Τα Επτάνησα, όπως η ονομασία υποδηλώνει, είναι μία νησιωτική περιοχή της Ελλάδας, που περιλαμβάνει τα εφτά νησιά που βρίσκονται έξω από τις ακτές της Ηπείρου και της δυτικής και νότιας Πελοποννήσου. Τα νησιά αυτά είναι η Κέρκυρα, οι Παξοί, η Λευκάδα, η Ιθάκη, η Κεφαλονιά, η Ζάκυνθος, και τα Κύθηρα, καθώς και παρακείμενες νησίδες. Τα Κύθηρα γεωγραφικά αποτελούν εξαίρεση, καθώς βρίσκονται νότια της Πελοποννήσου.

Ιστορικά, τα Επτάνησα παρουσιάζουν μία ιδιαιτερότητα, η οποία απορρέει από το γεγονός ότι δεν γνώρισαν την τουρκοκρατία. Κατά καιρούς τα νησιά αυτά είχαν κατακτηθεί από Βενετούς, Άγγλους και Γάλλους, που δεν απέβλεπαν όμως σε αλλοίωση του εθνικού χαρακτήρα των κατοίκων. Αντιθέτως, οι δυτικές ευρωπαϊκές επιρροές συνέβαλαν στο να αναπτυχθεί στα Επτάνησα το πολιτιστικό και μορφωτικό επίπεδο, καθώς και οι τέχνες και τα γράμματα, πολύ νωρίτερα από ότι στην υπόλοιπη Ελλάδα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Για το λόγο αυτό τα Επτάνησα χαρακτηρίζονται ως η δεύτερη κοιτίδα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, μετά από την Νεοελληνική Λογοτεχνία της Κρήτης.

Όπως είδαμε στο άρθρο «Η Ελληνική Λογοτεχνία στην Κρήτη», 13-2-20, η βενετοκρατούμενη Κρήτη καταλήφθηκε από τους Τούρκους το 1669. Την χρονιά εκείνη ένας σημαντικός αριθμός εξελληνισμένων Βενετών, αλλά και μορφωμένων Κρητικών, είχαν καταφύγει στα Επτάνησα, τα οποία την περίοδο εκείνη ήταν βενετοκρατούμενα. Εικάζεται ότι από τότε εντάθηκε στα Επτάνησα η καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων. Αυτός είναι και ο λόγος που έχω δώσει στο κείμενο αυτό τον τίτλο «Επτανησιακή Σχολή – Η δεύτερη κοιτίδα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας».

Κάποιες από τις πνευματικές συνθήκες και ιστορικές συγκυρίες στα Επτάνησα που είχαν ευνοήσει την πρόοδο των γραμμάτων ήταν οι ακόλουθες:

*Πνευματικές επαφές με τις πόλεις της Ιταλίας.

*Λειτούργησαν ιδιωτικά και δημόσια εκπαιδευτήρια, και στόχος της παιδείας ήταν η διατήρηση της ιστορικής συνέχειας και της εθνικής ιδέας.

*Τροφοδοτήθηκε η επτανησιακή πολιτιστική ζωή από την πλούσια κρητική πνευματική παράδοση, καθότι όπως προανέφερα, ύστερα από την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669 σημαντικός αριθμός Κρητικών και εξελληνισμένων Βενετών κατέφυγαν στα Επτάνησα.

*Ιδρύθηκε στην Κέρκυρα η Ιόνιος Ακαδημία, η οποία διέδωσε τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, και παράλληλα έφερε στην επιφάνεια αρχαίες ελληνικές αξίες.

*Λειτούργησαν τα πρώτα τυπογραφεία στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα. Κέντρα της πνευματικής και λογοτεχνικής κίνησης ήταν η Κέρκυρα και η Ζάκυνθος.

Έτσι, η μακρόχρονη επαφή με τη Δύση, η απουσία του τουρκικού ζυγού, η οικονομική ανάπτυξη των νησιών, καθώς και η ειρηνική διαβίωση των κατοίκων, δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες για την καλλιέργεια των γραμμάτων και της τέχνης, με αποτέλεσμα τα Επτάνησα να γίνουν ένα αξιόλογο πνευματικό κέντρο, το οποίο συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη των ελληνικών γραμμάτων στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Οι λογοτέχνες των Επτανήσων της περιόδου εκείνης παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά, τόσο στα θέματα, όσο και στο ύφος των έργων τους, και ως εκ τούτου κατατάσσονται στην Επτανησιακή Σχολή.

Τα γλωσσικά χαρακτηριστικά των έργων της Επτανησιακής Σχολής είναι η δημοτική γλώσσα, με σχετικά λίγα επτανήσια ιδιώματα, και τα θέματα που διαπραγματεύονταν οι επτανήσιοι λογοτέχνες περιστρέφονταν γύρω από την πατρίδα, τη φύση, καθώς και τον έρωτα.

Η τεχνοτροπία της Σχολής είχε πολλά κοινά σημεία με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία της περιόδου εκείνης, και κυρίως με το ρομαντισμό, και με την έμφαση στη φαντασία και στο συναίσθημα.

ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ

Ο Γ. Βαλέτας, στο βιβλίο του «Αναλύσεις Νεοελληνικών Κειμένων», 1967, μεταξύ άλλων αναφέρει και τα ακόλουθα για τα θέματα και τα χαρακτηριστικά της Επτανησιακής Σχολής:

*Επίδραση από τον Ευρωπαϊκό διαφωτισμό και την Ευρωπαϊκή, Ιταλική και Κρητική λογοτεχνία.

*Τα θέματα της επτανησιακής ποίησης: αγάπη για τη φύση, πατριδολατρία, ελευθερία και αγωνιστικότητα, πίστη στο Θεό, ο έρωτας στην πιο αγνή μορφή του.

*Η βαθύτερη αίσθηση της ζωής και η άμεση επαφή με την πραγματικότητα.

*Η υψηλή αντίληψη της τέχνης και η προσπάθεια του ανεβάσματός της σε υψηλότερες αισθητικές μορφές.

*Η πίστη στην αξία της δημοτικής γλώσσας και η ανεπιφύλακτη χρησιμοποίησή της σε όλα τα είδη του λόγου.

*Ο ιδεολογικός προοδευτισμός και η τάση προς έναν πραγματικό ιδεαλισμό, που τον διακρίνει η ευγένεια των συναισθημάτων και ο πλούτος των ιδεών.

*Η βαθύτερη γνωριμία με τις ξένες λογοτεχνίες και ο εμπλουτισμός της ανερχόμενης νεοελληνικής λογοτεχνίας με αριστουργηματικές μεταφράσεις τόσο από αυτές, όσο και από την αρχαία ελληνική λογοτεχνία (Όμηρος, κλπ).

Το 1824 στην Κέρκυρα ιδρύθηκε το πρώτο ελληνικό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, η Ιόνιος Ακαδημία, με πρωτοβουλία του φιλέλληνα Άγγλου αρμοστή λόρδου Γκίλφορντ. Στην Ιόνιο Ακαδημία δίδαξαν επιφανείς λόγιοι της εποχής. Παράλληλα, στα Ιόνια νησιά καλλιεργήθηκαν και αναπτύχθηκαν πολύ η μουσική και η ζωγραφική.

Την Επτανησιακή Σχολή την εγκαινίασαν ορισμένοι ποιητές που έζησαν κυρίως στη Ζάκυνθο από τα μέσα του 1700 ως τις πρώτες δεκαετίες του 1800. Δεδομένου ότι οι ποιητές εκείνης της περιόδου έκαναν την εμφάνισή τους πριν από τον Διονύσιο Σολωμό, χαρακτηρίζονται ως προσολωμικοί.

Οι προσολωμικοί ποιητές με το έργο τους ετοίμασαν το έδαφος για να εμφανιστούν αργότερα, στα χρόνια της Επανάστασης, δύο κορυφαίες ποιητικές φυσιογνωμίες, όχι μόνο της Επτανησιακής, αλλά και ολόκληρης της νεοελληνικής ποίησης: ο Διονύσιος Σολωμός και ο Ανδρέας Κάλβος.

Οι σολωμικοί ποιητές έζησαν την εποχή του Διονύσιου Σολωμού και επηρεάστηκαν από το έργο του. Ο Σολωμός, προσηλωμένος στην ιδέα της τελειότητας, και επιδιώκοντας την απόλυτη ταύτιση των ποιητικών του απόψεων με την εκφραστική τους απόδοση, μας άφησε ένα έργο με τέτοια ποιότητα και καθαρότητα ποιητικού λόγου, που δίκαια κατέχει την πρώτη θέση στην νεοελληνική ποίηση.

Οι Μετασολωμικοί ποιητές έζησαν μετά τον Σολωμό, και επιδόθηκαν κυρίως σε μεταγλωττίσεις έργων αρχαίων Ελλήνων στην δημοτική, καθώς και σε μεταφράσεις συγχρόνων Ευρωπαίων λογοτεχνών. Από τους μετασολωμικούς ποιητές ξεχωρίζουν ο Γεώργιος Καλοσγούρος (1853-1902), που διακρίθηκε περισσότερο ως μεταφραστής, και μετέφρασε και ιταλικά ποιήματα του Σολωμού, και ο Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912), άριστος τεχνίτης του σονέτου, ποιητής και ήρωας, που έπεσε στο Δρίσκο πολεμώντας για την απελευθέρωση της Ηπείρου.

Από τα άλλα λογοτεχνικά είδη που καλλιέργησαν οι Επτανήσιοι θα πρέπει να αναφερθούν ιδιαίτερα το κριτικό δοκίμιο, η μετάφραση ευρωπαϊκών έργων, και τα θεατρικά έργα.

Μεταγενέστερος της Επτανησιακής Σχολής ήταν ο Λευκαδίτης Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879), ο οποίος παράλληλα με την ποίηση ανέπτυξε και έντονη πολιτική δράση, και αγωνίστηκε για την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Ρομαντικός και αυθόρμητος, με χειμαρρώδη λόγο, απέδωσε σε πλατιές επικολυρικές συνθέσεις κατορθώματα αγωνιστών της Επανάστασης, αναπλάθοντας την ηρωική ατμόσφαιρα του Αγώνα.

Η Επτανησιακή Σχολή ξεχώριζε από την Αθηναϊκή Σχολή της ίδιας περιόδου ως προς τη γλώσσα, καθότι η Αθηναϊκή Σχολή της περιόδου εκείνης χρησιμοποιούσε ακόμη την καθαρεύουσα, και στους στόχους της. Ο επτανήσιοι λογοτέχνες της περιόδου εκείνης ήταν στενά δεμένοι με την ντόπια παράδοση και με την κρητική λογοτεχνία.

Κάθε σχολή, είτε για λογοτεχνία πρόκειται, είτε για άλλη τέχνη, προϋποθέτει έναν ηγέτη, ο οποίος αποτελεί το πρότυπο, και δημιουργεί τις παραμέτρους, μέσα στις οποίες θα κινηθούν οι οπαδοί της. Στην περίπτωση της Επτανησιακής Σχολής ηγέτης είχε αναδειχθεί ο Διονύσιος Σολωμός, όχι γιατί το επιδίωξε, αλλά γιατί με το ποιητικό του έργο έδωσε μια νέα κατεύθυνση, την οποία ακολούθησε η ευρύτερη ελληνική λογοτεχνία κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα.

Η προαγωγή των εθνικών θεμάτων, η πρωτοτυπία, η ειλικρίνεια και η πνευματικότητα αποτελούν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά των έργων της Επτανησιακής Σχολής.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι δύο πρώτες στροφές του ποιήματος του Διονύσιου Σολωμού «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» αποτελούν τον εθνικό μας ύμνο, την μελοποίηση του οποίου είχε κάνει ο Κερκυραίος μουσικοσυνθέτης Νικόλαος Μάντζαρος το 1828.

Όταν το 1865 ο βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος επισκέφθηκε την Κέρκυρα, στην προκυμαία τον υποδέχθηκε η Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας, η οποία έπαιξε αποσπάσματα από τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν».

Ο βασιλιάς Γεώργιος είχε ενθουσιασθεί τόσο από το άκουσμα του Ύμνου, που αποφάσισε με Βασιλικό Διάταγμα την καθιέρωση των ακόλουθων δύο πρώτων στροφών ως τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας:

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!