Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα…

Σε απελπιστική κατάσταση πολλοί νεοφερμένοι

Ένα άλλο πρόσωπο, μια άλλη έκφραση και άλλη χροιά φωνής, βλέπω και ακούω σήμερα, με την εξ αποστάσεως συνάντησή μου με την Καλλιόπη Γκίνη.

Είχε φιλοξενηθεί στη στήλη πριν μερικές εβδομάδες – συγκεκριμένα στα μέσα Φλεβάρη – με τα λεγόμενά της να αποπνέουν αισιοδοξία και να εκφράζουν αμέριστη εμπιστοσύνη στη χώρα που επέλεξε να ζήσει μόνιμα με το σύζυγο και τα δυο παιδιά τους.

Η συζήτηση μαζί της με τίτλο «Η Αυστραλία μου άνοιξε μια αγκαλιά την ώρα που μ’ έδιωχνε η Ελλάδα…» είχε γίνει πρωτοσέλιδο και στη συνέχεια είχε σημειώσει εντυπωσιακό αριθμό σχολίων στην ηλεκτρονική έκδοση του Ν.Κ.

Προσγειωμένη σίγουρα είχε δηλώσει: «εδώ δεν είναι, βέβαια, όλα ρόδινα. Είναι όμως πιο σταθερά και προβλέψιμα. Αν είσαι διατεθειμένος να προσαρμοστείς στις νέες συνθήκες, αυτό σου δίνει το δικαίωμα να κάνεις σχέδια και – γιατί όχι; – όνειρα για το μέλλον.»

Nα υπενθυμίσουμε ότι η Καλλιόπη Γκίνη έχει το εφόδιο της μόνιμης υπηκοότητας και ζει στη Μελβούρνη με τον άνδρα της και τα δύο παιδιά τους, την Κλεοπάτρα 15 χρόνων σήμερα και τον Δημήτρη 13 χρόνων.

ΑΓΩΝΙΑ

Η φωνή της σήμερα αποπνέει ανησυχία για την δική της κατάσταση – έχασε το 60% της δουλειάς της αναφέρει – και ανήκει στις ευπαθείς ομάδες – αγωνία για τους δικούς της στην Ελλάδα και την Ευρώπη, καθώς και τους νεοερχομένους γνωστούς και φίλους που βρίσκονται εδώ με προσωρινές βίζες, άνεργοι και αβοήθητοι από το κράτος που βρίσκονται.

«Από τη μια στιγμή στην άλλη χάσαμε τη γη κάτω από τα πόδια μας. Γνωρίζω ότι όλοι είμαστε ευάλωτοι, έχοντες και μη, πολλοί όμως, όπως εκείνοι που έχασαν τη δουλειά τους και δεν δικαιούνται επίδομα ανεργίας ζούνε μια κατάσταση εφιαλτική. Και είναι πολλοί.

Δε γίνεται το κράτος να αδιαφορήσει και να τους πει ‘γυρίστε πίσω από εκεί που ήλθατε’. Γνωρίζω άτομα με φοιτητική βίζα που είχαν το δικαίωμα να εργάζονται 40 ώρες το δεκαπενθήμερο και σήμερα είναι άνεργοι. Μένουν σε ενοίκιο και δεν έχουν πόρους ζωής.

Δε γίνεται αυτοί οι άνθρωποι να μείνουν στο έλεος του Θεού, χωρίς εισόδημα, χωρίς ιατρική κάλυψη.

Η πολιτεία οφείλει να δείξει το ανθρώπινο πρόσωπό της, το ίδιο και η παροικία σε συνεργασία με την Εκκλησία» τονίζει η ίδια.

Όσο και να θέλουμε να είμαστε αισιόδοξοι, γεγονός παραμένει ότι η Αυστραλία βρίσκεται στην αρχή της κρίσης που προκάλεσε ο κορονοϊός. Τα μέτρα της κυβέρνησης ικανοποιητικά σε γενικές γραμμές για τους μόνιμους κατοίκους της χώρας, αφήνουν απέξω ένα μεγάλο και υπολογίσιμο οικονομικά –μέχρι τώρα– κομμάτι τους διεθνείς φοιτητές και όσους έχουν προσωρινή βίζα.

Ανάμεσά τους και πάρα πολλούς νεοφερμένους Έλληνες που αλλιώς υπολόγιζαν τα πράγματα και αλλιώς προκύπτουν σήμερα.

ΖΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ

«Ζούμε με δραστικά μειωμένο εισόδημα, την αβεβαιότητα και την αγωνία αν θα πάρουμε ή όχι την υπηκοότητα» δηλώνει η Νίκη Μελίδου, η οποία βρίσκεται στη Μελβούρνη με το σύζυγό της και τα δυο παιδιά τους, με φοιτητικές βίζες τις οποίες ανανεώνουν και τώρα αποβλέπουν σε μόνιμη εγκατάσταση. Ο δρόμος μακρύς που ξεκίνησε από τον Ιούνιο του 2012, όταν η οικονομική κρίση στην Ελλάδα ήταν στο φόρτε της.

Κάθε άλλο παρά εύκολα τα πράγματα και στην Αυστραλία, όλο αυτό το διάστημα με την αβεβαιότητα πάντα παρούσα, το ίδιο και τα απρόβλεπτα, πληροφορεί.

Ο άνδρας της έχει πάρει πέντε διπλώματα στο χώρο της εστίασης/φιλοξενίας, αναφέρει, έχει βρει σπόνσορα και από τον περασμένο Νοέμβριο που υπέβαλαν την αίτηση υπηκοότητας, περιμένουν να εγκριθεί.

«Αυτή τη στιγμή εξετάζονται τα οικονομικά στοιχεία του σπόνσορα ο οποίος είναι εστιάτορας» μας πληροφορεί.

Βέβαια, ο χώρος της εστίασης/φιλοξενίας, όπως και πολλοί άλλοι, έχει πληγεί καίρια, μετά από τα περιοριστικά- προστατευτικά μέτρα της πολιτείας που στοχεύουν στον περιορισμό της εξάπλωσης της νόσου πρωτίστως.

«Το μόνο δικαίωμα που έχουμε αυτή τη στιγμή είναι αυτό της εργασίας. Δεν έχουμε υγειονομική κάλυψη και τρέμω στη σκέψη ότι μπορεί να χρειαστεί να δούμε γιατρό ή να πάμε σε νοσοκομείο. Μία φορά στο παρελθόν που χρειάστηκε να πάω την κόρη μου στο νοσοκομείο, πληρώσαμε αδρά. Κοιτάζοντας όμως γύρω μου, βλέπω ότι υπάρχουν συνάνθρωποί μας, νεοφερμένοι που αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης. Χωρίς δουλειά, χωρίς στήριξη, βρίσκονται στο έλεος του Θεού. Ένα ζευγάρι, για παράδειγμα, μένει σ’ ένα νοικιασμένο δωμάτιο, άνεργοι και οι δύο. Πού; Στην Aυστραλία, όπου ήλθαν να βρουν καταφύγιο, κυνηγημένοι από την κρίση στην Ελλάδα».

Υπάρχει βέβαια πάντα ο δρόμος της επιστροφής που υποδεικνύει ο πρωθυπουργός της χώρας, νίπτοντας τας χείρας του –όχι από φόβο του ιού αυτή τη φορά- αλλά από τις υποχρεώσεις της χώρας προς την κατηγορία αυτή των πολιτών.

«Τουλάχιστον χρηματοδότηση μιας γραμμής πληροφοριών, ζητά ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης Βασίλης Παπαστεργιάδης, σε συνάντηση με τον αναπληρωτή υπουργό Μετανάστευσης Alan Tudge, κι εκείνος υπόσχεται να εξετάσει το θέμα. Προς το παρόν η κυβέρνηση βιάζεται να επικεντρωθεί στη μετάφραση και προώθηση πληροφοριών, σχετικά με θέματα των εθνικοτήτων προκειμένου να γνωρίζουν που βρίσκονται, τονίζει εμφατικά.

Οι έχοντες προσωρινή βίζα, επαναλαμβάνει η αυστραλιανή κυβέρνηση που επιθυμούν να εργαστούν, μπορούν να βρουν εργασία στον αγροτικό τομέα, καθώς επίσης και στον νοσηλευτικό αν διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα.

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ

Επί της ουσίας, εκείνο που επείγει εδώ και τώρα, είναι η παροικία να ευαισθητοποιηθεί αυτή τη στιγμή και να ενεργήσει άμεσα προκειμένου να καλύψει τουλάχιστον μέρος από τις ανάγκες διαβίωσης της κατηγορίας αυτής των νεοφερμένων που είναι άνεργοι και αδυνατούν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες.

Μια συνεργασία παροικιακών οργανισμών σ’ αυτό το θέμα, πιστεύω ότι θα απέδιδε καρπούς.

Η Κοινότητα Μελβούρνης θα μπορούσε ίσως να συντονίσει αυτές τις ενέργειες, σε συνεργασία με την Εκκλησία.

Ναι, είναι γεγονός ότι η απροσδόκητη επίθεση του κορονοϊού και η αναγκαστική απομόνωση, μας έχει όλους μουδιάσει. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να κλείσουμε τα μάτια μας σ’ ό,τι συμβαίνει γύρω μας.

Να μην ακούμε φωνές όπως αυτή της Καλλιόπης Γκίνη:

«Είναι απίστευτο πώς από τη μια μέρα στην άλλη, από ευτυχείς σ’ αυτήν τη χώρα και γεμάτοι σιγουριά για το μέλλον, έχουμε φτάσει στο σημείο να φοβόμαστε για το τι θα φέρει το αύριο. Να τρέμουμε γι’ αυτή την ίδια τη συντήρησή μας. Να βλέπουμε το εισόδημά μας να μειώνεται δραστικά με κίνδυνο να εξαφανιστεί και να μη πιστεύουμε στα μάτια μας. Να χτυπά το τηλέφωνο και να φοβόμαστε τι θ’ ακούσουμε. Να βλέπουμε φίλους και γνωστούς σε απελπιστική κατάσταση και να μην πιστεύουμε στα μάτια μας.

Αβεβαιότητα σίγουρα, να το λέμε κι αυτό, και φόβος παντού. Υπάρχει όμως στο τιμόνι ένας ικανός από ό,τι φαίνεται αρχηγός που νοιάζεται για τους ανθρώπους αυτής της χώρας και εμπνέει, θα έλεγε κανείς, εμπιστοσύνη.

Αυτή τη στιγμή, όμως, μιλάμε για τους απέξω, τους μη Αυστραλούς πολίτες, που πραγματικά αφήνει εκτός των προστατευτικών μέτρων και μάλιστα τους παροτρύνει να πάνε από εκεί που ήλθαν».