Αγαπητή μου Μαρίνα καλό μήνα!

Σήμερα που σου γράφω είναι πρωταπριλιά. Εύχομαι να είσαι καλά, όπως και η οικογένειά σου εκεί στη γενέτειρα, μ’ αυτή την καθ’ όλα ζοφερή κατάσταση. Συγγνώμη που άργησα λίγο να απαντήσω στο τελευταίο email σου, το γεμάτο αγωνίες και φόβους. Είχα μπλέξει όμως με πάρα πολλές πιεστικές δουλειές και υποχρεώσεις που έπρεπε να τελειώσω, και δεν είχα ούτε λεπτό ελεύθερο. Που σημαίνει ότι αυτή η αναγκαστική κατ’ οίκον απομόνωση δεν με ενοχλεί ιδιαίτερα αφού, για μένα, είναι εδώ και πάρα πολλά χρόνια τρόπος ζωής. (Ένα ακόμη απ’ τα πολλά «τυχερά» του επαγγέλματος…). Μια φορά τη βδομάδα είχα την πολυτέλεια να βγαίνω με φίλους που με καλούσαν για καφέ και κουσκούς, τώρα μας το στέρησαν κι αυτό. Δεν πειράζει όμως. Μπόρα είναι, θα περάσει. Λίγη υπομονή και θα επανέλθουμε στην πρώην, κατ’ ευφημισμόν, «κανονικότητα» (ποια «κανονικότητα»;) ή σωστότερα στην ψευδαίσθησή της. Καταλαβαίνω απολύτως πώς νιώθεις, αλλά…

Εγώ – για να σου εξομολογηθώ την αμαρτία μου – μόνο θετικά βλέπω την όλη δημιουργηθείσα κατάσταση. Κι επειδή ίσως αυτό ν’ ακοούγεται κάπως παράδοξο, (αν όχι και παράλογο), σπεύδω να αιτιολογήσω τη θέση μου: Πάντα πίστευα ότι όλες οι αντιξοότητές μας στη ζωή είναι όχι μόνο άκρως ενδιαφέρουσες, αλλά και χρήσιμες, ευεργετικές. Διότι αποτελούν πολύτιμες ευκαιρίες προς εκμετάλλευση. Σκάλες για ν’ ανεβούμε λίγο ψηλότερα. Ευκαιρίες για αυτοπειθαρχία, προβληματισμό, περισυλλογή, ενδοσκόπηση και αυτοκριτική. Για το ποιοι είμαστε, πού (θέλουμε και πρέπει να) πάμε, ποιο είναι το αληθινό νόημα της ζωής (και, βέβαια, του θανάτου) και τι ακριβώς θέλουμε τέλος πάντων. Διότι όλες οι αναποδιές (όποιες κι αν είναι αυτές) κάθε άλλο παρά τυχαίες είναι. Προφανώς γίνονται για κάποιο σκοπό. Έχουν ένα απόκρυφο μυστικό μήνυμα το οποίο καλούμαστε να αποκρυπτογραφήσουμε.

Με άλλα λόγια, όλες οι μπόρες που μας βρίσκουν κατά καιρούς στη ζωή, είμαι πεπεισμένος πια ότι αποβλέπουν στο να μας ταρακουνήσουν, να μας βγάλουν από την καθημερινή, συνηθισμένη μας νιρβάνα. Δηλαδή να τρώμε, να πίνουμε, να κοιμούμαστε, να ξυπνάμε, να διασκεδάζουμε, να περνάμε καλά, να κάνουμε σχέδια για το μέλλον – που αφορούν, αποκλειστικά και μόνο το βόλεμα και την άνεσή μας, την οκονομική μας (απο)κατάσταση και κοινωνική μας ανέλιξη, την απόκτηση όλο και περισσότερων αγαθών και περιουσιακών στοιχείων, αλλά και εξουσίας, τα τουριστικά μας ταξίδια αναψυχής, την ευζωία και τρυφηλότητα, την ικανοποίηση του άπληστου και ανόητου, τυφλού «εγώ» και της ματαιοδοξίας μας, και γενικότερα την αποθέωση της πρόσκαιρης και μάταιης υλιστικής μας ζωής. Κι επιμένουμε να προσδοκούμε, εθελοτυφλούντες «κουτοπονήρως» (για να δανειστώ μια έκφραση του μεγάλου Σκιαθίτη) – αν και, υποτίθεται, λογικά όντα τρομάρα μας! – ότι οι μέρες μας και η ζωή μας γενικότερα θα είναι, ή πρέπει να είναι, μια αδιατάρακτη ίσια γραμμή, “a smooth ride”, μια πορεία απρόσκοπτη, χωρίς αναταράξεις – ηλιόλουστη, χαρούμενη, στρωμένη με ροδοπέταλα. Και τρέμουμε κυριολεκτικά στην ιδέα μιας ενδεχόμενης (υλικής πάντα) οικονομικής κατάρρευσης και χρεοκοπίας (αγνοώντας ή αρνούμενοι να παραδεχτούμε ότι, ως ανθρώπινο γένος, έχουμε προ πολλού χρεοκοπήσει ηθικά), τρέμουμε στην ιδέα του επικείμενου γήρατος (για όσους τυχερούς το προλάβουν), μα προπάντων στην επάρατη ιδέα του θανάτου. Την τελευταία προσπαθούμε πάση θυσία να καταχωνιάσουμε σε κάποια κρυφή γωνίτσα του φτωχού μυαλού μας, και να ξεχάσουμε ή ξορκίσουμε, χτυπώντας μάλιστα ξύλο – σα να μην υπάρχει καν ως προοπτική! Έστω κι αν γνωρίζουμε άριστα ότι, αν υπάρχει μια απόλυτη σιγουριά και βεβαιότητα στη ζωή, αυτή δεν είναι άλλη από την ύπαρξη του αναπότρεπτου τέλους που καραδοκεί σε κάθε μας βήμα. Γι’ αυτό και χρειάζεται να τον σκεφτόμαστε κάθε μέρα (τον θάνατο), όπως προτρέπει ένας διάσημος σύγχρονος Ρώσος συγγραφέας, του οποίου το όνομα μου διαφεύγει τώρα. Και όχι μόνο να συμβιβαστούμε μαζί του, αλλά να είμαστε έτοιμοι και πρόθυμοι να τον καλωσορίσουμε. Γιατί, όπως λέει ένας μεγάλος Ινδός πνευματικός γκουρού, μυστικιστής και φιλόσοφος, ονόματι Osho, σ’ ένα καταπληκτικό βιβλίο με διαλέξεις του (με τίτλο «Φόβος»), η όλη δυστυχία του ανθρώπου έχει ως βασική αιτία τον φόβο του θανάτου.

Κι ο φόβος αυτός προκύπτει απ’ το γεγονός ότι οι άνθρωποι γνωρίζουν ελάχιστα για τη ζωή και το πραγματικό της νόημα – που δεν είναι φυσικά μόνο η υλιστική, αλλά πρωτίστως η πνευματική της διάσταση (εξού και μια λαϊκή ινδική ρήση λέει: «Να ταΐζεις πρώτα την ψυχή και μετά το σώμα σου». Κι επόμενο είναι, αφού δεν την γνωρίζουν, να μην την έχουν ζήσει σωστά, ούτε και να την έχουν αγαπήσει. Ο φόβος του θανάτου λοιπόν απορρέει από την άγνοια της ζωής. Λέει συγκεκριμένα ο Osho, και παραθέτω από μνήμης: «Έρχονται πολλοί άνθρωποι, και μάλιστα αρκετοί κληρικοί διαφόρων θρησκειών, και με ρωτούν για το αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή! Χαμογελάω, φυσικά, και τους συμβουλεύω να πάνε πρώτα να μάθουν γι’ αυτή, την επίγεια ζωή – γιατί είναι προφανές ότι έχουν μαύρα μεσάνυχτα – και μετά να έρθουν να συζητήσουμε για τη ζωή… μετά θάνατον!…»

Η ζωή είναι, αναμφίβολα, το μέγιστο και καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να χαρίσει – και χάρισε – ο Δημιουργός στο δημιούργημά του, τον άνθρωπο, από αγάπη και μόνο. Δυστυχώς όμως ο άνθρωπος, όντας άφρων, αλλά και αχάριστος, δεν έμαθε ποτέ πώς να το εκτιμήσει, να το κατανοήσει και να το αξιοποιήσει προς όφελός του – για να ζήσει χαρούμενος, ευτυχισμένος, κι ολοκληρωμένος, δηλαδή με πληρότητα. Κρίμα, γιατί μόνο τότε θα μάθαινε να κατανοεί και να καλωσορίζει το μυστήριο του θανάτου. Διότι ο θάνατος κάθε άλλο παρά «μυστήριο» είναι, αφού αποτελεί αναπόσπαστο μέρος κι έκφανση της ίδιας της ζωής – ομοούσιο και αδιαίρετο («αφού “εισπνοή” σημαίνει ζωή, ενώ “εκπνοή” σημαίνει θάνατος», λέει ο Osho, που παραθέτω πάλι από μνήμης, και προσθέτει: «Η τελευταία μας “εκπνοή” σηματοδοτεί το οριστικό βιολογικό μας τέλος, αλλά όχι το πνευματικό, αφού η ψυχή είναι αθάνατη, καθότι θεϊκή»). Έτσι, ο άνθρωπος δεν θα πέθαινε καθημερινά (από τον παραλυτικό τρόμο στην ιδέα του θανάτου) πολύ πριν τον κανονικό, τον βιολογικό του θάνατο! Κι έτσι, «ανίδεος και χορτάτος» (για να θυμηθούμε τον Σεφέρη) επόμενο είναι να αποτελεί ένα αξιοθρήνητο περιφερόμενο πτώμα, όντας ακόμα εν ζωή. Τι τραγικό!

Ωστόσο, την πρόσφατη πανδημία του κορονοϊού (παρόλο που δεν αστειεύεται και επιμένει να δυσχεραίνει κι ενίοτε να στερεί για πάντα τις “εισπνοές” μας) τη θεωρώ ως μια ακόμα χρυσή ευκαιρία για περίσκεψη, αυτογνωσία, και αυτοβελτίωση. Μια ευκαιρία να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. (Σου υπενθυμίζω ότι, το διάστημα πριν την κοίμησή του, ο γνωστός μας άγιος Πορφύριος ήταν πολύ άρρωστος. Το πλήθος που τον επισκέπτονταν για να τον συμβουλευτούν και να πάρουν την ευχή του, πριν φύγουν του εύχονταν «να γίνεις καλά». Κι εκείνος τους απαντούσε: «Δεν θέλω να μου εύχεστε να “γίνω καλά”, αλλά να “γίνω καλός”»!). Γιατί, όπως είπε σε μια πρόσφατη συνέντευξή του ο Νόαμ Τσόμσκι (διάσημος εβραιο-αμερικανός γλωσσολόγος, συγγραφέας, ακτιβιστής και στοχαστής, πολέμιος της υλιστικής Αμερικής και κυρίως του Ντόναλντ Τραμπ – τον οποίο αποκάλεσε «καραγκιόζη»), «μπορεί να είναι κακός ο κορονοϊός, αλλά αργά ή γρήγορα θα τον ξεπεράσουμε. Αν όμως οι άνθρωποι δεν αποφασίσουν τι ακριβώς θέλουν, τότε σίγουρα θα οδηγηθούμε στην αυτοκαταστροφή – είτε λόγω πυρηνικού ολέθρου, είτε περιβαλλοντικής καταστροφής». Διότι, προσθέτω εγώ, δεν είναι δυνατόν να δαπανώνται δισεκατομμύρια για στρατιωτικούς εξοπλισμούς, πυρηνικά όπλα και εξερεύνηση του…

διαστήματος, και πλούσια κράτη, όπως η Γαλλία για παράδειγμα, να μην έχουν τα στοιχειώδη στα νοσοκομεία τους, όπως προστατευτικές μάσκες κι άλλο άμεσα αναγκαίο υλικό! Αν λοιπόν η ανθρωπότητα δεν πάψει να έχει ως κύρια προτεραιότητά της τις «μπίζνες» και το μέγιστο δυνατό κέρδος, στο όνομα του οποίου θυσιάζει τα πάντα και τους πάντες (κυρίως ανθρώπινες ζωές), καθότι είναι η μεγαλύτερη μορφή ειδωλολατρίας που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, τότε το τέλος δεν θ’ αργήσει να έρθει.

Ας ξανασκεφτούμε λοιπόν κάποια πράγματα, τώρα που έχουμε χρόνο ελεύθερο (λόγω των περιορισμών στις εξόδους) κι ενώ βρισκόμαστε απομονωμένοι στα σπίτια μας, περιμένοντας (τον «Γκοντό» του Μπέκετ;), σκυθρωποί, μοιραίοι, άβουλοι και αβοήθητοι – μα πρωτίστως αφιλοσόφητοι κι εσαεί ανεπίδεκτοι μαθήσεως – να λήξει αυτή η πανδημία. Γιατί άραγε; Για να επιστρέψουμε στην… «κανονικότητα» (;) και να ξαναρχίσουμε τα ίδια; Ας αναλογιστούμε ότι ένας πανίσχυρος «αόρατος εχθρός» (ιός), κατάφερε να εξευτελίσει τόσο την αλαζονική επιστήμη μας (που τρέχει και δεν φτάνει η ταλαίπωρη…) όσο και τον περιλάλητο μεγάλο ανθρώπινο πολιτισμό μας(!) όσο κανένας άλλος πραγματικός «ορατός εχθρός» δεν κατάφερε. Να όμως που η ίδια η φύση ξέρει και μπορεί να παρεμβαίνει για να διορθώνει και αποκαθιστά «τα κακώς κείμενα» των ανθρώπων, αυτορρυθμίζοντας τη ζωή (έστω και απορρυθμίζοντάς την προσωρινά), προκειμένου να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου και να συνέλθουμε…

Καιρός για αφύπνιση, εγρήγορση και αυτογνωσία λοιπόν, καθώς οι καιροί ου μενετοί.

«Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου…» δεν λέει ο εθνικός μας ποιητής; Ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον – ευκαιρίας δοθείσης – να εφαρμόσουμε αυτή τη σοφή ρήση του, ατενίζοντας την όλη «ανθρώπινη κατάσταση» (“La Condition Humaine”, κατά τον Andre Malraux) με τα μάτια της ψυχής. Διότι, σύμφωνα με τον Osho, που προανέφερα, «τα σωματικά μας μάτια μπορεί να κοιτάζουν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι βλέπουν κιόλας. Το ίδιο και τ’ αυτιά. Επειδή όλοι έχουν αυτιά, δεν σημαίνει ότι είναι ικανοί να ακούνε κιόλας…».

Στώμεν καλώς λοιπόν!

Υ.Γ. Αγαπητή μου Μαρίνα, ελπίζω να μην σου έκανα… την καρδιά περιβόλι με όλα αυτά, και μάλιστα εν μέσω τόσης καταχνιάς. Θεώρησα όμως ότι στους χαλεπούς αυτούς καιρούς, λίγο food for thought (τροφή για σκέψη) δεν βλάπτει. Μάλλον καλό κάνει. Αν μη τι άλλο, τονώνει το ανοσοποιητικό σύστημα του πνεύματος αφού, όπως λέει ο αλησμόνητος σπουδαίος πεζογράφος μας Γιώργος Ιωάννου, «ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής…»
Σε φιλώ, ευχόμενος τα καλύτερα.

Γ.Β.

(Σημ.: Η παραπάνω αυθεντική επιστολή δίνεται στη δημοσιότητα, όχι μόνο λόγω επικαιρότητας. Αλλά κι επειδή ορισμένοι αναγνώστες, φίλοι και γνωστοί, εδώ και στην Ελλάδα, ζητούν την άποψή μου σχετικά με τις αδιέξοδες καταστάσεις που περνάμε. Παρόλο που δεν είμαι «εμπειρογνώμων» ή «γκουρού», θεώρησα ότι οφείλω να καταθέσω τις ταπεινές απόψεις μου. Αδυνατώντας να γράφω ξεχωριστά στον καθένα και την καθεμιά, σκέφτηκα ότι την επιστολή αυτή, εκτός απ’ τον αρχικό παραλήπτη της, θα άξιζε να τη μοιραστούν και όλοι όσοι επικοινωνούν μαζί μου κι ενδιαφέρονται για τη γνώμη μου. Πολύ περισσότερο που δεν ασχολούμαι, ούτε μ’ ενδιαφέρουν τα λεγόμενα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης» (social mediα).

*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), δοκιμιογράφος/κριτικός, μεταφραστής λογοτεχνίας και συγγραφέας.