Ο εγγονός στη Μελβούρνη γράφει για τις ιστορίες της γιαγιάς του που πολέμησε τον Χίτλερ και πέθανε πρόσφατα σε ηλικία 96 ετών…

Η Πόντια Χαριτίνη Ικιζίδου, η οποία έζησε τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής της στο Θρυλόριο της Κομοτηνής, γεννήθηκε στον Καύκασο και ήταν μόλις 16 ετών όταν ξεκίνησε ο Χίτλερ την κατάκτηση της Ευρώπης. Αναγκάστηκε να αγωνιστεί και η ίδια. Μέχρι πρόσφατα λάμβανε ευχετήριες κάρτες από τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά και παράσημα για τη συνεισφορά της στον πόλεμο που συγκλόνισε όλο τον κόσμο. Ο εγγονός της Γρηγόρης Σεμπελίδης, από τη Μελβούρνη όπου ζει, την αποχαιρετά με το ακόλουθο σημείωμα…

Στις 3 Μαΐου, δυο μέρες αφότου είχε κλείσει τα 96 της χρόνια, μας άφησε η γιαγιά μας, η ηρωίδα μου, Χαριτίνη (Ντίνα) Μπελαούς, το γένος Ικιζίδου.

Από μικρός θυμάμαι που άκουγα τις ιστορίες της ζωής της και πάντα σκεφτόμουν ότι είναι έτοιμα σενάρια για ταινίες. Ταινίες ιστορίας, δράματος, ανθρώπινου πόνου, ταινίες επιμορφωτικές, ταινίες μνήμης, κουράγιου, ταινίες ζωής…

Γεννήθηκε το 1924 στον Καύκασο από γονείς πρόσφυγες από την Σαμψούντα του Πόντου. Όπως όλοι της εποχής εκείνης είχε πολλά αδέλφια, τα μισά εκ των οποίων δεν τα κατάφεραν στην παιδική ηλικία, στα χρόνια του λιμού, των εξοριών και της δυστυχίας. Με τους διωγμούς των Ελλήνων το 1942 έχασε τον πρώτο της άντρα και έμεινε νέα κοπέλα με ένα παιδί και άρρωστη μητέρα.

Τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια της κατατάχθηκαν στον Κόκκινο Στρατό για να πολεμήσουν τους Γερμανούς στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και μετά την κατάληψη του Βερολίνου, από κει ευθύς αμέσως μετατέθηκαν στην άλλη άκρη της Σοβιετικής Ένωσης, στο Ιαπωνικό Μέτωπο, με αποτέλεσμα να λείπουν στους πολέμους οκτώ συνεχόμενα χρόνια.

Για τα 90 της χρόνια: Αξιότιμη Χαριτίνα Αναστάσοβνα,
Δεχτείτε τα ειλικρινή μου συγχαρητήρια για την επέτειό σας.
Περάσατε μέσα από δύσκολες δοκιμασίες του Μεγάλου Εθνικού Πολέμου, ξαναχτίσατε από τα συντρίμμια τις κατεστραμμένες πόλεις και χωριά και με την ανιδιοτελή προσφορά σας δημιουργούσατε τον πλούτο της χώρας. Διατηρώντας πάντα αντοχή, δύναμη ψυχής και την πίστη στον ιερό σκοπό.
Γονατίζουμε μπροστά στον άθλο της γενιάς σας – της γενιάς των ηρώων και των νικητών.
Σας εύχομαι υγεία, ευημερία και ότι καλύτερο.
Ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας
Β. Πούτιν

Η ίδια, με τα άλλα γυναικόπαιδα, εργαζόταν με αυταπάρνηση στα οχυρωματικά έργα, λίγα χιλιόμετρα από το μέτωπο του πολέμου (μέχρι που ξεσκέπασε και κατέδωσε μια φορά έναν Ρώσο σπιούνο των Γερμανών) και είναι και σήμερα περήφανη όσο για τίποτε άλλο για εκείνη την προσφορά της στον πόλεμο και την πατρίδα της.

Παρ’ όλα αυτά, μετά τον πόλεμο και όσο τα αδέλφια της ακόμα πολεμούσαν ένδοξα στο Ιαπωνικό Μέτωπο, το 1949 τη γιαγιά μου με το μικρό παιδί και την γριά μητέρα της, μαζί με άλλους συγχωριανούς Έλληνες, με συνοπτικές διαδικασίες και με την κατηγορία «Εθνικότητα: Έλληνας», τους φορτώνουν σε τρένα και μετά από βδομάδες ταξιδιού μέσα σε εμπορικές πλατφόρμες, χωρίς νερό, τροφή και φάρμακα, τους αποβιβάζουν στις απέραντες στέπες του Καζακστάν, στη μέση του πουθενά, αφήνοντάς τους στα χέρια του Θεού.

Εκεί, πολεμώντας για την επιβίωση, παντρεύτηκε ξανά, έναν Ρώσο αστυφύλακα, τον παππού μου, και γέννησε την μητέρα μου και άλλη μια κόρη. Έχτισαν σπίτι, έκαναν οικογένεια, αργότερα μετακόμισαν στην πόλη, ξανά από το μηδέν όλα. Μετά από χρόνια, όταν πλέον επιτρεπόταν, συνταξιούχοι πια, επέστρεψαν στον Καύκασο, στα πάτρια εδάφη, όπου άρχισαν ξανά όλα από το μηδέν…

Εργάστηκαν σκληρά μια ζωή, βραβεύτηκαν με επαίνους, μετάλλια και παράσημα από τις Αρχές, αλλά και από την ίδια τη ζωή. Απ’ όλα τα μετάλλιά της, η γιαγιά πιο πολύ ήταν περήφανη για το μετάλλιο του «Βετεράνου της Εργασίας», που ήταν μια τιμητική διάκριση για τους εργαζόμενους της Σοβιετικής Ένωσης «για τα πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς και προσφοράς στην εθνική οικονομία, τις επιστήμες, τον πολιτισμό, την εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη, τις κυβερνητικές υπηρεσίες και τους δημόσιους οργανισμούς».

Για τα 70 χρόνια Νίκης επί της Φασιστικής Γερμανίας
Αξιότιμη Χαριτίνα Αναστάσοβνα,
Σας συγχαίρω ολόψυχα για την επέτειο της Μεγάλης Νίκης.
Πέρασαν 70 χρόνια από κείνη τη μακρινή ημέρα του Μαΐου, όταν τελείωσε ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος και ο ουρανός, κουρασμένος από τις ριπές των όπλων, φωτίστηκε από τα πυροτεχνήματα της νίκης.
Θα θυμόμαστε για πάντα τη μεγάλη τιμή που πλήρωσε ο λαός μας γι’ αυτές τις πολυαναμενόμενες στιγμές χαράς και θριάμβου. Τις δοκιμασίες που είχε η μοίρα του. Θα είμαστε περήφανοι για την γενιά των νικητών. Αντέξατε, διατηρήσατε την πίστη και την αξιοπρέπεια, σώσατε την Πατρίδα, ελευθερώσατε τον κόσμο από τον ναζισμό.
Σας εύχομαι ολόψυχα υγεία και ότι καλύτερο.
Καλή Ημέρα της Μεγάλης Νίκης!
Ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας
Β. Πούτιν

Σε κάθε γιορτή, επέτειο ή γενέθλια, η γιαγιά λάμβανε ευχετήριες κάρτες από τις ρωσικές Αρχές και συγκινούνταν, ένιωθε ότι κάποιος την σκέφτεται και θυμάται την προσφορά της. Ήταν η μόνη χαρά που της είχε απομείνει, εκτός από τα παιδιά της.

Οι ιστορίες της γιαγιάς μου ήταν γεμάτες από παράδοξα, που ούτε η ίδια δεν μπορούσε να εξηγήσει. Για παράδειγμα, το ότι πάντα με ιδιαίτερο πόνο περιέγραφε τις στιγμές που κατά την λεγόμενη «Ελληνική Επιχείρηση» του 1949 (επιχείρηση εξορισμού των Ελλήνων από τον Καύκασο στο Καζακστάν) ήρθαν αργά ένα βράδυ τρεις χωροφύλακες στο σπίτι και τους είπαν ότι έχουν δύο ώρες να πάρουν τα απαραίτητα από τα υπάρχοντά τους και να επιβιβαστούν στο τρένο προς άγνωστη κατεύθυνση.

Περιέγραφε πόσο μισούσε πάντα η γριά μητέρα της τους κομισάριους με τα μαύρα δερμάτινα και τον ίδιον τον Στάλιν. Και την ίδια στιγμή ήταν πάντα περήφανη για την προσφορά της στην ανοικοδόμηση αυτού του ίδιου συστήματος του οποίου ήταν θύματα.

Άλλο παράδειγμα ήταν το ότι ενώ η γενιά των παππούδων μας πάντα ονειρεύονταν μια μέρα να φύγουν για την Ελλάδα, και για τον σκοπό αυτό κρατούσαν επί δεκαετίες την ελληνική υπηκοότητα, την οποία πλήρωναν τόσο ακριβά (δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και δεν μπορούσαν να εγκατασταθούν στις πόλεις) και όταν έφτασαν στην Ελλάδα, γέροι πια, πάντα ζητούσαν να πάνε «να πεθάνουν στο σπίτι», δηλαδή στη Ρωσία… Προφανώς, είναι από τα πράγματα που μπορούν να καταλάβουν μόνοι όσοι τα έζησαν.

Με ένα ακόμα από τα μετάλλιά της

Οι ιστορίες της γιαγιάς, όπως και όλη η ζωή της, δεν θεωρώ ότι φαινόταν ηρωική για την ίδια. Σε κάθε οικογένεια υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι και ακούγονται παρόμοιες ιστορίες. «Εμείς απλά θέλαμε να ζήσουμε» έλεγε.

Έζησαν δύσκολα, τόσο δύσκολα, που δεν μπορούμε να διανοηθούμε εμείς οι σημερινοί. Έζησαν αλλαγές συνόρων, μετακινήσεις πληθυσμών, πολέμους, πείνα, εξορίες, γενοκτονίες, όλα αυτά σε μια ζωή… Το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι να θυμόμαστε πάντα ότι έζησαν έτσι για να ζούμε εμείς σήμερα στον κόσμο όπως τον γνωρίσαμε.

Τα τελευταία χρόνια, από τότε που είχαμε χάσει τον παππού, η γιαγιά δεν μπορούσε να ζει πλέον μόνη της στη Ρωσία και την είχαμε φέρει στην Ελλάδα, όπου ζούσε με τη μητέρα μου στο Θρυλόριο Κομοτηνής, χωριό χτισμένο από τον ήρωα των ANZACs, George Devine Treloar, πριν 100 χρόνια για την υποδοχή των προσφύγων από τον Πόντο.

Και εμείς τώρα την αποχαιρετάμε από τη μακρινή Μελβούρνη. Έτσι κάνει κύκλους η ζωή. Κύκλους καμιά φορά ανεξήγητους και παράδοξους, όσο η ίδια η ζωή.

Σε ευχαριστούμε για όλα, γιαγιά, αναπαύσου εν ειρήνη.