιμαζόταν ανενόχλητος ο ίδιος. Τι γίνεται σ’ αυτό το σπιτικό σήμερα;

«Ειδοποιηθήκαμε να πάμε να πάρουμε τα παιδιά νωρίτερα την περασμένη Δευτέρα» λέει η Τάμμυ Ηλιού.

«Αυτό μεταφράζεται σε δουλειά από το σπίτι, όπου οι μαμάδες καλούνται να γίνουν και δασκάλες. Δεν έχω ιδέα καν πώς θα είναι».

Μετά από μια εβδομάδα: «Ναι, δεν είναι εύκολο, υπάρχει όμως βοήθεια από τις δασκάλες –τις κανονικές εννοώ– αν χρειαστεί. Το πιο δύσκολο είναι να μπουν τα πράγματα στην καινούργια τους φόρμα και να δουλέψει το σύστημα. Πρέπει, κατ’ αρχήν, η μαμά να είναι στο σπίτι, εννοείται και να είναι αυστηρή στην τήρηση του προγράμματος. Προσωπικά, επειδή ούτως ή άλλως εργαζόμουν και πριν κορονοϊού, από το σπίτι, είναι κάπως ευκολότερα. Τα παιδιά κάνουν όλη τη σχολική τους εργασία την ώρα που δουλεύω κι εγώ.

Πιστεύω ότι η θετική πλευρά του θέματος είναι ότι ίσως, για πρώτη φορά, οι γονείς καλούνται να καταλάβουν τη δύσκολη δουλειά του δασκάλου. Είναι εύκολο να ασκούμε κριτική εκ του ασφαλούς. Όταν όμως, όπως τώρα, αναγκαστούμε να μπούμε στη θέση τους, τότε διαπιστώνουμε ότι κάθε άλλο παρά εύκολο είναι το επάγγελμά τους».

Τι γίνεται με τις μαμάδες ή τους μπαμπάδες πoυ για τον άλφα ή βήτα λόγο δεν είναι σε θέση να ‘κάνουν τον δάσκαλο’;

«Οι εκπαιδευτικοί είναι διαθέσιμοι και πρόθυμοι να βοηθήσουν. Αυτό είναι κάτι για το οποίο οφείλουμε να είμαστε ευγνώμονες» καταλήγει η Τάμμυ Ηλιού.

Πίσω στη γενική εικόνα τα πράγματα είναι όντως δύσκολα, δεν σηκώνουμε όμως τα χέρια ψηλά. Σε καμιά περίπτωση. Ο καθένας, από το μετερίζι του, θα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να αντιμετωπίσει αυτήν την πρωτόγνωρη κατάσταση, όσο πιο αποτελεσματικά μπορεί.

Το ταρακούνημα, είναι γεγονός, ότι είναι ισχυρό. Ζούμε ίσως ένα άλλον τιτανικό και κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πόσους θα καταπιούν τα κύματα. Έναν τρίτο παγκόσμιο, άοπλοι αυτή τη φορά.

Ακούγονται οι σειρήνες και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τρέξουμε στο καταφύγιο. ‘Όχι ένα υγρό τσιμεντένιο καταφύγιο, αλλά αυτή τη φορά στη θαλπωρή του σπιτιού μας, με θέρμανση οι περισσότεροι, φώτα και, ναι, – γιατί όχι; – μουσική.

Όταν ο κίνδυνος περάσει –κανείς δεν ξέρει πότε, μόνο εικασίες ακούγονται– ίσως να είμαστε λίγο πιο ευαισθητοποιημένοι στο τι συμβαίνει στον διπλανό μας, ίσως ο Τζορτζ Γκέρσουιν να μας συγκινεί περισσότερο…