Σε μία εποχή του 21ου αιώνα που μοιάζει με την εποχή της Αθήνας του 430 π.Χ. που η επιδημία του λοιμού κατέστρεψε την κοινωνία της ξακουστής Δημοκρατίας της Αθήνας, σήμερα μία σύγχρονη επιδημία ο κορονοϊός εκφοβίζει θανάσιμα όλο τον πλανήτη μας και η τεχνολογικά προηγμένη μας εποχή παρακολουθεί τα τεκταινόμενα – όπως και οι Αθηναίοι του Χρυσού Πέμπτου αιώνα – άφωνη και ανήμπορη μέχρι σήμερα – να επέμβει αποτελεσματικά.

Θεωρήσαμε υπεύθυνα να επισκεφτούμε τον ιστορικό μας Θουκυδίδη μήπως και μας δώσει καμία ιδέα από το μακρινό παρελθόν και μετριάσουμε το φόβο μας με τις συμβουλές του, γιατί όταν ήταν εδώ σε αυτόν τον κόσμο που ζούμε εμείς σήμερα, μας είπε πως η «Ιστορία» του είναι «Κτήμα ες Αεί»!

Όντως εάν τον μελετήσουμε λίγο τον Θουκυδίδη ίσως πάρουμε κάτι από τη σοφία του την οποία όλοι οι μεγάλοι του κόσμου τη σέβονται. Έτσι ό,τι γράφει για το λοιμό των Αθηνών σήμερα όλα αυτά τα έχουμε μπροστά μας. Η απόδοση στη σημερινή μας γλώσσα είναι της Έλλης Λαμπρίδη και από το μεταφραστικό της πόνημα «Θουκυδίδου Ιστορία», Έκδοση Γκοβόστη, Αθήνα 1962.

Διαβάστε με προσοχή τα όσα μας γράφει ο ιστορικός μας, – είναι μόνο τρεις με τέσσερις σελίδες – και θα μπορείτε να πείτε πως έχετε διαβάσει και Θουκυδίδη! – του οποίου δυστυχώς δεν έχουν ακούσει ούτε το όνομά του το 90% των συμπατριωτών μας! Τι κρίμα!

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε το 460 π.Χ. και πέθανε περίπου το 399 π.Χ. Ήταν αρχαίος Έλληνας ιστορικός, γνωστός για τη συγγραφή της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πρόκειται για ένα κλασικό ιστορικό έργο, το πρώτο στο είδος του, που αφηγείται με τεκμηριωμένο τρόπο τα γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 – 404 π.Χ.), μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης. Ο Θουκυδίδης έζησε ως το τέλος του πολέμου, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη συγγραφή του έργου του.

Συγκεκριμένα πρόλαβε να γράψει γεγονότα έως το 411 π.Χ. Το έργο του άσκησε μεγάλη επιρροή στους ιστορικούς και μελετητές, αλλά και πολιτικούς επιστήμονες.

Θεωρείται ως ο θεωρητικός πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού στην προσέγγιση και μελέτη των διεθνών σχέσεων. Ο Θουκυδίδης, είναι ίσως ο μοναδικός συγγραφέας όπου στο έργο του περιγράφει το τρόπο που βασίστηκε για την ανακάλυψη της αλήθειας.

Έγραψε την Ιστορία του στην αρχαία αττική διάλεκτο του 5ου αιώνα και το έργο του καταγράφεται σε οκτώ Βιβλία, χωρισμένα σε εδάφια από τους λόγιους της Αλεξανδρινής εποχής. Ο Θουκυδίδης συνέβαλε με το δικό του μοναδικό έργο και τρόπο στη γέννηση και την άνθιση αυτού που σήμερα ονομάζουμε Δυτικό πολιτισμό (Western civilization).

Ο ΛΟΙΜΟΣ

Ο Θουκυδίδης έγραψε για το λοιμό της Αθήνας και αυτό καταχωρήθηκε στο Δεύτερο Βιβλίο και στα εδάφια 47 μέχρι και 54. Λίγο μετά την έναρξη των επιχειρήσεων του δεύτερου χρόνου του Πελοποννησιακού πολέμου, ενέσκηψε στην Αθήνα μια θανατηφόρα επιδημία, ο λοιμός, ενώ η πόλη πολιορκούνταν από τους Σπαρτιάτες.

Αμέσως πριν από το λοιμό είναι καταγραμμένος ο Επιτάφιος του Περικλή όπου ο Θουκυδίδης τον παρουσιάζει ολόκληρο . Πρόκειται για ένα εγκώμιο του Αθηναϊκού τρόπου ζωής. Εξυμνεί τους νεκρούς του πρώτου έτους του πολέμου αφού θέλει να δείξει την Αθήνα στην ακμή της δύναμής της. Είναι εγκώμιο στην δημοκρατία και ταυτόχρονα στην πολιτική ελευθερία. Ο ιστορικός σκοπίμως – υποθέτω – μετά τον Επιτάφιο περιγράφει τη νόσο που χτύπησε την Αθήνα την επόμενη χρονιά για να δείξει πόσο γρήγορα μια προηγμένη κοινωνία μπορεί να πέσει από την ακμή στην παρακμή!

Ο λοιμός, η μολυσματική νόσος και τρομερή επιδημία, έπληξε την Αθήνα το 429 π. Χ. και προκάλεσε το θάνατο ενός μεγάλου ποσοστού των κατοίκων της πόλης, ενός τρίτου του πληθυσμού –λένε οι ιστορικοί– και ανάμεσα στους οποίους και του ίδιου του Περικλή – του πιο ένδοξου άντρα της εποχής του – μαζί με τα μέλη της οικογενείας του. Οι λεπτομερείς μαρτυρίες του Θουκυδίδη είναι ανεκτίμητες για την μελέτη του γεγονότος, καθώς ο ίδιος ήταν αυτόπτης μάρτυρας και είχε μολυνθεί και αυτός, αλλά κατόρθωσε να επιζήσει. Οι ιατροί είχαν όχι μόνο ένα πολύ δύσκολο έργο μια και δεν γνώριζαν πως να την αντιμετωπίσουν, αλλά συνήθως ήταν και αυτοί που πέθαιναν πρώτοι μια και βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με τους ασθενείς. Στην περιγραφή της νόσου ο Θουκυδίδης τα περιγράφει τα συμπτώματα με σαφήνεια και ακρίβεια. Η προσέγγιση του σε αυτά τα εδάφια σχετίζεται με εκείνη των σύγχρονων ιατρικών πραγματειών.

Κλείνει αυτή την περιγραφή ο Θουκυδίδης με ένα αντιθετικό ζεύγος: α.) ανθρώπινη τέχνη και β.) θεϊκή επέμβαση, όπου και τα δυο αποδεικνύονται ανώφελα για την αντιμετώπιση της επιδημίας.

Δηλώνει επίσης ότι θα κάνει απλή περιγραφή της νόσου ώστε να είναι χρήσιμη στην πράξη. Εκθέτει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της ασθένειας που θα έδιναν σε οποιονδήποτε αναγνώστη –και εποχή σαν τη δική μας- τη δυνατότητα να την αναγνωρίσει αν ξαναεμφανιζόταν και την ίδια μέθοδο διακρίνουμε σε όσα λέει για την ιστορία του. Βοηθάει δηλαδή τις μεταγενέστερες γενιές και δίνει στην ιστορία του όχι χαρακτήρα ψυχαγωγικό αλλά χαρακτήρα παντοτινής διδασκαλίας. Εξάλλου αυτό ακριβώς δηλώνει στην αρχή του έργου του ότι αυτό θα είναι «Κτῆμα ες αιεὶ», δηλαδή απόκτημα παντοτινό. Ο αναγνώστης θα κερδίσει αυτό το πνευματικό απόκτημα όχι μια φορά, αλλά για πάντα. Ο Θουκυδίδης μέσα από το σκοπό του φαίνεται πως μοιάζει με τους γιατρούς επειδή προσπαθεί να προβλέψει το μέλλον με βάση το παρελθόν και αυτός είναι ο διδακτικός σκοπός της ιστορίας του.

Ποιο όμως είναι το ιδιαίτερο μήνυμα του Θουκυδίδη με αυτή την περιγραφή του λοιμού, που είναι η μεγαλύτερη τραγωδία της πιο φημισμένης δημοκρατίας του κόσμου;

Ο ιστορικός φαίνεται ένας ψυχρός ερευνητής συνάμα και απαισιόδοξος, αλλά χωρίς άλλο θέλει να μας πει κάτι και αυτό το κάτι μας αφήνει να το βρούμε εμείς μόνοι μας μέσα στα γραφόμενά του, στα οποία αποκλείει το μύθο και δηλώνει θαρραλέα πως οι θεοί – όπου και να βρίσκονται – δεν επεμβαίνουν στα ανθρώπινα βάσανα και σε καμία περίπτωση δεν βοηθούν σε τίποτε. Μετά την ανάγνωση – ενός άκρως υποδειγματικού γραψίματος – ποια θα είναι η δική σας προσωπική εκτίμηση για τη διδαχή αυτή του Θουκυδίδη;

ΒΙΒΛΙΟ Β, 47 ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 54

[2.47.1] Τέτοια λοιπόν στάθηκε η δημόσια κηδεία το χειμώνα εκείνο& κι όταν πέρασε ο χειμώνας αυτός, έκλεισε ο πρώτος χρόνος του πολέμου. [2.47.2] Και ευθύς μόλις άρχισε το καλοκαίρι, εισέβαλαν οι Πελοποννήσιοι κ’ οι σύμμαχοί τους όπως και προτήτερα στην Αττική με τα δύο τρίτα της στρατιωτικής του δύναμης ο καθένας (με αρχηγό πάλι τον Αρχίδαμο, γιο του Ζευξιδάμου, βασιλιά των Λακεδαιμονίων), κι αφού έκαμαν στρατόπεδο άρχισαν να ρημάζουν τον τόπο συστηματικά. [2.47.3]

Αλλά πριν περάσουν πολλές ημέρες από την ώρα που μπήκαν στην Αττική, πρωτοφανερώθηκε η αρρώστια στην Αθήνα, αρρώστια που λένε βέβαια πως έπεσε κι άλλοτε σε πολλούς τόπους, γύρω στη Λήμνο και αλλού, αλλά πουθενά δεν θυμούνται να παρουσιάστηκε τόσο φοβερή, ούτε να χάλασε τόσους ανθρώπους. [2.47.4]

Γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα ούτε οι γιατροί που κοίταζαν τους αρρώστους στην αρχή, γιατί δεν ήξεραν τη φύση του κακού, κι αυτοί οι ίδιοι πέθαιναν σε μεγαλύτερη αναλογία όσο περισσότερο τους πλησίαζαν, ούτε καμιά άλλη ανθρώπινη τέχνη& κι όλες οι παρακλήσεις που έκαναν στους ναούς κι όσα προσκυνήματα στα μαντεία κι άλλα τέτοια, ήταν όλα του κάκου& και στο τέλος τα παράτησαν κι αυτά, γιατί τους χαντάκωσε το κακό.

[2.48.1] Και έπιασε η αρρώστια, καθώς λένε, πρώτα–πρώτα από την Αιθιοπία πέρα από την Αίγυπτο, κατέβηκε ύστερα στην Αίγυπτο κι από κει στη Λιβύη, και σε πολλά μέρη της μεγάλης επικράτειας του Πέρση βασιλιά. [2.48.2] Στην πολιτεία της Αθήνας φανερώθηκε ξαφνικά, αφού πείραξε μερικούς πρώτα στον Πειραιά, ώστε οι Πειραιώτες είπαν πως οι Πελοποννήσιοι είχανε ρίξει φαρμάκι στα πηγάδια και τις στέρνες& γιατί δεν είχαν ακόμα βρύσες εκεί. Αργότερα όμως ήρθε και στην απάνω πολιτεία, και πέθαιναν τότε πια πολύ περισσότεροι. [2.48.3] Ας λέει λοιπόν ο καθένας γι’ αυτό όσα ξέρει, είτε γιατρός είναι είτε και άμαθος, από τι δηλαδή ήταν πιθανό να γεννήθηκε, κι ας αναφέρει τις αιτίες που νομίζει πως ήταν αρκετά ισχυρές για να φέρουν τέτοια μεγάλη αλλαγή στην κατάσταση από την υγεία στο θανατικό. Εγώ θα φανερώσω μόνο τι λογής ήταν, κι από τι συμπτώματα, αν τύχει και ξανάρθει ποτέ, θα μπορούσε κανείς καλύτερα να εξετάσει το πράμα και να το γνωρίσει από τα πριν, ώστε να μην τα ‘χει εντελώς χαμένα& γιατί την πέρασα κ’ εγώ, και είδα πολλούς άλλους που υπόφεραν απ’ αυτήν.

[2.49.1] Ο χρόνος εκείνος, όπως το παραδέχονταν όλοι, ήταν εξαιρετικά ελεύτερος από άλλες αρρώστιες& κι αν κανείς πριν απ’ αυτήν, ήταν κάπως ανήμπορος, όλα ξεκαθάριζαν πως ήταν αυτή. [2.49.2] Τους άλλους όμως, που δεν είχαν καμιά φανερή αιτία κακοδιαθεσίας, έξαφνα, ενώ ήταν πρωτύτερα εντελώς γεροί, τους έπιαναν πρώτα δυνατές θέρμες στο κεφάλι, και κοκκίνιζαν τα μάτια τους κ’ ερεθίζονταν πολύ, κι απ’ την αρχή άναβαν και μάτωναν τα μέσα τους, ο φάρυγγας και η γλώσσα, κι η αναπνοή τους έβγαινε παράξενη και βρωμούσε [2.49.3] έπειτα απ’ αυτά άρχιζε δυνατό φτάρνισμα και βραχνάδα, και σε λίγο κατέβαινε στο στήθος το πάθημα, με δυνατό βήχα … κι όταν πιανόταν από την καρδιά, της έδινε μια και τη γύριζε ανάποδα, κ’ έβγαινε χολή από το στόμα κι από κάτω, όσων λογιών έχουν κιόλας ονοματίσει οι γιατροί, και μάλιστα με δυνατούς πόνους, [2.49.4] και τους περισσότερους τους έπιανε ξερό ρέψιμο που τους έφερνε δυνατούς σπασμούς, που σε άλλους σταματούσαν ύστερα από λίγο, σε άλλους όμως κρατούσαν μέρες ολόκληρες. [2.49.5] Και σ’ όποιον τ’ άγγιζε απ’ έξω, το κορμί του αρρώστου δεν ήταν ούτε υπερβολικά ζεστό, ούτε υγρό, αλλά κοκκινωπό, μελανιασμένο, γεμάτο εξανθήματα, μικρά σπυριά ή και πληγές& από μέσα τους όμως ένιωθαν τέτοια πύρα, που δεν μπορούσαν να υποφέρουν να τους αγγίζουν ούτε τα πιο ψιλά και μαλακά ρούχα ή σεντόνια ή οτιδήποτε άλλο και την πιο μεγάλη ανακούφιση θα ένιωθαν αν μπορούσαν να ριχτούνε μέσα σε κρύο νερό. Και πολλοί απ’ όσους δεν είχαν κανένα να τους κοιτάξει έκαναν αυτό ακριβώς, πέφτοντας μέσα σε πηγάδια βασανισμένοι από αδιάκοπη και ανυπόφορη δίψα& και το ίδιο έκανε είτε έπιναν πολύ είτε λίγο. [2.49.6] Και πάνω απ’ όλα και χωρίς αναπαμό ήταν η στενοχώρια που δεν μπορούσαν να βρουν ανακούφιση σε τίποτα, και ούτε μπορούσαν να κοιμηθούν. Το σώμα όμως, όσον καιρό ήταν η αρρώστια στο κρίσιμο στάδιό της, δε μαραινόταν, αλλά άντεχε στο βάσανο περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε κανείς να περιμένει, έτσι που πέθαιναν ―οι περισσότεροι― ύστερα από εννιά ή εφτά μεριές από τη μέσα τους κάψα, χωρίς να ‘χει εντελώς εξαντληθεί η δύναμή τους ή αν ξέφευγαν αυτό το στάδιο, κατέβαινε ύστερα το κακό στην κοιλιά, που γέμιζε πληγές κι αφού τους έπιανε δυνατή και ασταμάτητη διάρροια, πέθαιναν οι περισσότεροι στο δεύτερο αυτό στάδιο από την εξάντληση. [2.49.7] Και το κακό περνούσε απ’ όλο το κορμί, μια και είχε στερεωθεί στην αρχή στο κεφάλι και προχωρούσε από πάνω προς τα κάτω, κι αν κανείς σωζόταν από τα χειρότερα, φανερωνόταν τούτο επειδή έπιανε πια τις άκρες [2.49.8] γιατί έπεφτε και στα γεννητικά όργανα, και στις άκριες των χεριών και των ποδιών, και πολλοί που συνήλθαν έμειναν χωρίς αυτά … μερικοί άλλοι πάλι έχασαν το φως τους ή το θυμητικό τους ενώ άντεξαν στην καθαυτό αρρώστια στην αρχή, και ξέχασαν μόλις σηκώθηκαν ποιοι ήταν οι ίδιοι και δε γνώριζαν ούτε τους πιο στενούς συγγενείς και φίλους τους.

[2.50.1] Γιατί η μορφή της αρρώστιας ήταν κάτι που ξεπερνούσε τις λογικές εικασίες των ανθρώπων, και πρόσβαλλε τον καθένα πιο βαριά απ’ όσο μπορεί να βαστάξει η ανθρώπινη φύση, και φανερώθηκε κι από το εξής πως δεν ήταν καμιά από τις συνηθισμένες αρρώστιες: τα όρνια δηλαδή και τα τετράποδα ζώα, όσα τρων ανθρώπινη σάρκα, μ’ όλο που είχανε μείνει πολλά άταφα κορμιά, ή δεν τα πλησίαζαν, ή αν τα δοκίμαζαν, πέθαιναν κι αυτά. [2.50.2] Και απόδειξη, πως παρουσιάστηκε καθαρά ελάττωση των πουλιών αυτών, και δεν τα ‘βλεπε κανείς ούτε αλλού, ούτε γύρω σε νεκρούς από την αρρώστια& ενώ τα σκυλιά έδιναν ακόμα καλύτερη αφορμή να το παρατηρήσει κανείς, επειδή ζούνε μαζί με τον άνθρωπο.

[2.51.1] Τέτοια λοιπόν ήταν στις μεγάλες γραμμές η μορφή της αρρώστιας, μ’ όλο που παρέλειψα πολλά γνωρίσματα ασυνήθιστα και παράξενα, που τύχαιναν να παρουσιαστούν διαφορετικά στον ένα από τον άλλον. Και καμιά άλλη από τις συνηθισμένες στενοχώριες δε βασάνιζε τον κόσμο εκείνο τον καιρό& γιατί κι αν τύχαινε να παρουσιαστεί καμιά, κατέληγε σε τούτην–εδώ. [2.51.2] Και πέθαιναν οι άνθρωποι, άλλοι χωρίς περιποίηση, κι άλλοι που είχαν κάθε δυνατή φροντίδα. Και δεν βρέθηκε κανένα γιατρικό, που να μπορεί κανείς να πει πως είναι το γιατρικό της αρρώστιας αυτής, που έμελλε χωρίς άλλο να βοηθήσει τον άρρωστο αν του το ‘δινε (γιατί ό,τι ωφελούσε τον ένα, το ίδιο αυτό πράμα χειροτέρευε τον άλλον), [2.51.3] και καμιά ανθρώπινη κράση δε φάνηκε από μόνη της άξια ν’ αντισταθεί στην αρρώστια, είτε ήταν πολύ δυνατή, είτε τόσο αδύνατη ώστε να μην την πιάσει το κακό αλλά τους σάρωσε όλους, κ’ εκείνους ακόμη που είχαν την πιο περιποιημένη δίαιτα και τρόπο ζωής.

[2.51.4] Χειρότερο απ’ όλα ήταν η κατάθλιψη που έπιανε τον καθένα μόλις ένιωθε πως αδιαθετούσε (γιατί η ψυχική τους κατάσταση γύριζε τότε στην απελπισία, κι αφήνονταν πολύ περισσότερο από μιας αρχής και δεν αντιδρούσαν) καθώς κι ότι ο ένας γέμιζε μόλεμα από τον άλλον που περιποιόταν και πέθαιναν αράδα σαν τα πρόβατα … και τη μεγαλύτερη φθορά την προξενούσε τούτο: [2.51.5] αν δηλαδή δεν ήθελαν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον από φόβο μην κολλήσουν, πέθαιναν οι άρρωστοι μόνοι κ’ έρημοι … κι άδειασαν έτσι πολλά σπίτια γιατί δεν ήταν κανείς να τους κοιτάξει … κι αν πάλι επικοινωνούσαν, τους χαλούσε η αρρώστια, και περισσότερο εκείνους που ήθελαν να φερθούνε καθώς πρέπει γιατί ντρέπονταν να δείξουν πως λογαριάζουν τον εαυτό τους και πήγαιναν κοντά στους αγαπημένους τους. Αφού ακόμα και τα μοιρολόγια των πεθαμένων τα παράτησαν στο τέλος και οι ίδιοι oι συγγενείς τους, αποκαμωμένοι από τη μεγάλη συμφορά. [2.51.6] Όμως εκείνοι που είχαν περάσει την αρρώστια κ’ είχανε σωθεί, αυτοί σπλαχνίζονταν περισσότερο και τους ετοιμοθάνατους κι όσους ψήνονταν από το κακό, και οι ίδιοι δεν φοβούνταν πια& γιατί δεν έπιανε η αρρώστια δυο φορές τον ίδιον άνθρωπο, ώστε να τον θανατώσει. Και τους μακάριζαν οι άλλοι, κι αυτοί οι ίδιοι απ’ τη μεγάλη τους χαρά για τη σωτηρία τους σ’ αυτή την περίσταση είχαν την μάταιη ελπίδα πως για πάντα δεν θα πέθαιναν ούτε κι από καμιάν άλλην αρρώστια.

[2.52.1] Κοντά στα βάσανα της στιγμής τους τυραννούσε και η συγκέντρωση των κατοίκων από την εξοχή στην πολιτεία κ’ υπόφεραν περισσότερο οι πρόσφυγες.

[2.52.2] Γιατί επειδή δεν υπήρχαν αρκετά σπίτια, παρά έμεναν σε πνιγηρές παράγκες και ήταν κι όλας καλοκαίρι, πέθαιναν χωρίς να μπορούν να τηρηθούν οι ευπρέπειες, αλλά και πεθαίνοντας έπεφταν οι νεκροί απάνω στα πτώματα, κι άλλοι ψυχομαχούσαν τριγυρίζοντας μέσα στους δρόμους, κι από την ακράτητη δίψα τους μαζεύονταν μισοπεθαμένοι γύρω σ’ όλες τις βρύσες. [2.52.3] Και οι ναοί όπου είχαν κατασκηνώσει ήταν γεμάτοι νεκρούς που είχαν ξεψυχήσει εκεί μέσα γιατί όταν παράγινε το κακό, μην ξέροντας πια τι θ’ απογίνουν, οι άνθρωποι το γύρισαν στην αψηφισιά για τα θεία και τις θρησκευτικές απαγορεύσεις … [2.52.4] κι όλες οι κανονικές τελετές, που συνηθίζονταν άλλοτε στις κηδείες, έγιναν άνω–κάτω, και τους έθαβαν όπως μπορούσε ο καθένας. Και πολλοί κατάντησαν να κηδεύουν τους δικούς τους χωρίς καμιά ντροπή, γιατί τους έλειπαν τα χρειαζούμενα, αφού τους είχαν κιόλας πεθάνει τόσοι συγγενείς … άλλοι προλάβαιναν ξένους που σώριαζαν ξύλα για να κάψουν το νεκρό τους, κ’ έβαζαν απάνω το δικό τους, κι άναβαν τη φωτιά από κάτω, άλλοι, ενώ καιγόταν κιόλας ξένος νεκρός έριχναν από πάνω το δικό τους και το ‘βαζαν στα πόδια.

[2.53.1] Και σε άλλα πράματα έδωσε η αρρώστια την κυριότερη πρώτη αφορμή για παρανομίες& γιατί τολμούσε κανείς πιο εύκολα εκείνα που πρωτύτερα κρυβόταν να κάνει φανερά για το κέφι του, ή δεν τα ‘κανε διόλου, βλέποντας πως γύριζε η τύχη γρήγορα& αφού οι πριν ευτυχισμένοι πέθαιναν ξαφνικά, κι όσοι άλλοτε δεν είχαν τίποτα, κληρονομούσαν ευθύς τις περιουσίες τους. [2.53.2] Κ’ έτσι ζητούσαν να βρουν και να χαρούνε γρήγορα ό,τι τους ευχαριστούσε, και πίστευαν πως τόσο η ζωή όσο κ’ οι περιουσίες είναι περαστικά πράματα. [2.53.3] Και κανένας πια δεν είχε όρεξη να κοπιάσει από τα πριν για κάτι που του είχε φανεί ωραίο, νομίζοντας πως ήταν πολύ αβέβαιο αν δεν θα πέθαινε πριν το φτάσει& αλλά η ευχαρίστηση της στιγμής και το κέρδος με οποιοδήποτε μέσον για να την απολαύουν αμέσως, αυτό κατάντησε να θεωρείται και ωφέλιμο και σωστό. [2.53.4] Και κανένας φόβος των θεών ή νόμος των ανθρώπων δεν τους συγκρατούσε πια, γιατί έκριναν πως το ίδιο κάνει είτε σέβονται τα θεία είτε όχι, βλέποντας πως χάνονταν όλοι το ίδιο& κι όσο για τα εγκλήματα, δεν περίμεναν πως θα ζήσουν ώσπου να γίνει η δίκη και να τα πληρώσουν με την τιμωρία που θα τους έβαζαν, πιστεύοντας πως πολύ μεγαλύτερη ήταν η καταδίκη που είχε ψηφιστεί ενάντιά τους και κρεμόταν τώρα πάνωθέ τους, που πριν πέσει επάνω τους, τους φαινότανε φυσικό να χαρούν και κάτι απ’ τη ζωή.

[2.54.1] Έχοντας λοιπόν καταντήσει σε τέτοια παθήματα, τυραγνιούνταν οι Αθηναίοι, γιατί πέθαιναν οι άνθρωποι μέσα στην πολιτεία και ρημαζόταν η γης τους απ’ έξω.

[2.54.2] Και μέσα στα βάσανά τους, όπως ήταν επόμενο, θυμήθηκαν και τούτο το στιχάκι, που έλεγαν οι γεροντότεροι πως το τραγουδούσαν άλλοτε: «Πόλεμος θά ‘ρθει Δωρικός, και μαζί μ’ αυτόν λιμός». [2.54.3] Και πολλές συζητήσεις άναβαν κι άλλοι υποστήριζαν πως δεν έλεγε ο στίχος λοιμό, επιδημία, αλλά λιμό, πείνα, υπερίσχυσε όμως η γνώμη, όπως ήταν φυσικό, απ’ ό,τι δοκίμαζαν τότε, πως η λέξη ήταν λοιμός … γιατί οι άνθρωποι θυμούνταν ανάλογα μ’ αυτά που τους τύχαιναν. Μου φαίνεται δηλαδή πως αν καμιά φορά έρθει άλλος Δωρικός πόλεμος ύστερα από τούτον και τύχει να πέσει πείνα, θα τον τραγουδήσουνε με το «λιμός», όπως θα τους φαίνεται πως ταιριάζει. [2.54.4] Θυμήθηκαν τότε όσοι τον ήξεραν και το χρησμό που δόθηκε στους Λακεδαιμονίους, όταν ρώτησαν το θεό αν πρέπει να πολεμήσουν, και τους προφήτεψε πως αν πολεμήσουνε μ’ όλη τους τη δύναμη, θα βάλει, είπε, κι αυτός το χέρι του. [2.54.5] Συμπέραιναν λοιπόν πως όσα γίνονταν έμοιαζαν με τα λόγια του χρησμού … η αρρώστια έπεσε μόλις είχαν εισβάλει οι Πελοποννήσιοι. Στην Πελοπόννησο όμως δεν έπεσε, εξόν από ελάχιστες περιπτώσεις, που δεν αξίζει τον κόπο να τις αναφέρει κανείς, αλλά ήταν βαριά στην Αθήνα, το περισσότερο και ύστερα και σε άλλα μέρη με σχετικά πυκνότερο πληθυσμό. Αυτά λοιπόν ήταν όσα έγιναν με την αρρώστια.