Προτέρημα του πολιτισμένου και έντιμου ανθρώπου είναι η ανιδιοτελής αφοσίωση, δηλαδή, να αγαπάς και να προσφέρεις χωρίς να επιζητάς ανταλλάγματα και αντίδωρα. Αρετή στον άνθρωπο είναι να είναι φιλάδελφος, να αγαπά, δηλαδή, να συμπαραστέκεται, να συντρέχει και να προσφέρει στον συνάνθρωπό του. Αξία ζωής είναι να έχεις φίλους, να σε αγαπούν και να τους λατρεύεις, να σε περιβάλλουν με την εμπιστοσύνη τους κι εσύ να τους το ανταποδίδεις με ταπεινή λατρεία. Τρόπος έντιμης ζωής είναι να ευγνωμονείς αυτούς που σε προστάτευσαν, που συνέπλευσαν μαζί σου, που στρατολογήθηκαν ως φίλοι δίπλα σου και σε στήριξαν. Τα προτερήματα αυτά του Δημήτρη Σαλπιγκτίδη τον έφεραν κοντά στον φίλο και εργοδότη του Ανδρέα Γ. Ανδριανόπουλο. Φίλοι της καρδιάς και του μόχθου, σύντροφοι στην κοινή επιδίωξή τους, συστρατιώτες στη μάχη, αρχικά για επιβίωση και στη συνέχεια για αναγνώριση και επιτυχία.

Ο Σαλπιγκτίδης ήταν ένα πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό, άνθρωπος που είχε μέσα του το πάθος για το καλύτερο, μεθοδικός, άρτια οργανωτικός, υποταγμένος στην ιδέα της προσφοράς. Από την άλλη, για να ικανοποιήσει το δημιουργικό πάθος του ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος του προσέφερε τον ρόλο του έμπιστου βοηθού του. Ο Δήμος γνώριζε καλά ότι τα πλούτη, η δόξα και η εξουσία είναι ουσιαστικά εφήμερα. Γι’ αυτόν οι μεγαλύτερες αξίες ήσαν η προσήλωση στο καθήκον και η αφοσίωση στη φιλία. Από το πρωί, πολύ πρωί, μέχρι που έπεφτε ο ήλιος με την μπλε φόρμα, στο εργαστήρι του, στην αποθήκη της επιχείρησης, στα «μαγαζιά» που χρειάζονταν αέρα, νέα όψη και προοπτική. Δίπλα στο αφεντικό, πίσω του, κοντά του, στις αγορές, στους πλειστηριασμούς, στις διαπραγματεύσεις. Τώρα εργάτης, ύστερα μαραγκός, μετά υδραυλικός, στα μερεμέτια, στις δύσκολες δουλειές. Ο Δήμος που πάει παντού. Σιωπηλός, με χαμόγελο που πάντα είχε νόημα, με μάτια που έβγαζαν φωτιά, που διάβαζαν, πριν μιλήσουν.

Ο Σαλπιγκτίδης γεννήθηκε στην Αχλαδιά, Δράμας (29 Ιουλίου 1930) από Πόντιους πρόσφυγες γονείς από τη Μελεκλού Κερασούντας, τον Κωνσταντίνο (γεν. 1910) και την Αντιόπη (Αντιγόνη) Παπαδοπούλου (γεν. 1910). Ήταν ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας. Ο αδελφός του Γιάννης, που ήταν ο πρώτος που εγκαταστάθηκε στη Μελβούρνη το 1954, ήταν τρία χρόνια μικρότερος και ακολούθησε ο Παναγιώτης, ο μικρότερος αδελφός. Ο Δήμος στερήθηκε των εγκύκλιων σπουδών του ως αποτέλεσμα της τριπλής κατοχής στη Μακεδονία. Το 1941, όλος ο ελληνικός πληθυσμός που βρισκόταν στα χωριά μέχρι και 25 χιλιόμετρα από τα βουλγαρικά σύνορα, αναγκάστηκαν να κατεβούν ως πρόσφυγες σε νοτιότερα χωριά. Ο Δήμος ήταν τότε μαθητής της τετάρτης τάξης του δημοτικού, όταν εγκατέλειψε το χωριό με τους γονείς του και εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες ξανά στο χωριό Άγιος Αθανάσιος έξω από τη Δράμα. Ο πατέρας του, μπακάλης και φούρναρης στην Αχλαδιά, άνοιξε τώρα το δικό του μπακάλικο στο χωριό όπου μετοίκησε. Λίγο καιρό όμως αργότερα αρρώστησε βαριά και πέθανε στα 32 του αφήνοντας στην ορφάνια τα παιδιά του. Τη μικρή επιχείρηση του Κωνσταντίνου ανέλαβε στη συνέχεια η χήρα γυναίκα του με τον ηλικιωμένο πατέρα της, τον Σάββα. Στις 11 Φεβρουαρίου 1947, ο Δήμος μετανάστευσε στη Θεσσαλονίκη, όπου και προσελήφθη ως μαθητευόμενος μηχανικός αυτοκινήτων σε ένα συνεργείο στην περιοχή Βαρδαρίου. Στην ίδια περίοδο (1947-1955) εργάστηκε και ως εισπράκτορας. Την εποχή αυτή πείστηκε από τον μικρότερο αδελφό του που είχε ήδη εγκατασταθεί στη Μελβούρνη, να μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Νυμφεύθηκε πρώτα τη φίλη του, Δέσποινα Αμβροσιάδου, που είχε γεννηθεί στον Άγιο Αθανάσιο από πρόσφυγες γονείς. Ο γάμος τους έγινε τον Δεκέμβριο του 1955 και στη συνέχεια μπάρκαρε με το Κυρήνεια από τον Πειραιά για τη Μελβούρνη.

Με την άφιξή του στις 12 Μαρτίου 1956 εγκαταστάθηκε στο σπίτι του αδελφού του, στο 119 Napier Street, Fitzroy, συγκατοικώντας σε ένα δωμάτιο με τον αδελφό του και άλλους δύο συμπατριώτες. Την επόμενη ημέρα εργοδοτήθηκε ως μηχανικός στην Standard Motors Company, στο South Melbourne για τα επόμενα δέκα χρόνια. Ένα χρόνο αργότερα, αφού μπόρεσε να συγκεντρώσει οικονομίες και να νοικιάσει ξεχωριστό δωμάτιο, προσκάλεσε από την Ελλάδα τη σύζυγό του Δέσποινα, που έφθασε τον Ιούνιο του 1957 και έναν χρόνο αργότερα τον αδελφό του Παναγιώτη. Ο Δήμος και η Δέσποινα ανέθρεψαν δύο γιους, τον Παναγιώτη και τον Γεώργιο. Ο πρώτος ειδικεύτηκε επαγγελματικά στα οικονομικά. Ο Γεώργιος διακρίθηκε ως αθλητικός φωτογράφος της εφημερίδας Herald Sun.

Το 1964 οι αδελφοί Δήμος και Παναγιώτης άνοιξαν συνεταιρικά την πρώτη τους επιχείρηση, ένα άνετο κατάστημα επίπλων και ηλεκτρικών ειδών επί της 256 Swan Street, Richmond, με τίτλο Pantheon. Στον πάνω όροφο του καταστήματος τα αδέλφια εγκατέστησαν τις οικογένειές τους και οργάνωσαν ένα ευρύχωρο γραφείο για τις δικές τους ανάγκες, το οποίο συχνά διέθεταν να συνεδριάζουν και τα Διοικητικά Συμβούλια διαφόρων παροικιακών οργανισμών μέχρι και το 1970. Σε μία γωνία του καταστήματός τους τα αδέλφια άνοιξαν και γραφείο σχολής οδηγών για υποψήφιους οδηγούς ταξί. Ο Δήμος εκπαίδευε τους μαθητές στα θεωρητικά και ο Παναγιώτης έκανε πρακτική οδήγησης.

Συμπαγείς αριθμοί Ελλήνων μεταναστών κατέφθαναν την εποχή αυτή στο Richmond και στα μέσα της δεκαετίας του 1950 είχε ιδρυθεί εκεί η Ελληνική Κοινότητα της περιοχής και δίπλα ο ναός της, η Αγία Τριάδα. Οι αδελφοί Σαλπιγκτίδη διατηρούσαν την άποψη ότι οι ερχόμενοι νέοι μετανάστες θα είχαν ανάγκη να αγοράσουν τα είδη επίπλων και τα ηλεκτρικά σκεύη, όπως επίσης και να εκπαιδευτούν ως οδηγοί, αφού το αυτοκίνητο ήταν απαραίτητο μέσο πρόσβασης. Χιλιάδες μετανάστες αναζητούσαν δεύτερη εργασία μερικής απασχόλησης για να ενισχύουν το εισόδημά τους και κατά συνέπεια οι οδηγοί ταξί ήσαν περιζήτητοι. Οι επιχειρήσεις εστίασης, οι οποίες πλούτισαν χιλιάδες μετανάστες στις ΗΠΑ, ήταν ένα άλλο προσοδοφόρο επάγγελμα. Σχεδόν όλοι οι μετανάστες τα χρόνια αυτά συγκατοικούσαν με άλλους συμπατριώτες ομαδικά κάτω από την ίδια στέγη για να εξοικονομήσουν χρήματα. Επομένως τα εστιατόρια και τα έτοιμα φαγητά είχαν επίσης πέραση. Σε ζήτηση ήταν επίσης σχολές που θα μπορούσαν να εκπαιδεύουν μοδίστρες, για να εργοδοτηθούν στη συνέχεια στα εργοστάσια ενδυμάτων που λειτουργούσαν στα εσωτερικά προάστια της Μελβούρνης.

Οι αδελφοί Σαλπιγκτίδη σωστά επέλεξαν τις επιχειρήσεις τους στην καρδιά του Ελληνισμού στο Richmond, ωστόσο ο οδυνηρός ανταγωνισμός των μεγάλων εμπορικών καταστημάτων που είχαν περιθώρια να πουλήσουν φθηνότερα τα είδη επίπλων και τα ηλεκτρικά επέφερε τη δυσπραγία και έξι μήνες αργότερα το κατάστημα έκλεισε. Τα αδέλφια διατήρησαν τη σχολή οδήγησης και μετέτρεψαν τον υπόλοιπο χώρο σε καφενείο για τις ανάγκες των Ελλήνων μεταναστών της περιοχής, με το όνομα Καφενείο Taxi Driving School. Το κέντρο πλέον αυτό γνώρισε ακμή διότι έδωσε την ευκαιρία του κοινωνικού συγχρωτισμού σε νεαρούς και εργένηδες μετανάστες. Το καφενείο σύντομα εξελίχτηκε σε γραφείο εξεύρεσης εργασίας, κέντρο αναψυχής για μία παρτίδα τράπουλας ή ταβλιού και εστιατόριο. Εκεί συνάζονταν οι νεομετανάστες για να βρουν δικά τους πρόσωπα ή να πληροφορηθούν από νεοαφιχθέντες συντοπίτες τους νέα από την πατρίδα. Εκεί ακούγονταν οι απόψεις τους, κάποιες φορές ζωηρά, για τις ιδεολογικές διαφορές που είχαν διχάσει τον Ελληνισμό της Μελβούρνης. Δεν προσέφεραν αλκοόλ με το φαγητό που ετοιμαζόταν στην κουζίνα του, μόνον γλυκά που τους ετοίμαζε το Hellas Cake, ρυζόγαλο και καφέδες. Ο Παναγιώτης ήταν απασχολημένος με τη σχολή οδηγών.

Ένας μεγάλος αριθμός μεταναστών έκανε το καφενείο Taxi Driving School σχεδόν το σπίτι τους. Ο Γεώργιος Παρασκευόπουλος, από το Πυρί Γορτυνίας, πατέρας δύο ανήλικων παιδιών είχε εργοδοτηθεί από τους αδελφούς ως εκπαιδευτής οδηγός. Ήταν ένας ομιλητικός και ενθουσιώδης χαρακτήρας, δημοφιλής ανάμεσα στους εκπαιδευόμενους οδηγούς ταξί, ο οποίος προσπαθούσε να αποπληρώσει το σπίτι του στο Richmond. Συνδεόταν με τους οργανωμένους Αρκάδες και τους ηγέτες τους, όπως τον Κώστα Καρνέζη, που είχε υπηρετήσει και ως πρόεδρός τους. Οι αδελφοί Σαλπιγκτίδη, επειδή γνώριζαν τον Παρασκευόπουλο, είχαν διαθέσει το γραφείο τους στο επάνω όροφο να συνεδριάζουν εκεί κάθε εβδομάδα οι οργανωμένοι Αρκάδες του «Κολοκοτρώνη» και όταν τελείωναν κατέβαιναν στο καφενείο να φάνε ένα ρυζόγαλο και να παίξουν τάβλι. Συνδέθηκαν όλοι τότε με στενή φιλία με τον Παρασκευόπουλο, μέχρι και τον τραγικό του θάνατο από πνιγμό, όταν κολυμπούσε με τα παιδιά του και τα παιδιά του Δήμου στο Alpert Park το 1972. Μετά το τραγικό συμβάν, ο Ανδρέας, ο Δήμος και ο Δήμος Λεβεντάκης οργάνωσαν ένα τραστ με $10.000 για την εκπαίδευση και προστασία των παιδιών του άτυχου φίλου τους.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 ο Ανδρέας σύχναζε με τον Δήμο, τον Λεβεντάκη που ήταν από την Αράχωβα Λακωνίας και τον Νίκο Οικονόμου, από τη Θεσσαλονίκη, έναν επιτυχημένο βιοτέχνη πουκαμισά, στο καφενείο του αδελφών Σαλπιγκτίδη, απολαμβάνοντας ένα πούρο μετά το φαγητό τους εκεί. Ήταν ένα περιβάλλον που καλλιεργούσε το κλίμα της φιλίας και της συνεργασίας που θα ακολουθούσε στα χρόνια που έρχονταν. Ήταν ένας συνασπισμός ανθρώπων που είχαν κοινά οράματα και στόχους. Στο καφενείο συγκεντρώνονταν συνήθως οι Κοινοτικοί, οι μετανάστες που στην πλειοψηφία τους στήριζαν την ιστορική Κοινότητα των Ελλήνων της Μελβούρνης, που είχε ιδρυθεί το 1896. Οι περισσότεροι θαμώνες ήσαν εργάτες που πάλευαν για το μεροκάματο, άνθρωποι προοδευτικών αρχών και κάποιοι αριστεροί. Ο Δήμος Σαλπιγκτίδης ήταν ένας από αυτούς, δεδηλωμένος Κοινοτικός και άνθρωπος με προοδευτικές ιδέες. Αντίπαλοί τους ήσαν οι συντηρητικοί που συγκεντρώνονταν στην τοπική Κοινότητα του Richmond, όπου ηγέτης τους ήταν ο ακούραστος Κοσμάς Χαρμπαντίδης, ένας άλλος Πόντιος της προσφοράς. Αυτοί αντιπολιτεύονταν τις πρακτικές της ιστορικής Κοινότητας των Ελλήνων, τους οποίους και κατηγορούσαν ως φιλοκομμουνιστές. Ο «ψυχρός πόλεμος» που μάστιζε την ελληνική παροικία της εποχής είχε χαρακτηρίσει και τα πολλαπλά καφενεία των Ελλήνων της Μελβούρνης. Πολλά από αυτά επειδή δεν μπόρεσαν να αντέξουν την πολεμική τελικά οδηγήθηκαν στο κλείσιμο. Το ίδιο άλλωστε συνέβη με δεκάδες αδελφότητες και σωματεία που τα μέλη τους σύρθηκαν στα δικαστήρια και πολλά από αυτά διαλύθηκαν ύστερα από φοβερές ιδεολογικές διαφορές. Σε αρκετές περιπτώσεις οι διαφορές έφτασαν να γίνουν και συμπλοκές με αποτέλεσμα να ζητηθεί η επέμβαση της αστυνομίας.

Οι ψυχροπολεμικές ασχήμιες έφτασαν κι έξω από τους ναούς, όταν στον αυλόγυρό τους σημειώθηκαν και συμπλοκές στη Μελβούρνη, το Σίδνεϊ και την Αδελαΐδα. Το καφενείο Taxi Driving School αποτέλεσε μέρος του κανόνα. Ο Χαρμπαντίδης δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στις εγκαταστάσεις του, που παρέμειναν πάντα ένας απαγορευμένος χώρος για τους συντηρητικούς. Αυτοί διατηρούσαν το δικό τους καφενείο στο Burnley Street, Richmond. Ο Δήμος έκανε φιλίες με τους προοδευτικούς και μαζί με τον Ανδρέα, τον Λεβεντάκη, τον Οικονόμου και τον Παρασκευόπουλο στήριζαν τους Κοινοτικούς. Ο Σαλπιγκτίδης πολλά χρόνια αργότερα εξομολογήθηκε:

«…Ο πόλεμος καλά κρατούσε ανάμεσα στους νεοερχόμενους μετανάστες της εποχής. Παρέμενα προοδευτικός. Βάφτισα τα παιδιά μου στον κοινοτικό ναό, τον Ευαγγελισμό. Αργότερα οι βαπτίσεις που έκανα θεωρήθηκαν άκυροι και αντικανονικοί από την Αρχιεπισκοπή. ΄Ολοι οι πελάτες μας στήριζαν τον πρόεδρο της Κοινότητας τον Δημήτριο Ελεφάντη, όπως κι εγώ. Ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος ήταν στενός φίλος. Ερχόταν συχνά στο Καφενείο να φάει ένα φαγητό, να καπνίσει, και να απολαύσει μια γρήγορη συζήτηση. Αργότερα συνδέθηκε με φιλία με τον Αρχιμανδρίτη Ιερόθεο Κουρτέση. Μέχρι τότε ο Δημήτριος Ελεφάντης τελικά έγινε σύμμαχος του Αρχιεπισκόπου. Μετά από τα γεγονότα αυτά σταμάτησα να ενδιαφέρομαι για τα κοινοτικά…»

Στο Καφενείο Taxi Driving School ο Σαλπιγκτίδης γνωρίστηκε με έναν μεγάλο αριθμό εποίκων που είχαν σχέση με τα ταξί. Πολλοί Έλληνες είχαν μέχρι τότε αγοράσει δικά τους ταξί και άρχισαν να ανέρχονται επαγγελματικά. Ανάμεσά τους ήταν ο Τάσος Ρέβης, ένας οδηγός ταξί, ο οποίος αργότερα έκτισε μια τεράστια επιχείρηση διαχείρισης αδειών ταξί, o Στέργιος Χαλκιδάκης και ο Παναγιώτης Ρόβας με αξιοσημείωτη επιτυχία στις επιχειρήσεις ταξί. Στο καφενείο αυτό συναντήθηκε ο Σαλπιγκτίδης με τον Ανδρέα τον Ιούλιο του 1965. Πενήντα χρόνια αργότερα θυμόταν ο Σαλπιγκτίδης:

«…Όπως όλοι οι άλλοι οδηγοί της εποχής, ο Ανδρέας γνώριζε καλά ότι εμείς εκπαιδεύαμε τους οδηγούς ταξί. Χρειαζόταν ο ίδιος κατάλληλα εκπαιδευμένους οδηγούς. Οι περισσότεροι από τους πελάτες μας ήσαν Πελοποννήσιοι. Όλοι τους ήσαν ανειδίκευτοι εργάτες στις φάμπρικες του Richmond, του Prahran και του South Yarra. Ήσαν άτομα που είχαν ευγενείς φιλοδοξίες. Συνδέθηκα με τους περισσότερους με φιλία. Συνήθιζα να τους τρατάρω ποτά και μεζέδες και να συζητούμε τις δυσκολίες της ημέρας. Το 1971, όταν πήγα για πρώτη φορά στην Ελλάδα, είχα φροντίσει να πλησιάσω όλους αυτούς τους φίλους και να τους πάρω από δέκα δολάρια. Στη συνέχεια πέρασα από τα χωριά τους στην Πελοπόννησο και έδινα στους δικούς τους το δεκάρικο ως χαιρετίσματα από το γιο τους. Θυμάμαι ότι έκλαιγαν από συγκίνηση, γνωρίζοντας ότι τα χρήματα ήρθαν από τις χούφτες του γιου τους. Συνάντησα και κάποιους γονείς που τα παιδιά τους δεν μου είχαν δώσει χρήματα. Αυτούς τους έβαζα στο χέρι ένα δικό μου δεκάρικο. Ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία που έζησα με τους συγγενείς των μεταναστών…»

Ο Δήμος Σαλπιγκτίδης παρέμεινε έντιμος και αγνός μέχρι τα ενενήντα του χρόνια. Ταπεινός, ρεαλιστής, πανέξυπνος και διορατικός. Καταλάβαινε το μπεσαλίκι των ανθρώπων, όπως και την πονηριά τους. Παρέμεινε μέχρι το τέλος δίπλα στους φίλους που αγάπησε και τον αγάπησαν, φιλάδελφος και καθαρός, μέχρι που έφυγε. Επισκέφθηκε την πατρίδα του για τελευταία φορά πριν από εννέα μήνες. «Είναι η τελευταία φορά που βλέπω τους δικούς μου, όσοι απέμειναν. Είναι το στερνό μου ταξίδι. Φεύγω ικανοποιημένος. Έζησα με υπόληψη και καλούς φίλους. Έζησα με στερήσεις και ορφάνια, αλλά με δικαίωσε η αγάπη μυ στο έντιμο και αληθινό. Η αλήθεια θέλει θάρρος, αλλά στο τέλος νικά. Δεν με πειράζει που φεύγω. Έζησα και γνώρισα μεγάλες χαρές και από τους φίλους, και τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου…».

Η απώλεια των ανθρώπων της γενιάς του Δήμου Σαλπιγκτίδη αφήνει μεγάλο κενό στην Ομογένεια. Αυτοί ήσαν οι ρομαντικοί, οι μπεσαλήδες, οι άνθρωποι που δημιούργησαν, που αγωνίστηκαν, που πόνεσαν. Οι άνθρωποι της γενιάς αυτής αγάπησαν την Ελλάδα και είχαν ιδανικά, ήσαν πατριώτες, τιμούσαν τη φιλία, αγαπούσαν τον άνθρωπο. Αυτοί οι άνθρωποι θα μας λείψουν, αν σταματήσουμε να τους θυμόμαστε. Όσο τους θυμόμαστε θα είναι κοντά μας, θα είναι μαζί μας, αυτοί και οι πράξεις τους.