Στις 9 Μαΐου 1936 συνέβηκαν τα αιματηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης τα οποία πρέπει να θεωρούνται το προοίμιο της επιβολής από τον Ιωάννη Μεταξά της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936.

Οι εκλογές της 26 Ιανουαρίου 1936 έγιναν με την απλή αναλογική και δεν δόθηκε σε κανένα κόμμα η δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ έδωσε εντολή στον τραπεζίτη Κων. Δεμερτζή να σχηματίσει μια εξωκοινοβουλευτική κυβέρνηση στην οποία όμως μετείχαν κοινοβουλευτικά κόμματα, μεταξύ των οποίων και ο Ιωάννης Μεταξάς, ο αρχηγός των Ελευθεροφρόνων, ενός μικρού κοινοβουλευτικού κόμματος το οποίο είχε μια ελάχιστη κοινοβουλευτική δύναμη 6 εδρών. Ο Μεταξάς διορίστηκε Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Στρατιωτικών. Ο Κ. Δεμερτζής πέθανε ξαφνικά στις 12/4/1936 και ο Μεταξάς ανέλαβε Πρωθυπουργός στις 13 Απριλίου 1936. Ο Ι. Μεταξάς ήταν λοιπόν ο Πρωθυπουργός κατά τα αιματηρά γεγονότα του Μαΐου. του 1936. Λίγους μήνες αργότερα ο Μεταξάς με το πρόσχημα του κομμουνιστικού κινδύνου και με τη συγκατάθεση του βασιλιά Γεωργίου Β΄ κατάργησε το Σύνταγμα, συνέαλβε πολλά από τα μέλη της Βουλής και τους αρχηγούς των κομμάτων και τους έστειλε εξορία και κήρυξε τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Γι’ αυτό τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης αποτέλεσαν ένα προοίμιο της επερχόμενης δικτατορίας.

Στις 9 Μαΐου, συνεχιζόταν η απεργία των καπνεργατών εργατών και μαζί και άλλων εργατών. Οι απεργίες εξελίχθηκαν σε διαδηλώσεις. Η κυβέρνηση έδωσε εντολή στη Χωροφυλακή να πυροβολήσει τους διαδηλωτές στο ψαχνό και στα επεισόδια αυτά σκοτώθηκαν 12 εργάτες και υπήρξαν περισσότεροι από 300 τραυματίες. Ένας από τους νεκρούς ήταν ο εργάτης Τάσος Τούσης, που οι συνάδελφοί του τον έβαλαν πάνω σε μια πόρτα για να τον μεταφέρουν. Κάποια στιγμή, ενώ ο νεκρός βρίσκεται στη μέση του δρόμου η μητέρα του γονάτισε από πάνω του και άρχισε να τον μοιρολογεί.

Η φωτογραφία της μητέρας πάνω από το σκοτωμένο παιδί της δημοσιεύτηκε την άλλη μέρα στον «Ριζοσπάστη». Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος είδε τη φωτογραφία και από αυτή συγκινήθηκε και εμπνεύστηκε τα ποιήματα της συλλογής «Επιτάφιος».

Η ποιητική συλλογή «Επιτάφιος» αποτελούνταν από 14 ποιήματα που κυκλοφόρησε εντός του Μαΐου του 1936 σε 10.000 αντίτυπα, πολύ μεγάλος αριθμός για μια ποιητική συλλογή. Ο «Επιτάφιος» πωλούνταν μέχρι την κήρυξη της δικτατορίας και μερικά από τα εναπομείνοντα αντίτυπα κατασχέθηκαν από τα βιβλιοπωλεία και κάηκαν μαζί με άλλα βιβλία που η δικτατορία θεωρούσε αντεθνικά ή κομμουνιστικά όπως η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή γιατί μιλούσε υπέρ της Δημοκρατίας και κατά του αυταρχισμού. Δεν έγινε άλλη έκδοση του «Επιταφίου» μέχρι το 1956, είκοσι χρόνια αργότερα. Στην έκδοση του 1956 ο Ρίτσος πρόσθεσε άλλα 6 ποιήματα τα οποία τελικά έγιναν 20.

Τα ποιήματα αποτελούνται από δεκαοκτώ ομοιοκαταληκτούντα δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα και τα τελευταία δύο από εννέα παρόμοια δίστιχα (δυο στίχους). Στα ποιήματα της συλλογής απηχούνται μοτίβα από τον εκκλησιαστικό Επιτάφιο, τον Ερωτόκριτο και τα άλλα έργα της Κρητικής Αναγέννησης του 17ου αιώνα. Ένα παράδειγμα δύο τέτοιων δεκαπεντασύλλαβων δίστιχων:

Νάχα τ’ αθάνατο νερό, ψυχή καινούργια νάχα
να σούδινα, να ξύπναγες για μια στιγμή μονάχα

Να δεις, να πεις, ναν το χαρείς ακέριο τ’ όνειρό σου
να στέκεται ολοζώντανο κοντά σου, στο πλευρό σου.
(ποίημα VII)

Τα ποιήματα του «Επιτάφιου» είναι ο δραματικός μονόλογος της απελπισμένης μάνας που θρηνεί το νεκρό παιδί της, οδύρεται και σκίζει τα στήθια της. Αναφέρει τα φυσικά και πνευματικά του χαρίσματα και την αφοσίωσή του γιου της στον αγώνα της εργατικής τάξης. Στα τελευταία δυο ποιήματα, όμως, αναπτύσσεται μια αφύπνιση της μητέρας που κατανοεί τους αγώνες του γιου της, σταματάει το θρήνο, μπαίνει μπροστάρισσα και παίρνει τη θέση του, στον αγώνα για τη νίκη της εργατικής τάξης.

Κι’ αντίς τ’ άφταιγα στήθια μου να γδέρνω, δες βαδίζω
και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιο αντικρύζω.

Γιε μου στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου
σου πήρα το ντουφέκι σου & κοιμήσου εδώ πουλί μου.
(ποίημα ΧΧ)

Ο Ρίτσος έστειλε την νέα έκδοση του «Επιτάφιου» του 1956 στον Μίκη Θεοδωράκη που τότε βρισκόταν στο Παρίσι. Ο Θεοδωράκης μελοποίησε οκτώ από τα είκοσι ποιήματα και η πρώτη ενορχήστρωση των μελοποιημένων ποιημάτων έγινε από τον Μάνο Χατζηδάκη το 1960, που χρησιμοποίησε ως ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη και τον ίδιο στο πιάνο. Αργότερα ο Θεοδωράκης, έκανε ο ίδιος τη δική του ενορχήστρωση όπου χρησιμοποίησε ως ερμηνευτή στο ρόλο της μάνας, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Υπήρξαν λοιπόν δυο αρχικές ενορχηστρώσεις, η μία με τον Μάνο Χατζηδάκη και τη Νάνα Μούσχουρη, περισσότερο λυρική και ελεγειακή και μία με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη, η οποία είναι περισσότερο δωρική, λαϊκή και ορμητική.

Η μουσική του Θεοδωράκη στον «Επιτάφιο» χρησιμοποιεί μελωδίες και ακούσματα από πολλές περιοχές της Ελλάδας, όπως το Μανιάτικο μοιρολόι, την Κρήτη και τα Επτάνησα. Αρχικά τα τραγούδια ερμηνεύτηκαν από τη Νάνα Μούσχουρη και τον Γρηγόρη Μπιθικότση. Το 1963 τα τραγούδια ερμηνεύτηκαν από τη Μαίρη Λίντα και αργότερα από τη Μαρία Φαραντούρη και πολλές άλλες φωνές.

Η μελοποίηση του «Επιτάφιου» από τον Θεοδωράκη, ήταν ένα πρώτο πάντρεμα ποίησης και μουσικής που έφερε επαναστατικές αλλαγές στη νεοελληνική κουλτούρα. Η ποίηση με τον Επιτάφιο και αργότερα με τη μελοποίηση άλλων ποιημάτων, όπως της «Ρωμιοσύνης» του Γιάννη Ρίτσου και του «Μυθιστορήματος» του Γιώργου Σεφέρη έφτασε στα χείλη των καθημερινών ανθρώπων και τραγουδήθηκε στους δρόμους, στις αντιδικτατορικές διαδηλώσεις, στους στρατώνες, στις ταβέρνες, ακόμη και στις κηδείες, όπως «Το περιγιάλι το κρυφό» και το «Λίγο ακόμα» του Σεφέρη που τραγουδούνταν από το κοινό στην κηδεία του, το Σεπτέμβριο του 1971 ή τα ποιήματα του Επιταφίου και της Ρωμιοσύνης στις κηδείες του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963, του Πέτρουλα το 1965 και στα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1973.

*Ο Δρ Χρήστος Ν. Φίφης είναι επίτιμος ερευνητής στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου La Trobe.