Η αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα, σε άρθρο της στις 20 Ιανουαρίου 2020, μεταξύ άλλων ανέφερε και τα ακόλουθα: «Οι 2.153 δισεκατομμυριούχοι της υφηλίου διαθέτουν πλέον περισσότερα χρήματα από ό,τι το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού, (με άλλα λόγια 4,6 δισεκατομμύρια άτομα), στηλιτεύει σε έκθεσή της που δίνεται στη δημοσιότητα σήμερα η μη κυβερνητική οργάνωση Oxfam, υπογραμμίζοντας ότι η συγκέντρωση του πλούτου γίνεται σε βάρος πάνω απ’ όλα των γυναικών, «στην πρώτη γραμμή» των ανισοτήτων».

Η ετήσια έκθεση της Oxfam για τις ανισότητες παγκοσμίως δόθηκε στη δημοσιότητα πριν από την έναρξη στις 21 Ιανουαρίου 2020 του 50ού Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας.

«Οι χυδαίες ανισότητες βρίσκονται στην καρδιά των ρήξεων και των κοινωνικών συγκρούσεων παντού στον κόσμο. Δεν είναι ατύχημα, αλλά το αποτέλεσμα των πολιτικών, οι οποίες μειώνουν τη συμμετοχή των πιο πλούσιων στην κοινωνική αλληλεγγύη μέσω της φορολογίας, και αποδυναμώνουν τη χρηματοδότηση των δημόσιων υπηρεσιών», υπογράμμισε Oxfam στην ετήσια έκθεσή της.

Πάλι σύμφωνα με την Oxfam, το 42% των γυναικών στον κόσμο δεν μπορεί να βρει δουλειά επί πληρωμή, «λόγω του τεράστιου φόρτου της φροντίδας που παρέχει στο προσωπικό και οικογενειακό επίπεδο».

Ο Αμιτάμπ Μπιχάρ, Διευθύνων Σύμβουλος της Oxfam στην Ινδία, ο οποίος έλαβε μέρος στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός στις 21 Ιανουαρίου 2020, στο οποίο συζητήθηκε το θέμα της οικονομικής ανισότητας μεταξύ των δισεκατομμυριούχων και των απλών πολιτών, έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών είναι ένα ζήτημα που δεν μπορεί να επιλυθεί χωρίς μελετημένες πολιτικές εναντίον των ανισοτήτων. Οι κυβερνήσεις οφείλουν να εγγυηθούν ότι οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι θα πληρώνουν με δίκαιο τρόπο τους φόρους που τους αναλογούν».

Η εφημερίδα Το Βήμα αναφέρει ότι στην Γαλλία 7 δισεκατομμυριούχοι κατέχουν περισσότερα από ότι το 30% και πλέον των φτωχότερων πολιτών. Στα χέρια του 10% των πιο πλουσίων Γάλλων συγκεντρώνεται ο μισός πλούτος της χώρας.

Πρόσφατη έκθεση του οργανισμού Credit Suisse δείχνει πως το 1% των Ρώσων κατέχει το 60% του συνολικού πλούτου της χώρας, και χαρακτηρίζει την κατάσταση αυτήν ως την μεγαλύτερη ανισότητα σε παγκόσμια κλίμακα.

Σύμφωνα με την ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, το πλουσιότερο 1% των αμερικανικών νοικοκυριών κατέχει περίπου το 39% του πλούτου της χώρας, ενώ το μερίδιό του στο εθνικό εισόδημα, μετά την καταβολή των φόρων ή άλλων εισφορών στο αμερικανικό δημόσιο, ανέρχεται στο 13%. Όπως τονίζει σχετικό ρεπορτάζ του BBC, το ποσοστό του 39% του συνολικού πλούτου των ΗΠΑ που βρίσκεται στα χέρια του 1% είναι σαφώς υψηλότερο του αντίστοιχου στη Βρετανία, όπου το πλουσιότερο 1% ελέγχει περίπου το 24% του συνολικού πλούτου και το 8% του εθνικού εισοδήματος.

Επιπρόσθετα, στοιχεία της αμερικανικής υπηρεσίας δημοσίων εσόδων που δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα, δείχνουν το εισόδημα του ίδιου αυτού 1% να έχει εκτιναχθεί σε επίπεδα πάνω από 515.000 δολάρια ετησίως το 2017 και να έχει σημειώσει αύξηση 7,2% σε σύγκριση με μόλις πριν από ένα έτος. Μέσα στην τελευταία δεκαετία το εισόδημα του πλουσιότερου 1% των Αμερικανών έχει αυξηθεί κατά 33%. Σημειωτέον ότι το 2013, ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, περιέγραψε την ανισότητα των εισοδημάτων ως τη “μεγαλύτερη πρόκληση της εποχής μας”.

Κάποιοι οικονομολόγοι εκφράζουν την άποψη ότι ένα μικρό ποσοστό ανισότητας μπορεί να παρέχει κίνητρα για την πραγματοποίηση επενδύσεων και για την ενθάρρυνση της καινοτομίας. Τα οικονομικά κίνητρα, που είναι σημαντικά για την ανάπτυξη, βασίζονται στην ικανότητα του ατόμου να επιτυγχάνει καλύτερα αποτελέσματα χάρη στην σκληρή εργασία.

Εντούτοις, όταν η ανισότητα εντείνεται σε μεγάλο βαθμό, μπορεί να απειλήσει την ανάπτυξη. Όταν τα άτομα που βρίσκονται στη βάση της κατανομής εισοδήματος ή πλούτου, δεν διαθέτουν τους απαιτούμενους πόρους για να επενδύσουν στις δεξιότητες και στην εκπαίδευσή τους, δεν είναι σε θέση να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους, γεγονός που είναι επιζήμιο για το σύνολο της οικονομίας.

Επιπλέον, η ανακατανομή των εισοδημάτων μπορεί, μέχρι έναν βαθμό, να συμβάλει στην τόνωση της οικονομίας, καθότι δίνει τη δυνατότητα στα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα να δαπανούν περισσότερο, ενισχύοντας έτσι διάφορους τομείς της οικονομίας.

Ο ΓΑΛΛΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ ΤΟΜΑ ΠΙΚΕΤΙ ΠΟΛΕΜΙΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ

Ο Τομά Πικετί γεννήθηκε το 1971 σε προάστιο του Παρισιού. Σπούδασε Μαθηματικά και Οικονομικά σε πανεπιστήμιο του Παρισιού, και το 1993 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών.

Από το 1993 ως το 1995 δίδαξε στο Massachusetts Institute of Technology των ΗΠΑ, και από το 1997 ως το 2000 διετέλεσε ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας, και συνεχίζει μέχρι τις ημέρες μας το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο, ενώ παράλληλα διδάσκει στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο του Παρισιού.

Είναι τακτικός αρθρογράφος της εφημερίδας Liberation. Το 2002 ανακηρύχθηκε ο καλύτερος νέος οικονομολόγος της Γαλλίας, και το 2013 τιμήθηκε με πολλά βραβεία για τη σημαντική συμβολή του στη μελέτη της Oικονομολογίας.

Με το έργο του ο Πικετί έθεσε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της οικονομικής επιστήμης την έννοια της ισότητας, τονίζοντας πως οι ανισότητες πρέπει να περιοριστούν, και το κοινωνικό κράτος να ενισχυθεί, γιατί αυτό επιτάσσει το συμφέρον της δημοκρατίας. Τόνισε επίσης πως για τον σκοπό αυτόν απαιτούνται δημόσιες πολιτικές ρύθμισης της αγοράς, καθώς και η αξιοποίηση της φορολογίας, και μάλιστα σε διεθνή κλίμακα, ως εργαλείου κοινωνικής συνοχής και αναδιανομής του πλούτου.

Τα ακόλουθα τέσσερα βιβλία του Τομά Πικετί έχουν σημειώσει μεγάλη εκδοτική επιτυχία:

– Η οικονομία των ανισοτήτων, 2007
– Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα, 2014
– Για μια συνθήκη εκδημοκρατισμού της Ευρώπης, 2017
– Κεφάλαιο και Ιδεολογία, 2019

Το βιβλίο «Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα» αποτέλεσε μια παγκόσμια συγγραφική, αλλά και εκδοτική επιτυχία, καθότι οι πωλήσεις του είχαν ανέλθει στα 2,5 εκατομμύρια αντίτυπα. Σε αυτό το βιβλίο του ο Τομά Πικετί αναλύει ανεξερεύνητα μέχρι πρόσφατα στατιστικά δεδομένα από πολλές χώρες, τα οποία φωτίζουν τη δυναμική της κατανομής των εισοδημάτων και των περιουσιών από τον 18ο αιώνα ως τις μέρες μας.

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι ότι η αύξηση των ανισοτήτων στη Δύση οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι το κεφάλαιο συσσωρεύεται πιο γρήγορα, και αποδίδει περισσότερο, από όσο τα εισοδήματα που προέρχονται από την εργασία.

Με άλλα λόγια, η μακροχρόνια τάση προς μεγαλύτερη συγκέντρωση του κεφαλαίου έχει διευρύνει το χάσμα μεταξύ των κεφαλαιούχων και των εργαζομένων.

Ο Τομά Πικετί ανέλυσε τη μείωση των ανισοτήτων μετά τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, αλλά και τη σταθερή επάνοδό τους από το 1980 και μετά, στο βιβλίο του «Για μια συνθήκη εκδημοκρατισμού της Ευρώπης», 2017.

Τον Μάρτιο του 2020 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Κεφάλαιο και Ιδεολογία», στο οποίο αναλύει τη σχέση των πολιτικών ιδεολογιών με την επικράτηση των ανισοτήτων.

Το βασικό επιχείρημά του είναι ότι οι ανισότητες κατασκευάζονται πολιτικά, άρα δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιας «φυσικής» εξέλιξης των δυνάμεων της οικονομίας και της τεχνολογίας.

Ο Τ. Πικετί δεν μένει απλώς στην περιγραφή του προβλήματος, αλλά προχωράει σε προτάσεις που μπορεί να τρομοκρατήσουν μερικούς. Προτείνει, λοιπόν, μια μορφή «συμμετοχικού σοσιαλισμού», που θα επιτρέπει τη συμμετοχή των ασθενέστερων ομάδων στη λήψη αποφάσεων, καθώς και ένα εφάπαξ οικονομικό βοήθημα στους νέους, αρκετών χιλιάδων ευρώ, ώστε όλοι να ξεκινούν τη ζωή τους από την ίδια, οικονομική τουλάχιστον, αφετηρία.

Στο νέο του βιβλίο «Κεφάλαιο και Ιδεολογία», ο Τ. Πικετί δεν περιορίζει την ανάλυσή του στις εξελίξεις στην Ευρώπη, αλλά την επεκτείνει και σε άλλες χώρες, όπως την Ινδία, την Βραζιλία και την Κίνα.

Για τον Τ. Πικετί το πρόβλημα δεν είναι μόνο η συσσώρευση του πλούτου στα χέρια των λίγων, ούτε οι υπέρογκες αμοιβές των διευθυντών μεγάλων επιχειρήσεων, αλλά και το γεγονός ότι έχει καταστεί και πολιτικό. Τα κόμματα έχουν αλλάξει, υποστηρίζει, και τα πολιτικά συστήματα που τα διαχωρίζαμε σε «δεξιά» και «αριστερά», τώρα στηρίζονται στις προσωπικότητες που δρουν με κίνητρο το συμφέρον και όχι την ιδεολογία. Ειδικά για τα κόμματα της αριστεράς εκτιμά ότι έχουν χάσει το έρεισμα που είχαν στους πιο αδύναμους.

Στο ερώτημα «Πώς μπορεί ο καπιταλισμός να γίνει πιο δίκαιος κοινωνικά» ο Τομά Πικετί απαντά ειρωνικά: «Είναι πιο εύκολο να φανταστεί κανείς το τέλος του κόσμου, παρά το τέλος του καπιταλισμού».

Αυτά, όσο πιο συνοπτικά γινόταν, για τις ανισότητες σε παγκόσμια κλίμακα, και για τον Τομά Πικετί, έναν από τους σημαντικότερους οικονομολόγους, αλλά και διανοητές, της εποχής μας.