Στην αναγνωριστική μας επαφή με δύο από τα στελέχη του νέου προεδρείου του NUGAS, την πρόεδρο Διονυσία Σερδενέ και την αντιπρόεδρο Ελένη Ντζίφα, την συζήτηση μονοπώλησε ένα φλέγον ζήτημα: γιατί η νέα γενιά Ελλήνων αισθάνεται τόσο αποκομμένη από την παλαιότερη. “Στην προσωπική μου εμπειρία, έχουν υπάρξει στιγμές όπου μου έχει ειπωθεί πως συγκεκριμένα θέματα δεν είναι σωστό να τα ανοίγεις και να τα συζητάς δημοσίως”, αναφέρει η Ελένη. “Συνήθως αυτά είχαν να κάνουν με τον μισογυνισμό, με τον τρόπο που αυτός εμφανίζεται στη δική μας γενιά και που δεν είναι τόσο προφανής. Όταν εγώ όμως ακούω ‘Ελένη, μην μιλάς για τέτοια πράγματα, δεν κάνει!’, αυτό εμένα με αποθαρρύνει γιατί πρόκειται για εμπειρίες που όλες μας έχουμε βιώσει σε έναν βαθμό. Ακόμη ένα ζήτημα στο οποίο μου έχει ειπωθεί επανειλημμένως να μην αναφέρομαι είναι και αυτό της ομοφυλοφιλίας. Υπάρχουν όμως αρκετά τέτοια θέματα για τα οποία αν προσπαθείς να πεις στον άλλον να μην τα συζητάει, τότε αυτομάτως τον κάνεις να αισθάνεται απομονωμένος. Αυτό στη συνέχεια τον απομακρύνει από την ελληνική κοινότητα, αφού νιώθει πως κανείς δεν είναι διατεθειμένος να αναγνωρίσει την ύπαρξή του και τις εμπειρίες του”.

Από την πλευρά της, η νέα πρόεδρος του NUGAS, Διονυσία Σερδενέ, στάθηκε στην συμπεριφορά της οποίας πολλές φορές γίνονται αποδέκτες οι νέοι από τα μεγαλύτερα μέλη της παροικίας και τους απωθεί από το να ασχοληθούν περαιτέρω μαζί της: “Πολλές φορές αισθάνομαι πως η μεγαλύτερη γενιά ασκεί διαρκή και άδικη κριτική προς την νεολαία, μας κατηγορούν πως δεν μας ενδιαφέρει ο ελληνισμός ή η κουλτούρα μας. Όταν όμως εμείς έχουμε τις δικές μας ιδέες και θέλουμε να τις παρουσιάσουμε, αυτό δεν μας επιτρέπεται. Για παράδειγμα, είχα παραβρεθεί πέρσι σε μια διάλεξη στο ελληνικό κέντρο όπου μιλούσαν για τη θρησκεία. Και στις συζητήσεις που έλαβαν χώρα μετά την εκδήλωση, κανένας νέος δεν τολμούσε να πει κουβέντα γιατί πάντα κάποιος μεγαλύτερος θα ξεκινούσε κουβέντα για τα πολιτικά. Εμείς όμως φοβόμαστε να εμπλακούμε σε κάτι τέτοιο γιατί τους παρακολουθούμε να κάνουν τέτοιου είδους συζητήσεις, να αυξάνουν τους τόνους και να επιτίθενται σχεδόν ο ένας στον άλλον, και πώς να βρούμε μετά την αυτοπεποίθηση να μπούμε στην κουβέντα τους; Και μετά μας λένε πως δεν μας ενδιαφέρει κι από πάνω! Όχι, μας ενδιαφέρει και με το παραπάνω, απλά μας τρομάζει κιόλας”.

Η αντιπρόεδρος Ελένη Ντζίφα έρχεται να συμπληρώσει στο συγκεκριμένο σχόλιο: “Όταν σε μεγαλώνουν με διαρκή σχόλια για την ανεπάρκειά σου σε σχέση με την επαφή που έχεις με την ελληνική σου κληρονομιά, όπως π.χ. ότι “τα ελληνικά σου δεν είναι καλά”, “ο ελληνικός χορός σου δεν είναι καλός”, “δεν χορεύεις καλά”, κλπ, κι εσύ τα ακούς αυτά διαρκώς, λειτουργούν αρνητικά στον ψυχισμό σου. Κι αυτά είναι σχόλια που εγώ προσωπικά τα έχω ακούσει πολλές φορές. Όπως για παράδειγμα φέτος στους “Αντίποδες” όπου στο περίπτερο του NUGAS μαθαίναμε στον κόσμο τους παραδοσιακούς χορούς και με πλησίασε ένας ηλικιωμένος και μου λέει “αυτοί δεν ξέρουν να χορεύουν! κατεβάστε τους κάτω!”, κάτι που εμένα προσωπικά με στεναχώρησε αφάνταστα γιατί οι άνθρωποι αυτοί είχαν καταβάλει τεράστια προσπάθεια! Σίγουρα δεν ήταν τέλειο, αλλά δεν ήταν αυτός ο στόχος. Όταν λοιπόν σε μεγαλώνουν με αυτή τη διαρκή κριτική, τότε αρχίζεις να σκέφτεσαι υποσυνείδητα “όχι, δεν θα προσπαθήσω γιατί δεν θα είμαι αρκετά καλός” και απλά απομακρύνεσαι”.

Στην αλλαγή αυτής της φιλοσοφίας, η οποία ίσως να πηγάζει από την μεγαλύτερη γενιά Ελλήνων, στέκεται η Διονυσία. “Η Ελένη κι εγώ θέλουμε να αλλάξουμε αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς όσο περισσότερο μπορούμε, τουλάχιστον εντός του NUGAS. Γιατί ακόμη κι εγώ ομολογουμένως αν και πήγα σε ελληνικό σχολείο δεν μιλάω και τα καλύτερα ελληνικά του κόσμου. Ακόμη κι έτσι όμως, όταν βρίσκομαι σε καταστάσεις όπου χρειάζεται να μιλήσω ελληνικά, το προσπαθώ, ωστόσο πάντα υποβόσκει αυτό το αίσθημα της ανεπάρκειας όπως είπε η Ελένη, γιατί φοβάσαι πως θα σε κρίνουν. Κι αυτό είναι κάτι το οποίο ελπίζω να το αλλάξουμε στο μέλλον. Πρέπει ο καθένας να μπορεί να αισθάνεται άνετα και να μην υπάρχει αυτό το διαρκές συναίσθημα της κρίσης και του φόβου. Να τους δώσουμε την δύναμη, μέσα από την εκπαίδευση και την γνώση, να βρεθούν στο σημείο όπου θέλουν εκείνοι, ώστε κι αυτοί με τη σειρά τους να προσφέρουν τα όσα πραγματικά μπορούν”.

Το αν θα επιτύχουν τους στόχους τους μένει να φανεί, όμως η ενέργειά τους και η διάθεση να πετύχουν είναι μεταδοτικές και σε κάνει να αισθάνεσαι λίγο πιο αισιόδοξος για το μέλλον της ελληνικής παροικίας. Ένα μέλλον λίγο πιο ανοιχτό και πιο φιλόξενο προς όλους.